Γενετική-μετασχηματιστική γραμματική
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στη γλωσσολογία, μία μετασχηματιστική γραμματική ή αλλιώς γενετική-μετασχηματιστική γραμματική είναι η γενετική γραμματική, ειδικότερα μίας φυσικής γλώσσας, η οποία έχει αναπτυχθεί στις συντακτικές δομές των γραμματικών φραστικών δομών (σε αντίθεση με των γραμματικών εξάρτησης). Η μετασχηματιστική γραμματική ανήκει στην παράδοση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών γραμματικών. Η έρευνα της μετασχηματιστικής γραμματικής βασίζεται κατά κύριο λόγο στο Μινιμαλιστικό Πρόγραμμα του Νόαμ Τσόμσκι[1]. Ο Chomsky είναι ο εισηγητής της γενετικής-μετασχηματιστικής γραμματικής, την οποία υποστήριξε κυρίως με το ριζοσπαστικό γλωσσολογικό του σύγγραμμα "Συντακτικές Δομές" του 1957. Η γενετική θεωρία του για τη γλώσσα χαρακτηρίζεται από κάποιες σταθερές παραδοχές όπως η ικανότητα του ανθρώπου να παράγει και να κατανοεί άπειρο, θεωρητικά, αριθμό προτάσεων. Ο Chomsky αναφέρει ότι η γλώσσα είναι έμφυτη και μας οδηγεί βάσιμα στην υπόθεση για την ύπαρξη γλωσσικών καθολικών, γενικευμένων δομών και περιορισμών στους οποίους υπακούουν όλες οι φυσικές γλώσσες, παρά την μεγάλη ποικιλία τους. Η ύπαρξη μιας εγγενούς «Καθολικής Γραμματικής» καθιστά το παιδί ικανό να μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, παρά την αποσπασματικότητα των δεδομένων τα οποία προσλαμβάνει ο άνθρωπος στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Ο Chomsky αμφισβήτησε τη συμπεριφοριστική θεωρία για τη γλωσσική κατάκτηση και προώθησε ένα φορμαλιστικό πρότυπο περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας, κυρίως στον τομέα της σύνταξης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Chomsky απέδωσε φορμαλιστικά τη γλωσσική ικανότητα εξηγεί επαρκώς τη λεγόμενη "γλωσσική δημιουργικότητα", βασική ιδιότητα των φυσικών γλωσσών: με έναν πεπερασμένο αριθμό κανόνων και ένα συγκεκριμένο σύνολο γλωσσικών μονάδων (φωνολογικών και λεξικών), οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να παραγάγουν και να αντιληφθούν άπειρο πλήθος προτάσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται προτάσεις που ποτέ ξανά δεν έχουν παραχθεί.
Στις "Συντακτικές Δομές" ο Chomsky εισάγει την έννοια της "μετασχηματιστικής γραμματικής". Θέτει ως σκοπό της γραμματικής την πρόβλεψη όλων των γραμματικών, δηλαδή σωστά σχηματισμένων, προτάσεων μιας γλώσσας και μόνον αυτών. Ακόμη, πιστεύει πως, η παραγωγή προτάσεων δεν περιγράφεται ικανοποιητικά στο πλαίσιο γραμμικών αναπαραστάσεων: το βασίζει στο γεγονός ότι στις φυσικές γλώσσες είναι δυνατή η απεριόριστη παρεμβολή άλλων δομών μεταξύ δύο αλληλεξαρτώμενων συστατικών, ενώ ένα γραμμικό πρότυπο εξηγεί την αλληλεξάρτηση μόνο συνεχόμενων συστατικών. Έτσι, επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι η πρόταση έχει ιεραρχική δομή, η οποία μπορεί να αναπαρασταθεί στο πλαίσιο των γραμματικών φραστικής δομής. Οι κανόνες φραστικής δομής προσφέρουν το πλεονέκτημα της "αναδρομής", δηλαδή, της ιδιότητας των κανόνων να μπορούν να εφαρμόζονται απεριόριστα.
Συμπερασματικά, οι βασικές απόψεις του Chomsky είναι οι εξής:
-Η γλωσσική δημιουργικότητα του ανθρώπου είναι γενετικά καθορισμένη, άρα καθολική (έτσι, ανατρέπεται το συμπεριφορικό πρότυπο)
-Τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας προϋπάρχουν ως εγγενή στοιχεία (δομές) στο μυαλό του παιδιού και ενεργοποιούνται στο γλωσσικό περιβάλλον όπου μεγαλώνει
Ο μηχανισμός παραγωγής γραμματικά ορθών προτάσεων ονομάζεται "γλωσσική ικανότητα". Η δε ικανότητα παραγωγής λόγου σε πραγματικές περιστάσεις όπου μεσολαβούν διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες ονομάζεται "γλωσσική επιτέλεση". Στόχος του γλωσσολόγου είναι η σύλληψη και η περιγραφή του πεπερασμένου μηχανισμού γένεσης των προτάσεων (γενετική γραμματική), δηλαδή η περιγραφή της γλωσσικής ικανότητας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Chomsky, Noam (1995). The Minimalist Program. MIT Press.