Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ομόλογο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομόλογο της Carl Zeiss-Stiftung του 1926

Ένα ομόλογο είναι ένα χρεόγραφο, για το οποίο ο εκδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει, στη λήξη της σύμβασης, την ονομαστική αξία αυτού και στην περίπτωση των ομολόγων με κουπόνι, σε τακτά προκαθορισμένα διαστήματα ποσό χρημάτων/τόκους (το κουπόνι). Άλλοι όροι μπορούν επίσης να συνδεθούν με την έκδοση ομολόγου, όπως η υποχρέωση για τον εκδότη να παρέχει ορισμένες πληροφορίες στον κάτοχο ομολόγων ή άλλοι περιορισμοί στη συμπεριφορά του εκδότη. Τα ομόλογα εκδίδονται γενικώς για ένα καθορισμένης διάρκειας χρονικό διάστημα (η λεγόμενη ωριμότητα), μεγαλύτερο του ενός έτους.

Ένα ομόλογο είναι απλώς ένα δάνειο, το οποίο αντλείται από τον εκδότη του δανείου όχι μέσω της τραπεζικής διαμεσολάβησης αλλά μέσω των κεφαλαιαγορών. Ο εκδότης είναι ο οφειλέτης, ο κάτοχος ομολόγων ο δανειστής και το κουπόνι (αν υπάρχει) είναι ο τόκος. Τα ομόλογα επιτρέπουν στον εκδότη να χρηματοδοτήσει μακροπρόθεσμες επενδύσεις με εξωτερικά κεφάλαια. Μπορεί κανείς λοιπόν να διακρίνει ότι τα στοιχεία που προσδίδουν σε ένα ομόλογο την ταυτότητά του είναι πρώτον ο εκδότης, δεύτερον το κουπόνι (αν υπάρχει) με βάση το οποίο θα γίνονται οι τακτικές πληρωμές και τρίτον η χρονική διάρκεια της σύμβασης. Χρεόγραφα με ωριμότητα μικρότερη του ενός έτους είναι είτε έντοκα γραμμάτια[1] ή συναλλαγματικές, και θεωρούνται εργαλεία της αγοράς χρήματος.

Τα ομόλογα και οι μετοχές είναι και τα δύο χρεόγραφα, αλλά η διαφορά είναι ότι οι κάτοχοι μετοχών είναι ιδιοκτήτες ενός μέρους (τμήματος) της εκδότριας εταιρείας (έχουν εταιρικό μερίδιο), ενώ οι κάτοχοι ομολόγων είναι στην ουσία δανειστές του εκδότη. Επίσης τα ομόλογα έχουν συνήθως έναν καθορισμένο χρόνο ή ωριμότητα, μετά την πάροδο της οποίας το ομόλογο εξαγοράζεται ενώ οι μετοχές μπορούν να είναι, κατά κάποιο τρόπο, αόριστου χρόνου. Τέλος, η πληρωμή του αντίστοιχου κουπονιού ενός ομολόγου προηγείται της απόδοσης μερίσματος από την αντίστοιχη εταιρεία (γεγονός πολύ σημαντικό σε περίπτωση πτώχευσης της εταιρείας και επιπλέον, ο κάτοχος του ομολόγου μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη στην περίπτωση που δεν του αποδοθεί το κουπόνι του, ενώ με το μέρισμα μιας μετοχής δεν ισχύει κάτι τέτοιο).

Βασικά περί ομολόγων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Εκδότης: Είναι ο χρηματοοικονομικός οργανισμός (τράπεζα, εταιρεία, κράτος) ο οποίος δανείζεται κεφάλαια από τους επενδυτές με την έκδοση του ομολόγου.
  • Τοκομερίδιο ή κουπόνι: Οι περιοδικές πληρωμές τόκου που καταβάλλονται στον κάτοχο του ομολόγου.
  • Απόδοση (αγγλ. yield): Το καθαρό κέρδος από την αγορά των οµολόγων, το οποίο βασίζεται στην τιμή αγοράς και τον τόκο που θα αποκομίζει μέσω των κουπονιών ο επενδυτής.
  • Απόδοση στη λήξη (αγγλ. yield to maturity): Η απόδοση που αποφέρει ένα ομόλογο από την ημερομηνία αγοράς έως την ημερομηνία λήξης του.
  • Απόδοση κατά την ημερομηνία εξαγοράς (αγγλ. yield to call): Η απόδοση που αποφέρει ένα ομόλογο από την ημερομηνία αγοράς µέχρι την ηµεροµηνία εξαγοράς του από τον εκδότη του.

