Ρομάν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ
Βαρώνος Ρομάν Φιόντοροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ | |
---|---|
Ο Ρομάν Φιόντοροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ, το 1921, με μογγολική ενδυμασία ντεέλ και φέροντας το παράσημο του Ρωσικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου Δ΄ Τάξεως | |
Γέννηση | 10 Ιανουαρίου 1886 Γκρατς, Αυστροουγγαρία |
Θάνατος | 15 Σεπτεμβρίου 1921 (35 ετών) Νοβοσιμπίρσκ, Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία |
Κλάδος | |
Εν ενεργεία | 1906–1921 |
Βαθμός | Αντιστράτηγος |
Μάχες/πόλεμοι | |
Τιμές |
|
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο βαρώνος Ρόμπερτ Νικολάι Μαξιμίλιαν ή Ρομάν Φιόντοροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ (γερμανικά: Nikolai Robert Max Baron von Ungern-Sternberg[1][2], 10 Ιανουαρίου 1886 – 15 Σεπτεμβρίου 1921) ήταν Γερμανός της Βαλτικής και αντι-μπολσεβίκος αντιστράτηγος κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πόλεμου και στη συνέχεια ανεξάρτητος πολέμαρχος, του οποίου η Ασιατική Μεραρχία Ιππικού απέσπασε τον έλεγχο της Μογγολίας μετά την κατάληψή της από τη Δημοκρατία της Κίνας το 1921.
Η έλξη του Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ για τον Βαϊραγιάνα Βουδισμό, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη και σε πολλές περιπτώσεις βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στους εχθρούς, καθώς και στους ίδιους τους στρατιώτες του του απέφεραν το παρατσούκλι του "Τρελού Βαρώνου" κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πόλεμου. Ήταν, επίσης, υπερσυντηρητικός φιλομοναρχικός, ο οποίος επιθυμούσε την παλινόρθωση της ρωσικής μοναρχίας υπό τον Μέγα Δούκα Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς της Ρωσίας και την αναβίωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας υπό την εξουσία του Μπογκντ Χαν. Κατά τη σύντομη διάρκειας πέντε μηνών κατοχής της Εξωτερικής Μογγολίας, ο Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ επέβαλε την τάξη στην πρωτεύουσα Ιχ Χουρί μέσω του τρόμου, του εκφοβισμού και της ωμής βίας ενάντια στους αντιπάλους, ιδιαίτερα τους υποστηρικτές των Μπολσεβίκων.
Η εισβολή του στη Νότια Σιβηρία, η οποία ακολούθησε ως υποστήριξη σε εξεγέρσεις εναντίον των Μπολσεβίκων και προκειμένου να αντιμετωπίσει μια εισβολή του Κόκκινου Στρατού και Μογγόλων παρτιζάνων τον Ιούνιο του 1921, τελικώς οδήγησε στην ήττα του και την αιχμαλωσία του δύο μήνες αργότερα. Συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Κόκκινο Στρατό και δικάστηκε για αντεπανάσταση στο Νοβονικολάεφσκ το 1921. Έπειτα από μια διάρκειας έξι ωρών παρωδία δίκης, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1921.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ρ.