pretty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pretty
συγκριτικός prettier
υπερθετικός prettiest

pretty (en)

  1. χαριτωμένος, χρησιμοποιείται πιο συχνά για μια γυναίκα ή ένα κορίτσι που είναι ελκυστική αλλά η λέξη έχει λίγο λιγότερη έντονη σημασία από το beautiful
    ⮡  This girl is pretty, although she is not beautiful.
    Αυτή η κοπέλα είναι χαριτωμένη, αν και δεν είναι όμορφη.
  2. χαριτωμένος, για πράγμα ή τόπο που τον χαρακτηρίζει η απλή ομορφιά, που δεν επιβάλλεται με την πολυτέλεια, το μέγεθος, τη σοβαρότητα
    ⮡  a pretty little song - ένα χαριτωμένο τραγουδάκι
    ⮡  a pretty dress/piece of furniture - χαριτωμένο φόρεμα/έπιπλο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη cute

Επίρρημα

[επεξεργασία]

pretty (en) (χωρίς παραθετικά, μάλλον ανεπίσημο)

  • αρκετά, σε ικανοποιητικό, καλούτσικο βαθμό, αλλά όχι πολύ ικανοποιητικό
    ⮡  His English is pretty good.
    Τα αγγλικά του είναι αρκετά καλά.
    ⮡  I’m pretty optimistic.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quite

Συγγενικά

[επεξεργασία]