Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιτική επιστήμη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πολιτική επιστήμη είναι η κοινωνική επιστήμη που μελετά τις σχέσεις εξουσίας μέσα σε μια κοινωνία.[1] Μελετά τους θεσμούς, το λόγο και έργα τους που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, τα πολιτικά συστήματα και τις πολιτικές ιδέες.[1] Η σύγχρονη πολιτική επιστήμη αποτελεί εξέλιξη της Επιστήμης του Κράτους και της Θετικής Κοινωνιολογίας, που αρχικά μελετούσαν τις σχέσεις εξουσίας οι οποίες προκύπτουν μόνο από το κράτος.[1]

Ως μέρος της κατηγορίας των κοινωνικών επιστημών, η σύγχρονη πολιτική επιστήμη άρχισε να διαμορφώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν και άρχισε να διαχωρίζεται από την πολιτική φιλοσοφία και ιστορία.[2] Στα τέλη του 19ου αιώνα, αν και η συστηματοποίηση της πολιτικής επιστήμης είχε αρχίσει, οι περισσότεροι επιστήμονες και πηγές θεωρούσαν την πολιτική επιστήμη σαν τμήμα της ιστορίας.[2] Ο όρος «πολιτική επιστήμη» δεν αποτελούσε πάντα μια ξεχωριστή έννοια από την πολιτική φιλοσοφία και η σύγχρονη επιστήμη έχει ένα σαφές σύνολο επιστημών και κλάδων της επιστήμης από τα οποία έχει αντλήσει έμπνευση και επιρροή, όπως οι τομείς της ηθικής φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας, της πολιτικής θεολογίας, της ιστορίας και άλλα πεδία που περιγράφουν τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες ενός ιδανικού κράτους.

Η ανάδειξη της πολιτικής επιστήμης ως πανεπιστημιακού κλάδου σηματοδοτήθηκε από τη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων και εδρών που κάλυπταν το αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης, από τα τέλη του 19ου αιώνα και εντεύθεν. Ο χαρακτηρισμός "πολιτικός επιστήμονας" υποδηλώνει συνήθως κάποιον με πτυχίο, διδακτορικό ή μεταπτυχιακό σε τμήμα πολιτικής επιστήμης.[3] Η ενσωμάτωση των σπουδών της πολιτολογίας και της πολιτικής του παρελθόντος σε μια ενιαία επιστήμη βρίσκεται σε εξέλιξη, και η ιστορία της πολιτικής επιστήμης έχει προσφέρει ένα πλούσιο πεδίο για την ανάπτυξη τόσο της κανονιστικής όσο και της θετικής πολιτικής επιστήμης, με κάθε τμήμα της πολιτικής επιστήμης να έχει κάποιους επιστημονικούς κλάδους που αποτελούν προκατόχους του. Η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Επιστημών ιδρύθηκε το 1903 και ακολούθησε το επιστημονικό περιοδικό American Political Science Review το 1906, αντίστοιχα, σε μια προσπάθεια να διακρίνουν τη μελέτη της πολιτικής από την οικονομία και άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Τα μέλη της ένωσης αυξήθηκαν από 204 το 1904 σε 1.462 το 1915.[2] Τα μέλη της ένωσης αυτής διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στη δημιουργία τμημάτων πολιτικών επιστημών τα οποία ήταν αυτοτελή και δεν αποτελούσαν διδασκόμενα μαθήματα ή κλάδοι τμημάτων ιστορίας, φιλοσοφίας, νομικής, κοινωνιολογίας ή οικονομικών κάποιου αμερικάνικου πανεπιστημίου.[2]

Το περιοδικό Political Science Quarterly ιδρύθηκε το 1886 από την Ακαδημία Πολιτικών Επιστημών. Στο εναρκτήριο τεύχος του Political Science Quarterly, ο Μάνροου Σμιθ όρισε την πολιτική επιστήμη ως "την επιστήμη του κράτους", δηλαδή την επιστήμη που μελετά τις πολιτικές οντότητες. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική επιστήμη είναι η επιστήμη που μελετά την οργάνωση και τις λειτουργίες του κράτους, και τη σχέση των κρατών μεταξύ τους.[4]

Ως μέρος μιας πρωτοβουλίας της UNESCO για την προώθηση της πολιτικής επιστήμης στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το 1949 ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Πολιτικών Επιστημών, καθώς και εθνικές ενώσεις που ασχολούνται με το αντικείμενο των πολιτικών επιστημών (στη Γαλλία το 1949, στη Βρετανία το 1950 και στη Δυτική Γερμανία το 1951).[2]