Φ. φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ γεννήθηκε στο Γκρατς της Αυστρίας στις 29 Δεκεμβρίου 1885 ως γόνος ευγενούς οικογένειας Γερμανών της Βαλτικής. Μητέρα του ήταν η Σοφί Καρλότε φον Βίμπφεν, η οποία έγινε αργότερα γνωστή ως Σοφί Καρλότε φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ και πατέρας του ο Τέοντορ Λέοναρντ Ρούντολφ φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ (1857–1918). Το 1888 η οικογένειά του μετακόμισε στο Ρέβαλ (Τάλιν), πρωτεύουσα του Κυβερνείου της Εσθονίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπου οι γονείς του χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, το 1891. Το 1894 η μητέρα του παντρεύτηκε τον Όσκαρ Άνσελμ Χέρμαν φον Χόινινγκεν-Χύνε.[3] Από το 1900 έως το 1902 ο Ούνγκερν φοίτησε στο Γυμνάσιο Νικολάου Α΄ του Τάλιν. Το 1903 κατατάχθηκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (Морской кадетский корпус) στην Αγία Πετρούπολη. Το 1905 εγκατέλειψε τη σχολή, προκειμένου να λάβει μέρος στις ένοπλες συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα στην Ανατολική Ρωσία κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, ωστόσο παραμένει ασαφές εάν συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιαπώνων ή εάν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν παύσει προ της ααφίξεώς του στη Μαντζουρία.[4]
Το 1906 ο Ούνγκερν μετατέθηκε να υπηρετήσει στη Στρατιωτική Σχολή Παβλόφσκ (Павловское военное училище, Σχολή Πολέμου Αυτοκράτορα Παύλου Α΄) της Αγίας Πετρούπολης ως απλός δόκιμος.[5] Μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε ως αξιωματικός στην Ανατολική Σιβηρία στα συντάγματα του 1ου Αργκούνσκι και του 1ου Αμούρσκι Κοζάκων, όπου και γοητεύτηκε από τον τρόπο ζωής των νομαδικών λαών, όπως οι Μογγόλοι και οι Μπουριάτες. Το 1913, κατόπιν αιτήματός του, μετακινήθηκε στις εφεδρείες. Ο Ούνγκερν μετακινήθηκε στην Εξωτερική Μογγολία, προκειμένου να βοηθήσει τους Μογγόλους στον αγώνα τους για ανεξαρτησία από την Κίνα, ωστόσο Ρώσοι αξιωματικοί τον απέτρεψαν από το να πολεμήσει με τις μογγολικές δυνάμεις. Κατέφθασε στην πόλη του Χοβντ στη Δυτική Μογγολία, όπου και υπηρέτησε ως εκτός στρατιωτικού επιτελείου διοικητής στην αποσπασμένη φρουρά των Κοζάκων του Ρωσικού Προξενείου.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 19 Ιουλίου 1914 ο Ούνγκερν εντάχθηκε στις δυνάμεις του μετώπου ως μέρος του δεύτερης διαλογής 34ου συντάγματος των κοζάκικων δυνάμεων που βρίσκονταν σταθμευμένες στα αυστριακά σύνορα της Γαλικίας. Ο Ούνγκερν έλαβε μέρος στη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Πρωσία, ενώ μετά το 1915-16 συμμετείχε σε εκ των όπισθεν επιδρομές εναντίον των γερμανικών δυνάμεων από ειδικές δυνάμεις του ιππικού.[6] Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο ο Ούνγκερν απέκτησε φήμη ως ένας γενναίος, αλλά σχετικά απερίσκεπτος και διανοητικά ασταθής διοικητής. Παρά το γεγονός πως έλαβε αριθμό στρατιωτικών βραβεύσεων, τελικώς απομακρύνθηκε από ένα εκ των διοικητικών του αξιωμάτων λόγω άρνησής του να υπακούσει στις διαταγές. Ο Στρατηγός Βράνγκελ κάνει αναφορά στην αποφασιστικότητα του Ούνγκερν στα απομνημονεύματά του.
Μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 ο Ούνγκερν μετατέθηκε στο μέτωπο του Καυκάσου των συγκρούσεων, όπου η Ρωσία πολεμούσε εναντίον των Οθωμανών Τούρκων. Τον Απρίλιο του 1917, κοντά στην Ούρμια του Ιράν, ο Ούνγκερν μαζί με τον Γκριγκόρι Σεμιόνοφ ξεκίνησε την οργάνωση μιας εθελοντικής στρατιωτικής μονάδας, αποτελούμενης από τοπικούς Σύριους Χριστιανούς. Υπό την ηγεσία του Ούνγκερν πέτυχαν ορισμένες μικρού μεγέθους στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων, ωστόσο η συνολική τους συνεισφορά στις πολεμικές προσπάθειες της Ρωσίας ήταν περιορισμένη.[7]
Επανάσταση των Μπολσεβίκων του 1917
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων κηρυχθείσα Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ο Σεμιόνοφ και ο Ούνγκερν δήλωσαν την πίστη τους στους Ρομανόφ και ορκίστηκαν να πολεμήσουν τους επαναστάτες. Ο Σεμιόνοφ, χαίροντας της υποστήριξης των Ιαπώνων, όρισε τον Ούνγκερν κυβερνήτη της Υπερβαϊκάλης, της μεγάλης εκτάσεως περιοχής στα νοτιοανατολικά της Λίμνης Βαϊκάλης. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν ο Ούνγκερν διακρίθηκε για την εξαιρετικά εκκεντρική συμπεριφορά του, η οποία και οδήγησε αρκετούς στο να του αποδώσουν το παρατσούκλι του "Τρελού Βαρώνου". Οι Σεμιόνοφ και Ούνγκερν, παρά το γεγονός πως ήταν ένθερμοι αντι-Μπολσεβίκοι, δεν ήταν μέλη του Λευκού Κινήματος, ενώ ο Σεμιόνοφ αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ηγεσία του Ναυάρχου Αλεξάντρ Κολτσάκ, κατ' όνομα ηγέτη των Λευκών στη Σιβηρία. Αντιθέτως έδρασε ανεξάρτητα, υποστηριζόμενος από τους Ιάπωνες με όπλα και χρήματα. Για τους ηγέτες των Λευκών, όπως οι Κόλτσακ και Ντενίκιν, οι οποίοι πίστευαν σε μια "Ρωσία ισχυρή και αδιαίρετη", αυτό αποτελούσε ύψιστη προδοσία. Ο Ούνγκερν τέθηκε τύποις υπό την ηγεσία του Σεμιόνοφ, ωστόσο στις περισσότερες των περιπτώσεων δρούσε κι αυτός ανεξάρτητα.[8]
Λόγω των επιτυχών στρατιωτικών του επιχειρήσεων στην Χαϊλάρ και την Υπερβαϊκάλη, ο Ούνγκερν έλαβε το αξίωμα του Αρχιστράτηγου. Ο Σεμιόνοφ τον όρισε διοικητή του σιδηροδρομικού σταθμού της Υπερβαϊκάλης και του ανέθεσε τη δημιουργία στρατιωτικών μονάδων, προκειμένου να πολεμήσουν ενάντια στις δυνάμεις των Μπολσεβίκων. Στην Υπερβαϊκάλη ο Ούνγκερν δημιούργησε την εθελοντική Ασιατική Μεραρχία Ιππικού (ρώσικα: Азиатская конная дивизия), η οποία αποτελείτο από Ρώσους, Μπουριάτες, Τατάρους, Μπασκίρ, Μογγόλους προερχόμενους από διάφορες φυλές, Κινέζους, Μαντσού, Ιάπωνες, Πολωνούς εξόριστους και πολλούς άλλους.[8] Η μονάδα του Ούνγκερν ήταν γνωστή ως η "Άγρια Μεραρχία" (ρώσικα: Дикая дивизия), όρος ο οποίος χρησιμοποιείτο αρχικά για τον ορισμό της στρατιωτικής μονάδας, η οποία αποτελείτο από ορεσίβιους λαούς προερχόμενους από τον Καύκασο ή Μογγολικών Καλμούκων εντός του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού, η οποία πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα, μετά τη Ρωσική Επανάσταση, εναντίον των Μπολσεβίκων. Ο Ούνγκερν ενίσχυσε το στρατόπεδό του στην Υπερβαϊκάλη, δημιουργώντας ένα είδος φρουρίου, απ' όπου οι δυνάμεις του πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον των μονάδων των Κόκκινων.
