Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρονολογικός πίνακας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές από το δεύτερο μισό του 18.ου μέχρι σήμερα έχουν φέρει στο φως σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Σε αυτά συγκαταλέγονται τειχισμένες ακροπόλεις, ανάκτορα, οικισμοί και ταφικά μνημεία. Τα αρχιτεκτονήματα αυτά αποτελούν αξιοθαύμαστα τεχνολογικά επιτεύγματα.

Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις είναι οχυρά ανακτορικά συγκροτήματα πάνω σε βραχώδη υψώματα, που δεσπόζουν στη γύρω περιοχή. Δεν είναι οχυρές πόλεις, όπως κατά κανόνα στους πολιτισμούς της Ανατολής, θα μπορούσαν όμως να δεχτούν τους κατοίκους των γύρω οικισμών σε περιόδους πολεμικών αναταραχών. Δεν είναι ούτε ανοχύρωτα ανάκτορα, όπως τα μινωικά. Προστατευμένα από ισχυρά τείχη μέσα στην ακρόπολη βρίσκονται το κυρίως ανάκτορο στην πιο εξέχουσα θέση, οι κατοικίες της ηγετικής τάξης γύρω από τον ανώτατο άρχοντα, αποθήκες, βιοτεχνικά εργαστήρια, αρχεία, ιερά, ακόμα και ταφικά μνημεία.

Τειχισμένες είναι οι ακροπόλεις της Τίρυνθας (από την ΥΕ ΙΙΙΑ1), των Μυκηνών (από την ΥΕ ΙΙΙΑ2) και της Μιδέας (από την ΥΕ ΙΙΙΒ1) στην Αργολίδα, της Λάρισας του Άργους, καθώς και η ακρόπολη της Αθήνας (από την ΥΕ ΙΙΙΒ1). Σημαντικά κτήρια ανακτορικού χαρακτήρα υπάρχουν όμως πριν και μετά την εμφάνιση των οχυρωμένων ακροπόλεων. Οι επιβλητικές οχυρώσεις, τουλάχιστο στην αρχική τους σύλληψη, πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν κυρίως έκφραση της δύναμης και του κύρους των ηγεμόνων. Η επιβλητικότητα της κατασκευής από μεγάλους πελεκημένους ογκόλιθους και οι μνημειώδεις πύλες δεν ταιριάζουν με βεβιασμένα μέτρα προστασίας από εχθρικές επιδρομές. Οι ακροπόλεις χρονολογούνται εξάλλου στην περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής, τεχνολογικής και καλλιτεχνικής ακμής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και κυριαρχίας του στο Αιγαίο. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπεια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».


Στο ανάκτορο της Πύλου, όπου δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα οχυρωματικό τείχος, προφανώς δεν υπήρχε ανάγκη προστασίας και η ιδεολογία της εξουσίας πρόβαλλε τον τοπικό ηγεμόνα με διαφορετικούς τρόπους. Οχυρό ανακτορικό συγκρότημα της ΥΕ ΙΙΙΒ φάσης έχει εντοπιστεί και στη Θήβα, βρίσκεται όμως κάτω από τη σύγχρονη πόλη και έχει αποκαλυφθεί μόνο αποσπασματικά. Στη Μαγνησία, τέλος, γνωρίζουμε σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μυκηναϊκής περιόδου στο Κάστρο Βόλου (σημερινή συνοικία Παλιά) και στο Διμήνι, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, και κάπου εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί η ομηρική Ιωλκός. Όμως η ταύτιση ανακτορικών συγκροτημάτων και οχυρώσεων σ’ αυτή την περιοχή είναι ακόμα υπό έρευνα.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Γλας της Βοιωτίας, όπου το βραχώδες ύψωμα έκτασης 200 στρεμμάτων περίπου περιβλήθηκε με τείχος κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ1 για να προφυλαχθούν οι εγκαταστάσεις των αξιωματούχων που επέβλεπαν τα αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του μυκηναϊκού μεγάρου, κάτοψη