Μεταβολές στο αντικείμενο των πολιτικών επιστημών μεταπολεμικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το αντικείμενο των πολιτικών επιστημών πέρασε από μια επανάσταση, η οποία εδραίωσε την συστηματική και αυστηρά επιστημονική μελέτη της ατομικής και ομαδικής πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων ως μέρος της αποστολής του πολιτικού επιστήμονα. Αυτή τη περίοδο το κέντρο της πολιτικής επιστήμης μετακινήθηκε από την απλή μελέτη και ερμηνεία νομικών κειμένων και θεσμών, στη μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς. Σημαντικοί εκπρόσωποι αυτής της μεταβολής είναι οι Ρόμπερτ Νταλ, Φίλιπ Κόνβερς, Πολ Λάζαρσφελντ (κοινωνιολόγος) και Μπέρναρντ Μπέρελσον (μελετητής της κοινής γνώμης- οι τελευταίοι δύο συνεργάστηκαν μεταξύ τους).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η πολιτική επιστήμη άρχισε να χρησιμοποιεί απαγωγικές, βασισμένες στη θεωρία παιγνίων τεχνικές, με στόχο τη δημιουργία ενός πιο αναλυτικού σώματος γνώσης στον κλάδο. Εκείνη τη περίοδο η πολιτική επιστήμη δανείστηκε θεωρία και μεθόδους από τα οικονομικά για να μελετήσει πολιτικούς θεσμούς, όπως το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και τη πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων, π.χ. το πώς ψηφίζουν οι άνθρωποι. Ο Ουίλιαμ Χ. Ράικερ και οι συνάδελφοί του και φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ ήταν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της μεταβολής.

Το 2000, έκανε την εμφάνιση του το κίνημα της Περεστρόικα στην πολιτική επιστήμη, ως αντίδραση ενάντια σε αυτό που οι υποστηρικτές του κινήματος αυτού ονόμασαν μαθηματικοποίηση της πολιτικής επιστήμης. Εκείνοι που υποστήριξαν το κίνημα αυτό υποστήριξαν την νομιμοποίηση της χρήσης μιας πληθώρας από επιστημονικές μεθοδολογίες και προσεγγίσεις για στην πολιτική επιστήμη, κάτι που κατά τους υποστηρικτές του κινήματος θα κάνει την επιστήμη πιο διακριτή και αξιόπιστη σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή.[5]

Ορισμένες θεωρίες που προέρχονται από τον κλάδο της εξελικτικής ψυχολογίας υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ένα εξαιρετικά ανεπτυγμένο σύνολο ψυχολογικών μηχανισμών που αφορούν την πολιτική. Ωστόσο, αυτοί οι μηχανισμοί είχαν δημιουργηθεί, σύμφωνα με ειδικούς της εξελικτικής ψυχολογίας, για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες που προέκυπταν από την παρουσία της πολιτικής μικρών ομάδων που χαρακτήριζε τα παλαιότερα χρόνια, και όχι τις πολύ πιο μεγαλύτερες και εκτεταμένες πολιτικές δομές και θεσμούς που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, η χρήση αυτής της θεωρίας της εξελικτικής ψυχολογίας περί των ψυχολογικών μηχανισμών που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος και αφορούν την πολιτική, εξηγούνται πολλά σημαντικά χαρακτηριστικά και συστηματικές γνωστικές προκαταλήψεις που καλύπτουν τις αρχές της τρέχουσας πολιτικής.[6]

  1. 1,0 1,1 1,2 Σ.Ι.Σεφεριάδης (2009). Πολιτική Επιστήμη Ι. http://panteion.academia.edu/Seferiades/Teaching/15206/Politike_Episteme_I: Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. σελ. 1. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Bevir, Mark (2022). «A History of Political Science» (στα αγγλικά). Cambridge University Press. doi:10.1017/9781009043458. ISBN 9781009043458. https://www.cambridge.org/core/elements/history-of-political-science/F1FADCBCCCCB95BB3B8DF694A0A805F3. 
  3. Bureau of Labor Statistics, U.S. Department of Labor. «How to Become a Political Scientist». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  4. Smith, Munroe (1886). «Introduction: The Domain of Political Science». Political Science Quarterly 1 (1): 2. doi:10.2307/2139299. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 January 2022. https://web.archive.org/web/20220118154703/https://www.jstor.org/stable/2139299. Ανακτήθηκε στις 18 January 2022. 
  5. Perestroika!: The Raucous Rebellion in Political Science (στα Αγγλικά). Yale University Press. 30 Σεπτεμβρίου 2005. ISBN 978-0-300-13020-1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2016. 
  6. Michael Bang Petersen. "The evolutionary psychology of mass politics". In Roberts, S.C. (2011). Roberts, S. Craig, επιμ. Applied Evolutionary Psychology. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-958607-3.