Κυριότερα χαρακτηριστικά των ομολόγων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ονομαστική Αξία (Face Value): είναι το αρχικό ποσό έκδοσης του χρεογράφου το οποίο ο εκδότης υπόσχεται να αποπληρώσει στην ημερομηνία λήξης του ομολόγου.
  • Τιμή (Price): Η τιμή του ομολόγου ορίζεται με βάση το εκατό (100), το οποίο αντιστοιχεί στην ονομαστική του αξία. Όταν η τιμή του ομολόγου είναι υψηλότερη από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπέρ το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με ανατίμηση (premium). Όταν η τιμή του ομολόγου είναι χαμηλότερη από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπό το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με έκπτωση (discount). Με βάση τα ανωτέρω, διακρίνουμε τις εξής τιμές:
  1. Τιμή Έκδοσης (Issue Price): Είναι η τιμή στην οποία διατίθεται το ομόλογο από τον εκδότη του, κατά την έκδοσή του.
  2. Τιμή Αγοράς: Είναι η τιμή στην οποία ο επενδυτής αγοράζει το ομόλογο.
  3. Τιμή Πώλησης: Είναι η τιμή στην οποία ο επενδυτής πουλάει το ομόλογο.
  4. Τιμή Αποπληρωμής (Redemption Price): Είναι η τιμή στην οποία αποπληρώνει ο εκδότης τον επενδυτή, κατά την λήξη του ομολόγου.
  • Ονομαστικά ή «εις τον κομιστή».
  • Ημερομηνία Έκδοσης (Issue Date): Είναι η ημερομηνία που εκδίδεται το ομόλογο.
  • Ημερομηνία Λήξης (Maturity Date): Είναι η ημερομηνία λήξης του ομολόγου.
  • Επιτόκιο/ Τοκομερίδιο έκδοσης:Είναι το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι του ομολόγου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (συνήθως μήνας, τρίμηνο, εξάμηνο, ή έτος) και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%), επάνω στην ονομαστική αξία του ομολόγου. Το κουπόνι, το οποίο ορίζεται κατά την έκδοση του ομολόγου, μπορεί να είναι σταθερό ή κυμαινόμενο.
  • Επιτόκιο Έκδοσης (coupon rate): Υπάρχουν ομόλογα σταθερού επιτοκίου (fixed rate bond), δηλαδή ομόλογα που πληρώνουν το ίδιο τοκομερίδιο σε όλη την διαρκή της ζωής τους, και ομόλογα μεταβλητού ή κυμαινόμενου επιτοκίου (adjustable, variable rate bond), δηλαδή ομόλογα των οποίων το επιτόκιο μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της ζωής τους σύμφωνα με κάποιο άλλο βασικό επιτόκιο. Για παράδειγμα τα γραμμάτια κυμαινόμενου επιτοκίου, είναι γραμμάτια τα οποία έχουν ένα επιτόκιο το οποίο δεν είναι σταθερό αλλά κυμαίνεται ανάλογα με τα επιτόκια της αγοράς. Το ποσό του τοκομεριδίου κάθε γραμματίου κυμαινόμενου επιτοκίου θα είναι συνδεδεμένο με ένα επιτόκιο αναφοράς, δηλαδή ένα βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της αγοράς.
Παράδειγμα: Ένα συνηθισμένο επιτόκιο αναφοράς για τα ομόλογα που αποτιμώνται σε ευρώ είναι το EURIBOR. Ένα ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου μπορεί να εκδοθεί π.χ. με επιτόκιο EURIBOR + 2%. Αυτό σημαίνει ότι ο εκδότης θα πληρώνει στον κάτοχο τοκομερίδια 2% πάνω από το εκάστοτε επιτόκιο EURIBOR. Το ποσοστό μεταξύ του επιτοκίου του τοκομεριδίου και του επιτοκίου αναφοράς είναι το λεγόμενο περιθώριο (margin).
  • Συχνότητα τοκομεριδίου (coupon frequency) Τα τοκομερίδια καθορίζονται από το επιτόκιο έκδοσης και η συχνότητα πληρωμής τους διαφέρει από έκδοση σε έκδοση.
Παράδειγμα: Τα τοκομερίδια σε κρατικά ομόλογα συνήθως πληρώνονται μία φορά τον χρόνο, εκτός των τοκομεριδίων ομολογιών Η.Π.Α. όπου η πληρωμή γίνεται δύο φορές το χρόνο.
  • Ωρίμαση (maturity)
  • Δεδουλευμένος Τόκος (Accrued Interest): Είναι ο οφειλόμενος από τον εκδότη αλλά μη απαιτητός ακόμα από τον επενδυτή (κάτοχο του ομολόγου) τόκος που έχει σωρευτεί μεταξύ της ημερομηνίας τελευταίας πληρωμής τοκομεριδίου και της ημερομηνίας πώλησης του ομολόγου.
  • Δικαιώματα ανάκλησης ή επιστροφής.
  • Μετατρέψιμα σε μετοχές ή άλλα αξιόγραφα
  • Εγγύηση/Ενέχυρο ομολόγου
  • Εύλογη Αξία (Fair Value): Είναι το άθροισμα της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματοροών του ομολόγου (κουπόνια και ονομαστικό ποσό στη λήξη).
  • Απόδοση μέχρι τη Λήξη (Yield to Maturity): Είναι η απόδοση που θα αποκομίσει ο επενδυτής ενός ομολόγου κρατώντας το έως την λήξη του και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%).
