όρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρος | οι | όροι |
γενική | του | όρου | των | όρων |
αιτιατική | τον | όρο | τους | όρους |
κλητική | όρε | όροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- όρος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική «ὁ ὅρος» (αρσενικό με δασεία) < τὸ ὅριον (όριο)
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]όρος αρσενικό
- μια προϋπόθεση, μια κατάσταση για να ληφθεί μια απόφαση
- ↪ θα έρθω υπό έναν όρο: ...
- μια διάταξη, ένα μέρος μιας συμφωνίας
- ↪ Οι όροι της συμφωνίας δεν είναι ξεκάθαροι.
- ένα όριο
- εκφράσεις: εφ' όρου ζωής: μέχρι το τέλος της ζωής, για όλη τη διάρκεια του βίου (ενός ανθρώπου)
- στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα
- ↪ Οι βασικοί όροι μιας πρότασης είναι το υποκείμενο και το κατηγόρημα.
- ↪ οι όροι του κλάσματος
- (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει
- (στον κλάδο της ορολογίας) λεκτική κατασήμανση που αποτελείται από μία ή περισσότερες λέξεις και αποδίδει μια έννοια
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) έκφραση υπό όρους, πρόταση υπό όρους
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά: σημασία όριο
σημασία ορολογία όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα)
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όρος | τα | όρη |
γενική | του | όρους | των | ορέων |
αιτιατική | το | όρος | τα | όρη |
κλητική | όρος | όρη | ||
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- όρος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική τὸ ὄρος» (το βουνό, ουδέτερο με ψιλή) < → δείτε και τη λέξη ὄρνυμι (σηκώνομαι)
Ουσιαστικό 2
[επεξεργασία]όρος ουδέτερο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε και τα σύνθετα στο αρχαίο «ὄρος»
- ορο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως το όρος στο Βικιλεξικό
- ορει- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορει- στο Βικιλεξικό
- όπως ορειβάτης, ορείχαλκος
- ορεο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορεο- στο Βικιλεξικό
- όπως ορεογένεση
- ορεσι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορεσι- στο Βικιλεξικό
- όπως ορεσίβιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όρος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- όρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- όρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)