Πλιάσα
Πλιάσα | |
---|---|
40°41′0″N 20°51′0″E | |
Χώρα | Αλβανία |
Γεωγραφική υπαγωγή | Νομός Κορυτσάς |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) ώρα Κεντρικής Ευρώπης θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Η Πλιάσα (αλβ: Plasë) είναι χωριό του νομού Κορυτσάς της Αλβανίας εντός των ορίων του δήμου Μαλίκ. Βρίσκεται σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την πόλη της Κορυτσάς.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραδοσιακά στην Πλιάσα κατοικούσε ένας σημαντικός αριθμός Βλάχων, μεγάλο ποσοστό των οποίων κατά τη χειμερινή περίοδο μετακινείτο τα παλαιότερα χρόνια προς τη Θεσσαλία όπου και διαχείμαζε[1], ακολουθώντας μια τακτική επιβεβλημένη από την κτηνοτροφική ασχολία των περισσότερων εξ αυτών. Παράλληλα, αποτελούσε έδρα της ισχυρής φεουδαρχικής μουσουλμανικής οικογένειας των Σινάν[2]. Κατά το 1878 ο χριστιανικός πληθυσμός του οικισμού μειώθηκε σημαντικά καθώς 135 βλάχικες οικογένειες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού Μαγνησίας[3].
Σύμφωνα με τον Γερμανό γλωσσολόγο Γκούσταβ Βάιγκαντ που επισκέφτηκε την περιοχή την περίοδο 1889-1890, η Πλιάσα ήταν χωρισμένη σε δύο συνοικίες, μια μουσουλμανική και μια χριστιανική (βλάχικη)[4]. Κατά τον ερευνητή, η χριστιανική συνοικία είχε πληθυσμό 500 ατόμων ενώ αρκετοί από τους βλαχόφωνους ήταν ρουμανικής εθνικής συνείδησης[5] (τάση που εμφανίστηκε στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 1860 μέσω των προσπαθειών ρουμανικών κύκλων[6]). Επιπλέον από το 1881 λειτουργούσε ρουμανικό σχολείο στο οποίο κατά το 1890 φέρονται να φοιτούσαν 73 μαθητές[7].
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, μεγάλο μέρος των χριστιανών κατοίκων της Πλιάσας όντες ρουμανικής εθνικής συνείδησης, τάχτηκαν στο πλευρό των κομιτατζήδων αλλά και των ρουμανόβλαχων ενόπλων που συνεργάζονταν με το Βουλγαρικό Κομιτάτο, αναδεικνύοντας διάφορους αρχηγούς ένοπλων ομάδων, με κυριότερους τους Βούλγαρους κομιτατζήδες Μήτρο Βλάχο και Αποστόλ Κοτσκόνα αλλά και τον ρουμανόβλαχο οπλαρχηγό Ατανάς Νάστα. Παράλληλα δεν αναγνώριζαν την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της ελληνορθόδοξης μητρόπολης Κορυτσάς. Το 1905 η εκκλησία του χωριού πραγματοποιούσε τη λειτουργία στα ρουμανικά[8] με αποτέλεσμα σώμα μακεδονομάχων υπό τον Κωνσταντίνο Γκούτα να εισβάλει στον οικισμό και να καταστρέψει τα ρουμάνικα λειτουργικά βιβλία[6] σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τον πληθυσμό να επιστρέψει στους κόλπους της μητρόπολης. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών υπό τον Λάκη Νταηλάκη πραγματοποίησε επιχείρηση εναντίον τοπικών βουλγαρικών και ρουμανικών σωμάτων ενώ δύο μήνες αργότερα, ο ίδιος οπλαρχηγός κατάφερε να διαλύσει την ένοπλη ομάδα των ντόπιων Κοτσκόνα και Νάστα[9] (αργότερα η τσέτα του Κοτσκόνα ανασυντάχθηκε και έδρασε μέχρι τη χορήγηση αμνηστίας από τους Νεότουρκους κατά το 1908)[10].