  • Απλό Περιθώριο (Quoted Margin): (είναι χαρακτηριστικό των ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου). Το Απλό Περιθώριο είναι το σταθερό ποσοστό κατά το οποίο το τοκομερίδιο του ομολόγου διαφέρει από το επιτόκιο αναφοράς. Παραδείγματος χάριν, εάν ένα ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου πληρώνει τοκομερίδιο LIBOR + 2%, το 2% αποτελεί το απλό περιθώριο του ομολόγου,καθορίζεται κατά την έκδοση του ομολόγου και είναι συνήθως σταθερό μέχρι την ημερομηνία λήξης του. Το Απλό Περιθώριο μπορεί επίσης να μην αναφέρεται ως ποσοστό επί της εκατό, αλλά σε μονάδες βάσης (Basis Points), όπου οι 100 μονάδες βάσης αντιστοιχούν σε 1%.
  • Προεξοφλητικό Περιθώριο (Discount Margin): Στα ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου, το προεξοφλητικό περιθώριο (discount margin) εκφράζει το περιθώριο (margin) του ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς, βάση της τρέχουσας τιμής, το απλό περιθώριο (quoted margin) και της υπολειπόμενης διάρκειας του ομολόγου μέχρι την λήξη του. Το προεξοφλητικό επιτόκιο μεταβάλλεται κατά την διάρκεια ζωής του ομολόγου βάσει των προαναφερθέντων παραγόντων.
  • Διαβάθμιση Εξασφάλισης: Προτεραιότητα κάλυψης των απαιτήσεων των κατόχων σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας του εκδότη.
Senior Debt Instruments: Τίτλοι υψηλής εξασφάλισης
Subordinated Debt Instruments: Τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης
Tier 2 Capital: Συμπληρωματικά Ίδια Κεφάλαια.
Lower Tier 2 Capital: Πρόσθετα Συμπληρωματικά Κεφάλαια.
Upper Tier 2 Capital: Κύρια Συμπληρωματικά Κεφάλαια.
Tier 1 Capital: Βασικά Ίδια Κεφάλαια.
Lower Tier 1 Capital: Πρόσθετα Βασικά Ίδια Κεφάλαια
Upper Tier 1 Capital: Κύρια Βασικά Ίδια Κεφάλαια
  • Πιστοληπτική Διαβάθμιση: Αφορά την κατάταξη των ομολόγων με βάση τον πιστωτικό κίνδυνο που αυτά εμπεριέχουν και ο οποίος απορρέει κυρίως από τον εκδότη τους. Εξωτερικοί Οργανισμοί Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (Ε.Ο.Π.Α.) εκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο (κίνδυνος πτώχευσης) των εκδοτών των ομολόγων όπως κυβερνήσεων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και γενικά των εκδοτών χρεογράφων σταθερού εισοδήματος. Αναλυτικότερα, οι Ε.Ο.Π.Α. συγκεντρώνουν και διασταυρώνουν πληροφορίες από πολλές πηγές που αφορούν τον εκδότη των χρεογράφων,την αγορά στην οποία αναπτύσσει τη δραστηριότητά του, τη γενική οικονομική του κατάσταση, τη φύση του χρεογράφου και γενικότερα την ικανότητα του εκδότη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στον κάτοχο ομολόγου. Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να αξιολογούνται από τους επενδυτές, οι οποίοι πρέπει να σταθμίζουν τους πιθανούς κινδύνους μη αποπληρωμής ή πτώσης της αγοραίας τιμής των ομολόγων. Λόγω των διαφόρων τύπων των εκδιδόμενων χρεογράφων, για παράδειγμα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα ομόλογα που αντιπροσωπεύουν χρέος υψηλής ή μειωμένης εξασφάλισης, διαφορετικά χρεόγραφα (Issues) του ίδιου εκδότη μπορούν να έχουν διαφορετική αξιολόγηση. Η τιμή των ομολόγων επηρεάζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την πιστοληπτική τους διαβάθμιση και από τυχόν αλλαγή της κατά τη διάρκεια της ζωής του ομολόγου. Οι τρεις πιο γνωστοί Ε.Ο.Π.Α. που αναπτύσσουν τη δράση τους σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιούν τις εξής κλίμακες για την πιστοληπτική διαβάθμιση των ομολόγων:
ο Standards and Poor’s και Fitch:
Μακροπρόθεσμη Αξιολόγηση: AAA, AA+, AA, AA-, A+, A, A-, BBB+, BBB, BBB-, ΒΒ+, ΒΒ, ΒΒ-, Β+, Β, Β-, CCC+, CCC, CCC-, CC, C, RD, D.
Βραχυπρόθεσμη Αξιολόγηση: F1+,F1, F1-, F2, F3,B, C, D.
ο Moody’s Investors Service:
Μακροπρόθεσμη Αξιολόγηση: Aaa, Aa1, Aa2, Aa3, A1, A2, A3, Baa1, Baa2, Baa3, Ba1, Ba2, Ba3, B1, B2, B3, Caa1, Caa2, Caa3, Ca, C.
Βραχυπρόθεσμη Αξιολόγηση: P-1, P-2, P-3, NP.
  • Διάρκεια Ομολόγου
  1. Η διάρκεια αποτελεί ένα μέτρο της ταχύτητας αποπληρωμής ενός ομολόγου και επιτρέπει την σύγκριση ομολόγων με διαφορετικούς τρόπους αποπληρωμής και ίδια ημερομηνία λήξης. Ένας απλός τρόπος υπολογισμού είναι ο Bond duration
  2. Η διάρκεια είναι επίσης χρήσιμη ως μέτρο κινδύνου γιατί αποτελεί προσέγγιση της ευαισθησίας της αγοραίας αξίας ενός ομολόγου στις μεταβολές του επιτοκίου.

Η επένδυση σε ομόλογα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ομόλογα αγοράζονται και διακινούνται κυρίως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι κεντρικές τράπεζες, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία, συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες και τράπεζες. Οι ομολογίες γενικά θεωρούνται από τις ασφαλέστερες επενδύσεις, αλλά αυτή η αντίληψη είναι μόνο εν μέρει σωστή.

  • Επένδυση σε ομόλογα μικρής και μέσης διάρκειας.
  • Επένδυση σε ομόλογα µε διαφορετική ημερομηνία λήξης. (laddered portfolio, δηλαδή κάθε βαθμίδα της κλίμακας αποτελείται από ομόλογα µε διαφορετική ημερομηνία λήξης, από 1 χρόνο μέχρι 10 χρόνια). Με τη λήξη ενός ομολόγου 1 χρόνου γίνεται επανεπένδυση σε γραμμάτιο λήξης 10 χρόνων. Σαν αποτέλεσμα υπάρχει σταθερό ετήσιο εισόδημα για επανεπένδυση, ανεπηρέαστο από τις μεταβολές των επιτοκίων μια και η κατανομή του κεφαλαίου είναι σε ομόλογα διαφορετικών αποδόσεων.
  • Επένδυση σε ομολογιακό αμοιβαίο κεφάλαιο, έτσι υπάρχει ωφέλεια από όλα τα πλεονεκτήματα των αμοιβαίων κεφαλαίων. Σημαντικό είναι ότι η ρευστοποίηση ενός ομολογιακού κεφαλαίου είναι πιο εύκολη από την ρευστοποίηση των ομολόγων

Ορισµένα πλεονεκτήµατα που διακρίνονται στα οµόλογα είναι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σταθερό εισόδηµα σε τακτά χρονικά διαστήµατα.
  • Το εισόδηµα από συγκεκριµένες κατηγορίες οµολόγων δεν φορολογείται.
  • Πληθωρισμός: Σε περίπτωση ομολόγων σταθερού επιτοκίου υπάρχει πιθανότητα η αξία των ομολόγων να διαβρωθεί από τον πληθωρισμό.
  • Επιτόκια: Οι τιμές των ομολόγων κινούνται σε αντίθετη τροχιά µε τις τιμές των επιτοκίων. Άρα όταν υπάρχει αύξηση στα επιτόκια υπάρχει μείωση στις τιμές των ομολόγων ενώ οι τιμές των ομολόγων αυξάνονται όταν υπάρχει μείωση στα επιτόκια.
  • Πιστοληπτικός Κίνδυνος: Υπάρχει κίνδυνος ο εκδότης να είναι χαμηλής οικονομικής φερεγγυότητας και να αδυνατεί να αποπληρώσει το χρέος του στον επενδυτή.
  • Κίνδυνος Ρευστότητας: Η ρευστοποίηση των ομολόγων εξαρτάται από τη προσφορά ή τη ζήτηση. Υπάρχει ζήτηση για ομόλογα υψηλής φερεγγυότητας αλλά όχι για επισφαλή ομόλογα.

Τα ομόλογα κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες:

  • Ανάλογα µε την ιδιότητα του εκδότη, δηλαδή αν ο εκδότης είναι το δηµόσιο ή ιδιωτικές εταιρίες. Έτσι τα ομόλογα διακρίνονται σε κρατικά και εταιρικά, δημοτικά, υπερεθνικά ή διεθνή.
  • Ανάλογα με τον Εκδότη
  • Ανάλογα µε το είδος του επιτοκίου (τοκομερίδιο) που πληρώνουν διακρίνονται σε σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου.
  • Ανάλογα µε τον τρόπο είσπραξης των αποδόσεων, υπάρχουν ομόλογα µε κουπόνι και ομόλογα χωρίς κουπόνι (zero coupon bonds).
  • Ανάλογα µε την διάρκεια ζωής τους, υπάρχουν ομόλογα διάρκειας μερικών μηνών έως και ομόλογα που δεν έχουν λήξη (διηνεκείς ομολογίες) όπου το κουπόνι καταβάλλεται από τον εκδότη επ' άπειρο. Τα ομόλογα λαμβάνουν πιστοληπτική αξιολόγηση η οποία εξαρτάται από την οικονομική φερεγγυότητα των εκδοτών, καθώς και από την ικανότητα εξόφλησης των οφειλών τους. Το έργο της αξιολόγησης των εκδοτών αναλαμβάνουν εξειδικευμένοι διεθνείς οίκοι ( S & P, Moody´s, Fitch ). Ανάλογα µε την πιστοληπτική αξιολόγηση που λαµβάνει ένα ομόλογο κατηγοριοποιείται σε υψηλής φερεγγυότητας (investment bonds), (βαθμολόγηση ΑΑΑ – ΒΒΒ από S &P) και χαμηλής φερεγγυότητας / επισφαλές ομόλογο (junk bond) (βαθμολόγηση από ΒΒ - C από S & P). Η πιστοληπτική ικανότητα των ομολόγων είναι άμεσα συνδεδεμένη µε την απόδοση τους. Τα ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας έχουν υψηλότερη απόδοση 1 (yield) σε σχέση µε αυτή των ομολόγων καλύτερης πιστοληπτικής ικανότητας
  • Αναλόγως με το κουπόνι και το είδος των πληρωμών
    • Ομόλογα που διαπραγματεύονται με έκπτωση από την ονομαστική τους αξία και πραγματοποιούν μόνο μια καταβολή κεφαλαίου στην λήξη τους (αγγλικά: discount securities):
  1. Έντοκο γραμμάτιο (αγγλικά: treasury bill). Τίτλοι μικρής διάρκειας, οι οποίοι πωλούνται στους επενδυτές σε χαμηλότερη τιμή από την τελική ονομαστική τους αξία. Έχουμε εκδόσεις διάρκειας 13, 26 και 52 εβδομάδων.
  2. Ομόλογο μηδενικού επιτοκίου (Zero coupon bond). Ομόλογα που δεν προβλέπουν ενδιάμεσες πληρωμές κουπονιών. Συνήθως έχουν διάρκεια από 1 έως 3 χρόνια. Υπάρχει μια αρχική πληρωμή από τον αγοραστή προς τον εκδότη και μία τελική πληρωμή προς εκείνον που προσκομίζει το ομόλογο. Η απόδοση για τον επενδυτή και σε αυτή την κατηγορία των ομολόγων προκύπτει από τη χαμηλότερη (σε σχέση με την τελική πληρωμή) τιμή αγοράς του ομολόγου. Η ουσιώδης ιδιότητα των zero coupons είναι ότι απαλλάσσει τον επενδυτή από το πρόβλημα της επανεπένδυσης των τόκων που θα εισέπραττε σε κάθε πληρωμή κουπονιού. Δεν είναι έτσι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να αναγκαστεί να επανεπενδύσει τις εισπράξεις των κουπονιών σε χαμηλότερα επιτόκια.
    • Ομόλογα που πραγματοποιούν πολλές περιοδικές πληρωμές τοκομεριδίων πριν την λήξη τους και μία τελική πληρωμή κεφαλαίου (αγγλικά: coupon bonds):
  1. Σταθερού επιτοκίου (αγγλικά: fixed coupon). Η πιο διαδεδομένη και απλή μορφή ομολόγων. Είναι τίτλοι μέσης και μεγάλης διάρκειας. Το επιτόκιο με βάση το οποίο υπολογίζεται η κάθε πληρωμή, είναι σταθερό για όλη τη διάρκεια ζωής των ομολόγων ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Η τακτικότητα των πληρωμών είναι ανά εξάμηνο ή ανά χρόνο.
  2. Κυμαινόμενου επιτοκίου (αγγλικά: floating rate note). Πρόκειται για ομόλογα στα οποία το επιτόκιο κάθε περιόδου (από κουπόνι σε κουπόνι) αναπροσαρμόζεται με βάση κάποιον δείκτη, κάποιο δηλαδή επιτόκιο βάσης. Επί του επιτοκίου αυτού υπάρχει συνήθως ένα περιθώριο (spread) που αντιπροσωπεύει ένα είδος ασφαλίστρου και εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη και την διάρκεια του ομολόγου. Η τακτικότητα των πληρωμών, των τοκομεριδίων ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου είναι ανά τρίμηνο, ανά εξάμηνο ή ανά χρόνο, ανάλογα με την συχνότητα του επιτοκίου βάσης. Για παράδειγμα ένα επταετές ομόλογο του Ελληνικού δημοσίου κυμαινόμενου επιτοκίου, φέρει τοκομερίδιο που για κάθε περίοδο ισούται με το επιτόκιο του ετησίου εντόκου γραμματίου που ισχύει κατά την ημέρα ανανέωσης του τοκομεριδίου συν κάποιο περιθώριο. Στις ευρωαγορές σαν επιτόκιο αναφοράς χρησιμοποιείται συχνά το εξάμηνο Euribor. Με την αγορά ενός ομολόγου κυμαινόμενου επιτοκίου ο επενδυτής εξασφαλίζει για μια μακροχρόνια επένδυση επιτόκια κοντά στις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.
  3. Τιμαριθμοποιημένα (ομόλογα συνδεδεμένα με κάποιο δείκτη). Πρόκειται για πιο εξειδικευμένες εκδόσεις ομολόγων. Φέρουν μεν σταθερό επιτόκιο, αλλά προκειμένου να υπολογιστεί η αξία του τοκομεριδίου λαμβάνεται υπόψη μια μεταβαλλόμενη ονομαστική αξία. Χρησιμοποιείται γι’ αυτό κάποιος δείκτης με βάση τον οποίο αναπροσαρμόζεται η αξία επί της οποίας εφαρμόζεται το σταθερό επιτόκιο. Τέτοια κυβερνητικά ομόλογα χρησιμοποιούν συχνά τον δείκτη του πληθωρισμού. Έτσι παρέχουν προστασία στους επενδυτές από μια άνοδο του πληθωρισμού ή εξασφαλίζουν μια ελάχιστη σταθερή απόδοση σε περίπτωση αρνητικής μεταβολής αυτού. Εταιρείες εκδίδουν συνήθως ομόλογα συνδεδεμένα με τον δείκτη τιμών του χρηματιστηρίου.
  4. Ομόλογα με δικαίωμα ανάκλησης ή πρόωρης εξόφλησης. Επίσης εξειδικευμένες εκδόσεις ομολόγων. Διαφέρουν από τα απλά ομόλογα ως προς το ότι ενσωματώνουν δικαιώματα αγοράς τους από τον εκδότη τους πριν την λήξη τους, ή δικαιώματα πώλησης από τον κάτοχό τους στον εκδότη πριν τη λήξη τους, σε προκαθορισμένες τιμές και χρονικές στιγμές.

Ομολογίες που εκδίδονται σε ξένο νόμισμα και τύποι μερικών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένες εταιρείες, τράπεζες, κυβερνήσεις κτλ. μπορούν να αποφασίσουν να εκδώσουν ομόλογα σε ξένα νομίσματα, διότι μπορεί να φαίνεται να είναι πιο σταθερά και προβλέψιμα από το εθνικό τους νόμισμα. Η έκδοση ομολόγων σε ξένο νόμισμα, δίνει επίσης στους εκδότες τη δυνατότητα πρόσβασης σε επενδυτικά κεφάλαια διαθέσιμα σε ξένες αγορές. Τα έσοδα από την έκδοση των ομολόγων αυτών μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εταιρίες για να μπορέσουν να έχον πρόσβαση σε ξένες αγορές, ή μπορεί να θέλουν να τα μετατρέψουν στο τοπικό νόμισμα τους για να χρησιμοποιηθούν σε υφιστάμενες δραστηριότητες μέσω της χρήσης των ξένων φραχτών ανταλλαγής νομισμάτων. Ξένα ομόλογα εκδοτών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση συναλλαγματικών κινδύνων. Ορισμένα ξένα ομόλογα είναι γνωστά από τα παρατσούκλια τους, όπως το "ομόλογο σαμουράι." Αυτά μπορούν να εκδίδονται από ξένους εκδότες που επιθυμούν να διαφοροποιήσουν τη βάση των επενδυτών τους από τις εγχώριες αγορές. Αυτές οι εκδόσεις ομολόγων κατά γενικό κανόνα, διέπονται από το δίκαιο της αγοράς της έκδοσης, για παράδειγμα, ένα ομόλογο σαμουράι, που εκδίδεται από έναν επενδυτή με έδρα την Ευρώπη, θα διέπεται από την ιαπωνική νομοθεσία. Τα ακόλουθα ομόλογα δεν περιορίζονται όλα για αγορά από τους επενδυτές στην χώρα-αγορά της έκδοσης τους.

Ορισμένα είναι:

  • Yankee ομόλογο, εκδίδεται σε δολάρια ΗΠΑ από χώρα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις ΗΠΑ.
  • Καγκουρό ομόλογο, εκδίδεται σε δολάρια Αυστραλίας από χώρα εκτός της Αυστραλίας για την Αυστραλία.
  • Σαμουράι ομόλογο, εκδίδεται σε γιεν από χώρα εκτός της Ιαπωνίας για την Ιαπωνία.
  • Πάντα ομόλογο, εκδίδεται σε κινεζικό γουάν από χώρα εκτός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας για την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
  • Ομόλογα Ευρωδολαρίων, ένα ομόλογο σε χρηματική μονάδα έκδοσης δολάρια Αμερικής που εκδίδεται από χώρα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
  • Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (Τράπεζα της Ελλάδος).[1]

Περίπτωση Ευρώ-ομολόγου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ευρω-ομόλογο ήταν μια έμπνευση του πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου και προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνγκερ. Ουσιαστικά το ευρω-ομόλογο σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα δανείζονται ενιαία και όχι το καθένα ξεχωριστά.

