στιγμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στιγμή | οι | στιγμές |
γενική | της | στιγμής | των | στιγμών |
αιτιατική | τη | στιγμή | τις | στιγμές |
κλητική | στιγμή | στιγμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιγμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιγμή
- για το σημείο στίξης: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική point[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stiɣˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στιγ‐μή
- παλιότερος συλλαβισμός : στι‐γμή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιγμή θηλυκό
- μικρό χρονικό διάστημα
- η κατάλληλη ευκαιρία
- περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
- (γραμματική, παρωχημένο) τελεία (σημείο στίξης)
- ⮡ άνω στιγμή, διπλή στιγμή
- (μουσική) σημείο που τοποθετείται πάνω ή δίπλα στο σημείο της νότας, μεταβάλλοντας την ποιότητα ή την έντασή της
- (τυπογραφία) η μικρότερη μονάδα μέτρησης μεγέθους (1/72ο της ίντσας ή 1στ.=0,3528 χιλ.) των τυπογραφικών στοιχείων· δώδεκα στιγμές κάνουν ένα τετράγωνο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ανά πάσα στιγμή: οποτεδήποτε
- από στιγμή σε στιγμή: πολύ σύντομα
- μέχρι στιγμής: μέχρι τώρα, μέχρι αυτήν τη στιγμή
- (ούτε) στιγμή : καθόλου
- στη στιγμή: αμέσως
- την τελευταία στιγμή : στο τελευταίο χρονικό όριο, στο παρά πέντε
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα στιγμ-
- αυτοστιγμεί
- μονοστιγμίς
- στιγμιαία
- στιγμιαίος
- στιγμόμετρο
- στιγμιότυπο
- → και δείτε τη λέξη στίγμα
για άλλα θέματα → δείτε στίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελάχιστο χρονικό διάστημα
|
μονάδα της τυπογραφίας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στιγμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στιγμή | αἱ | στιγμαί |
γενική | τῆς | στιγμῆς | τῶν | στιγμῶν |
δοτική | τῇ | στιγμῇ | ταῖς | στιγμαῖς |
αιτιατική | τὴν | στιγμήν | τὰς | στιγμᾱ́ς |
κλητική ὦ! | στιγμή | στιγμαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στιγμᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στιγμαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιγμή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα στιγμ-
- στιγμιαῖος
- στιγμικός
- στιγμός
- → και δείτε τη λέξη στίγμα
για άλλα θέματα → δείτε στίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- στιγμή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στιγμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)