Το 1906 ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, προσπάθησε να επισκεφτεί την Πλιάσα για να τελέσει την θεία λειτουργία στα ελληνικά, προπηλακίστηκε όμως από μερίδα των κατοίκων και αποχώρησε[6]. Μετά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους και τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, ορισμένες οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων με ελληνική εθνική συνείδηση εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα[11].
Στη σημερινή εποχή, η Πλιάσα αποτελεί ένα από τα χωριά της νοτιοανατολικής Αλβανίας όπου εντοπίζονται ακόμη ομιλητές της βλάχικης γλώσσας[12].
Προσωπικότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την Πλιάσα κατάγονταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες Μήτρος Βλάχος[13][14] και Αποστόλ Κοτσκόνα, ο Αθανάς Νάστα (ρουμανόβλαχος οπλαρχηγός), ο ιερέας Λάμπρος Μπαλαμάτση[6] (σημαντική προσωπικότητα των ρουμανόβλαχων της ΝΑ Αλβανίας που σκοτώθηκε κατά την εξέγερση της Κορυτσάς[15]) και ο Ρουμάνος ποιητής Βασίλε Μούσι[16].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Weigand, Gustav (2001). Λαζάρου, Αχιλλέας, επιμ. Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι). Β΄. Μετάφραση από τον Thede Kahl. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 200.
- ↑ «Περιηγητές της Μακεδονίας > Περιηγητές > Walker > Πλίασσα». sightseers.gr. Περιηγητές της Μακεδονίας. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2016.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Τσούτσας, Δημήτριος Γ. (2006). «Η καταγωγή των βλάχων του Αλμυρού». almyros.vlahoi.net. Σύλλογος Βλάχων Επαρχίας Αλμυρού. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2016.
- ↑ Weigand, Gustav (2001). Λαζάρου, Αχιλλέας, επιμ. Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι). Α΄. Μετάφραση από τον Thede Kahl. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 152.
- ↑ Weigand (2001). Α΄. σελ. 322, 343.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 Balamaci, Nicholas S. «The Vlachs in Albania, A Travel Memoir and Oral History». farsarotul.org (στα Αγγλικά). Society Farsarotul. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2016.
- ↑ Bérard, Victor (1987). Πυλαρινός, Θ, επιμ. Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία. Μετάφραση από τον Μ. Λυκούδη. Αθήνα: Τροχαλία-Παρουσία. σελ. 307.
- ↑ Ηλιάδου - Τάχου, Σοφία (2004). Τα Βαλκάνια στη δίνη των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Ο Ελληνορουμανικός και Ελληνοσερβικός ανταγωνισμός στο Βιλαέτι Μοναστηρίου 1870-1912. Σταμούλη. σελ. 117.
- ↑ Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α. (1992). Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Ήπειρος. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 679.
- ↑ Κουκούδης, Αστέριος Ι. (2001). Μελέτες για τους Βλάχους. Δ΄. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ζήτρος. σελ. 169.
- ↑ Κουκούδης (2001). Δ΄. σελ. 358-359.
- ↑ Κουκούδης, Αστέριος Ι. (2000). Μελέτες για τους Βλάχους. Β΄. Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ζήτρος. σελ. 324.
- ↑ Χοτζίδης, Άγγελος Α. (1996). Ευθύμιος Καούδης. Ένας Κρητικός αγωνίζεται για τη Μακεδονία. Απομνημονεύματα (1903-1907). Θεσσαλονίκη: Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. σελ. 77.
- ↑ Μόδης, Γ.Χ. (2007). Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί. Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ. σελ. 149.
- ↑ Καρακίτσιος, Ελευθέριος Απ. (2010). Ο Ελληνισμός στην μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς (PDF). Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ (Διδακτορική Διατριβή). σελ. 178.
- ↑ Teja, Marius (9 Οκτωβρίου 2011). «Muşi Vasile (15.03.1895 Pleasa, Albania/Turcia - 29.11.1961 România)». aromanul.ro (στα Ρουμανικά). Aromânul:Istorie şi Cultură Aromână. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2016.