χαμηλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίρρημα
χαμηλά, συγκριτικός : χαμηλότερα, υπερθετικός : χαμηλότατα (τοπικό επίρρημα)
- σε μικρό υψόμετρο
- (μεταφορικά) για κάποιον που χάνει το ήθος του, την αξιοπρέπειά του ή την κοινωνική του θέση
Ουσιαστικό
χαμηλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γεωγραφία) ζώνη μικρού υψομέτρου
- (μετεωρολογία) ζώνη μικρής βαρομετρικής πίεσης
Εκφράσεις
- απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χαμηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαμηλό