nana
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- nana < Anna
nana (fr) θηλυκό
- (οικείο) κορίτσι, φιλενάδα, γκόμενα
- ≈ συνώνυμα: gonzesse, nénette, pépée, souris
- (οικείο) κορίτσι, νεαρή γυναίκα
- les nanas et les mecs - τα κορίτσια και τα αγόρια