Πλεονεκτήματα ευρώ-ομολόγου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το να δανείζεται η Ευρωζώνη ενιαία και όχι κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά θα έχει θετική επίπτωση στο επιτόκιο δανεισμού, αφού είναι διαφορετικό να υπάρχει ένας “συνασπισμός” κρατών που δανείζονται όλα μαζί σαν ένα και διαφορετικά να προσπαθεί κάθε κράτος-μέλος να τα βγάλει πέρα. Όσο περισσότερα τα κράτη-μέλη που δανείζονται ταυτόχρονα, τόσο καλύτερες εγγυήσεις μπορούν να μπουν για τους δανειστές. Με άλλα λόγια, χώρες όπως η Ελλάδα,η Πορτογαλία,η Ιρλανδία κ.ο.κ θα μπορούσαν να απαλλαγούν από το βραχνά του υψηλού (έως τοκογλυφικού) επιτοκίου των αγορών.

Υπάρχουν τρεις λόγοι για τη θέσπιση ευρωπαϊκού ομολόγου, οι οποίοι προβάλλονται είτε μαζί είτε χώρια, ανάλογα με το τι θέλει εκείνος που τους προβάλλει. Ο πρώτος είναι πρακτικός – δημοσιονομικός. Οι υποστηρικτές του ευρωομολόγου θεωρούν, δικαίως, ότι ένα ομόλογο με την εγγύηση της Ένωσης –είτε της ίδιας ως νομικής προσωπικότητας είτε ενός οργανισμού που θα φτιαχτεί επί τούτου– θα είναι λιγότερο εκτεθειμένο στην κερδοσκοπία και θα έχει χαμηλότερη απόδοση για τους αγοραστές του, δηλαδή χαμηλότερο επιτόκιο και δεν θα επιβαρύνονται υπερβολικά οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών. Επομένως, λένε, δεν θα χρειάζεται κάθε τόσο η Ένωση να φροντίζει εκ των ενόντων να στηρίξει ένα μέλος της που κινδυνεύει, όπως τώρα την Ελλάδα και την Ιρλανδία, αφού τα κράτη μέλη θα μπορούν να δανείζονται με ενιαίο και χαμηλό επιτόκιο. Ο δεύτερος λόγος είναι νομισματικός. Με αυτόν τον τρόπο, λένε οι υποστηρικτές του ευρωομολόγου, η Ευρωζώνη θα γίνει πιο ελκυστικός τόπος χρηματικών επενδύσεων, τα ευρωπαϊκά ομόλογα θα ανταγωνίζονται τα ομοσπονδιακά ομόλογα των ΗΠΑ στη διεθνή αγορά, το ευρώ θα αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα και θα ενισχύσει τη θέση του ως νόμισμα στο οποίο τοποθετούν τα κράτη τα αποθέματά τους. Ο τρίτος λόγος είναι πολιτικός . Με το ευρωομόλογο, λέγεται ορθά, θα συνδεθούν οπωσδήποτε ρυθμίσεις διαχείρισής του, κι έτσι θα ενισχυθεί η συνοχή της Ένωσης. Επιπλέον, αν και το ομόλογο θα εκδοθεί για τις ανάγκες των κρατών μελών, σύντομα, αφού θα υπάρχει, η χρήση του θα επεκταθεί για επενδύσεις σε ενωσιακό επίπεδο, σαν τα «δίκτυα» που είχε προτείνει ο Ζακ Ντελόρ, όταν ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτό θα απαιτήσει σταδιακά αύξηση του προϋπολογισμού κ.ο.κ. Οι αντιρρήσεις που προβάλλονται είναι δύο. Πρώτον, ότι ένα ομόλογο που το εκδίδουν όλες οι χώρες μαζί, θα έχει επιτόκιο που θα αντανακλά ακριβώς αυτόν τον συνδυασμό, και επομένως θα είναι υψηλότερο από το επιτόκιο που πληρώνουν σήμερα π.χ. η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία ή η Αυστρία. Αυτές οι χώρες λοιπόν θα επιβαρύνονται περισσότερο από όσο τώρα, για να στηρίξουν τον δανεισμό κρατών σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Δεύτερον, το σχετικά χαμηλό επιτόκιο των ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι κίνητρο γι’ αυτές τις χώρες να πάψουν να τηρούν δημοσιονομική πειθαρχία. Θα συνεχίσουν να δανείζονται ακόμα περισσότερο, και στο τέλος η κρίση χρέους που θέλει να καταπολεμήσει το ευρωομόλογο θα επανέλθει.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]