wearing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | wearing |
συγκριτικός | more wearing |
υπερθετικός | most wearing |
wearing (en)
- κουραστικός, που κάνει κάποιον πολύ κουρασμένο ψυχικά ή σωματικά
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wearing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του wear