Τα μυκηναϊκά ανάκτορα είναι χτισμένα στις πιο εξέχουσες θέσεις των ακροπόλεων και αποτελούνται από συμπλέγματα κτηρίων και πλακόστρωτων υπαίθριων χώρων με κέντρο το λεγόμενο μέγαρο. Το μέγαρο έχει τη μορφή ορθογώνιου παραλληλόγραμμου κτηρίου με είσοδο στη μια στενή πλευρά. Από έξω προς τα μέσα συναντάμε διαδοχικά μια ανοιχτή προς την είσοδο στοά με δύο κίονες (α), έναν προθάλαμο (β) και μια μεγάλη αίθουσα με τέσσερις κίονες (γ) που περιβάλλουν μια χαμηλή κυκλική εστία στο κέντρο της αίθουσας (δ). Στα ανάκτορα σώζεται συχνά και το βάθρο του θρόνου (ε) ή το ίχνος του στο δάπεδο, στο μέσο του τοίχου δεξιά. Οι πρώτοι ερευνητές του Μυκηναϊκού Πολιτισμού θεώρησαν ότι τα ανάκτορα που περιγράφει ο Όμηρος τον 8ο αι. π.Χ. είναι τα μυκηναϊκά του 13ου αι. π.Χ. και καθιέρωσαν τους ομηρικούς όρους αἴθουσα, πρόδομος και δόμος για τους παραπάνω τρεις χώρους αντίστοιχα. Ανάκτορα αυτής της μορφής έχουν ανακαλυφθεί στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Μιδέα της Αργολίδας, καθώς και στην Πύλο της Μεσσηνίας. Τα σήμερα ορατά κατάλοιπα χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ, κάτω από αυτά έχουν βρεθεί όμως λείψανα κτηρίων της ΥΕ ΙΙΙΑ φάσης. Τα τυποποιημένα μέγαρα της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου είναι αποτέλεσμα μακράς εγχώριας εξέλιξης. Προδρομικές μορφές με πιθανή ανακτορική λειτουργία θεωρούνται το Κτήριο F στην Κρίσα της Φωκίδας (ΥΕ Ι), το Κτήριο Ι στο «Μενελάιον» της Σπάρτης (ΥΕ ΙΙ) και η «Οικία του Κάδμου» στη Θήβα (ΥΕ ΙΙ).

Στη μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός.

Ο Ταφικός Περίβολος Α' των Μυκηνών. Διακρίνονται οι λακκοειδείς τάφοι με χτιστά τοιχώματα

Λακκοειδείς τάφοι υπάρχουν ήδη από την Πρωτοελλαδική Περίοδο στη Λευκάδα και τη Μεσοελλαδική Περίοδο στην Αίγινα. Κυριάρχησαν στο μυκηναϊκό κόσμο κατά την ΥΕ Ι και τις αρχές της ΥΕ ΙΙ και εγκαταλείφθηκαν με την εμφάνιση των λαξευτών θαλαμοειδών και την εξάπλωση των θολωτών τάφων από την ΥΕ ΙΙ και εξής. Στο λακκοειδή τάφο ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος, με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες. Στη συνέχεια ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Μεγάλοι τέτοιοι ταφικοί κύκλοι έχουν βρεθεί στις Μυκήνες και περιείχαν βασιλικές ταφές.

Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι είναι ακανόνιστου σχήματος σπηλαιώδη υπόγεια λαξεύματα στο μαλακό βράχο, στα οποία οδηγεί μια επίσης λαξευμένη κατωφέρεια, ο δρόμος, όπως ονομάζεται στην αρχαιολογική ορολογία. Ήταν μάλλον οικογενειακοί τάφοι και χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού. Και αυτοί κατασκευάζονταν κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία.

Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, ο οποίος οδηγεί σε ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο θόλος είναι χτισμένος με μεγάλες πλάκες τοποθετημένες κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό του θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα). Η είσοδος είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο.

Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία κατά την ΜΕ ΙΙΙ. Στην Αργολίδα εμφανίζονται κατά την ΥΕ ΙΙ περίοδο. Στην ΥΕ ΙΙ χρονολογούνται και οι θολωτοί τάφοι στο Βαφειό, στο Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτση) και στα Δενδρά. Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες. Εκεί οι πρωιμότεροι χρονολογούνται επίσης στην ΥΕ ΙΙ (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων). Μια δεύτερη ομάδα χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων). Στην ΥΕ ΙΙΙΒ ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως (ΥΕ ΙΙΙΒ1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (ΥΕ ΙΙΙΒ2).

Θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Θησαυρός του Ατρέως, στις Μυκήνες, τομή
Θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Θησαυρός του Ατρέως, στις Μυκήνες, άποψη της εισόδου με το δρόμο

Αντίθετα με τους μινωικούς θολωτούς τάφους, που είναι υπέργειοι και δεν καλύπτονται με τύμβο, οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αργολίδας είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο και καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για βασιλικούς τάφους ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων, αν και η απόδοσή τους σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών από τον Ερρίκο Σλήμαν είναι εντελώς φανταστική. Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν τη μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος με το ινδοευρωπαϊκό στοιχείο του τύμβου, που απαντά ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους.

  • Σπ. Ιακωβίδης, Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών: Αθήνα 1973
  • Ντ. Βασιλικού, Μυκηναϊκός πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152, Αθήνα 1995
  • C. W. Shelmerdine, "Review of Aegean Prehistory VI: The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland" και "Addendum: 1997-1999", στο T. Cullen (επιμ.), Aegean Prehistory. A Review, American Journal of Archaeology Supplement 1, Archaeological Institute of America: Boston 2001, σσ. 329-381
  • Η. Μανιατέας - Ι. Τεγόπουλος (επιμ.), Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι, Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.: Αθήνα χ.χ., σσ. 344-609