wearing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wearing
συγκριτικός more wearing
υπερθετικός most wearing

wearing (en)

  • κουραστικός, που κάνει κάποιον πολύ κουρασμένο ψυχικά ή σωματικά
    a wearing day - κουραστική ημέρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fatiguing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wearing (en)