bored

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bored
συγκριτικός more bored
υπερθετικός most bored

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɔː(ɹ)d/

Επίθετο

[επεξεργασία]

bored (en)

  • βαριεστημένος, βαριέμαι
    ⮡  I am bored with the same old, same old.
    Είμαι βαριεστημένος με τα ίδια και τα ίδια.
    ⮡  When I was young, I used to get bored very easily.
    Όταν ήμουν νέος, βαριόμουν πολύ εύκολα.
    ⮡  I am on the third page and I have already gotten bored of this book.
    Είμαι στην τρίτη σελίδα και έχω ήδη βαρεθεί αυτό το βιβλίο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bored (en)