Όπως και πολλές άλλες μονάδες των Λευκών, οι δυνάμεις του Ούνγκερν χρησιμοποιούσαν τη λεηλασία ως πηγή ανεφοδιασμού τους. Λεηλατούσαν τραίνα που διέσχιζαν την Υπερβαϊκάλη με προορισμό τη Μαντζουρία. Ενώ οι αρπαγές αυτές δε μείωσαν σε ιδιαίτερο βαθμό τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων του Κολτσάκ, ωστόσο Ρώσοι και Κινέζοι ιδιώτες έμποροι απώλεσαν σημαντικά έσοδα και περιουσίες.[9]
Ο Ούνγκερν πίστευε πως η μοναρχία ήταν το μοναδικό κοινωνικό σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να σώσει τον Δυτικό Πολιτισμό από τη διαφθορά και την αυτοκαταστροφή. Ξεκίνησε να επιδιώκει την ιδέα της παλινόρθωσης της Μογγολικής Αυτοκρατορίας του Τζένγκις Χαν, με τη Δυναστεία Κινγκ να είναι σε θέση να δώσει τον πλέον κατάλληλο υποψήφιο για τον θρόνο. Ο Ούνγκερν επιθυμούσε την οργάνωση μιας στρατιωτικής αποστολής στη Μογγολία, η οποία εκείνη την εποχή ευρισκόταν υπό την κατοχή των κινεζικών δυνάμεων, των οποίων παλαιότερα ηγείτο ο Στρατηγός Ξου Σουζένγκ, μέλος της υπέρ των Ιαπώνων Κλίκας του Ανχούι εντός της κινέζικης κυβέρνησης, με στόχο την παλινόρθωση της εξουσίας του Μπογκντ Χαν, ως μέρος του σχεδίου του για την παλινόρθωση μοναρχιών από την Άπω Ανατολή έως την Ευρώπη.[10]
Οι Ιάπωνες διέταξαν τους Κινέζους πολέμαρχους που ήσαν φίλα προσκείμενοι προς αυτούς να καταλάβουν τη Μογγολία, με στόχο να εμποδίσουν πιθανή πρόκληση επανάστασης από Ρώσους επαναστάτες στη Μογγολία και τη Βόρεια Κίνα.[11] Μετά την πτώση της Κλίκας του Ανχούι, οι Κινέζοι στρατιώτες στη Μογγολία βρέθηκαν ουσιαστικά εγκαταλελειμμένοι. Εξεγέρθηκαν εναντίον των διοικητών τους, ενώ λεηλάτησαν και σκότωσαν Μογγόλους και ξένους που βρίσκονταν στην περιοχή.[12]
Αρκετοί εκ των στρατιωτών που αποτελούσαν τις κινεζικές δυνάμεις κατά την περίοδο κατοχής ήταν Τσαχάρ Μόγγολοι από την Εσωτερική Μογγολία, κάτι που αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία έχθρας μεταξύ των Εξωτερικών Μογγόλων (Χάλχα) και των Εσωτερικών Μογγόλων.[13]
Ως μέρος των σχεδίων του ο Ούνγκερν ταξίδευσε στη Μαντζουρία και την ίδια την Κίνα από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 1919. Εκεί δημιούργησε επαφές με μοναρχικούς κύκλους, ενώ πραγματοποίησε επίσης ετοιμασίες για τον Σεμιόνοφ, προκειμένου αυτός να συναντήσει τον Μαντζουριανό πολέμαρχο Ζανγκ Ζουολίν. Τον Ιούλιο του 1919 ο Ούνγκερν παντρεύθηκε τη Μαντζουριανή πριγκίπισσα Τζι σε Ορθόδοξο γάμο. Η πριγκίπισσα έλαβε την ονομασία Έλενα Πάβλοβνα Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους στα αγγλικά. Ο γάμος αυτός είχε πολιτική σκοπιμότητα, καθώς η Τζι ήταν πριγκίπισσα και συγγενής του Στρατηγού Ζανγκ Κουιβού, διοικητή των κινεζικών δυνάμεων στο δυτικό άκρο του Κινεζικού-Μαντζουριανού Σιδηροδρόμου (στα ρωσικά: KVZhD), και κυβερνήτη της Χαϊλάρ.[8]
Αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Εξωτερικής Μογγολίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ήττα του Κολτσάκ απέναντι στον Κόκκινο Στρατό και την επακόλουθη απόφαση της Ιαπωνίας να αποσύρει τα εκστρατευτικά της σώματα από την Υπερβαϊκάλη, ο Σεμιόνοφ ανίκανος να αντέξει την ασκούμενη πίεση από τις δυνάμεις των Μπολσεβίκων, σχεδίαζε υποχώρηση προς τη Μαντζουρία. Ο Ούνγκερν ωστόσο είδε αυτή την κίνηση ως μια ευκαιρία να εφαρμόσει το μοναρχικό του σχέδιο. Στις 7 Αυγούστου 1920 διέκοψε τις σχέσεις του με τον Σεμιόνοφ και μετέτρεψε την Ασιατική Μεραρχία Ιππικού του σε ένα αντάρτικο στρατιωτικό σώμα.[1]
Οι δυνάμεις του Ούνγκερν διέσχισαν τα βόρεια σύνορα της Εξωτερικής Μογγολίας την 1η Οκτωβρίου του 1920 και κινήθηκαν προς τα νοτιοδυτικά.[14] Ο Ούνγκερν ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τις κινεζικές κατοχικές δυνάμεις. Το σύνολο των αιτημάτων του, συμπεριλαμβανομένου του αφοπλισμού των κινεζικών δυνάμεων απορρίφθηκαν. Το διάστημα μεταξύ 26–27 Οκτωβρίου και 2-4 Νοεμβρίου του 1920 οι δυνάμεις του Ούνγκερν επιτέθηκαν στην πρωτεύουσα της Μογγολίας, Ούργκα (επισήμως Νιισλέλ Χουρί, σημερινή Ουλάν Μπατόρ), ωστόσο υπέστησαν τεράστιες απώλειες. Μετά την ήττα οι δυνάμεις του Ούνγκερν υποχώρησαν στα ανώτερα ρεύματα του Ποταμού Χερλέν στο Σετσέν-Χαν Αϊμάγκ (περιφέρεια, η οποία κυβερνείτο από πρίγκιπες, οι οποίοι έφεραν τον τίτλο του Σετσέν Χαν) στην ανατολική Εξωτερική Μογγολία. Έχαιρε της υποστήριξης των Μογγόλων, οι οποίοι επιθυμούσαν την απελευθέρωσή τους από την κινεζική κατοχή και ειδικότερα ο Μπογκντ Χαν, ο οποίος απέστειλε κρυφά προς τον Ούνγκερν τις ευχές του για την εκδίωξη των Κινέζων από τη Μογγολία. Οι Κινέζοι είχαν εντείνει τον έλεγχό τους στην Εξωτερική Μογγολία εκείνη την περίοδο, θέτοντας υπό αυστηρό έλεγχο τις Βουδιστικές θρησκευτικές τελετές, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε μοναστήρια, καθώς και φυλακίζοντας όσους Ρώσους και Μογγόλους θεωρούσαν "αυτονομιστές". Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μ.Γ. Τορνόφσκι, η Ασιατική Μεραρχία αριθμούσε 1460 άνδρες, ενώ η κινεζική φρουρά αριθμούσε 7000. Οι Κινέζοι είχαν πλεονέκτημα στο πυροβολικό και τα αυτόματα πολυβόλα, ενώ είχαν κατασκευάσει ένα δίκτυο τάφρων εντός και περιμετρικά της Ούργκα.[14]
Την 1η Φεβρουαρίου 1921 το στρατιωτικό σώμα του Ούνγκερν υπό την ηγεσία του Μ.Π. Ρεζούχιν κατέλαβε κινεζικές οχυρώσεις του μετώπου. Άλλες δυνάμεις κινήθηκαν προς την Ούργκα και το Μοναστήρι Μαντζουσρί επί του όρους Μπογκντ Χαν Ουούλ στα νότια της Ούργκα. Στις 2 Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του Ούνγκερν έδωσαν μάχη για τον έλεγχο των κινεζικών γραμμών του μετώπου, ενώ έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τμήματα της Ούργκα.[14] Κατά τη διάρκεια της μάχης το ειδικό στρατιωτικό σώμα του Ούνγκερν, το οποίο αποτελείτο από Θιβετιανούς, Μογγόλους, Μπουριάτες και Ρώσους, απελευθέρωσε τον Μπογκντ Γκεγκέεν από τον κατ' οίκον περιορισμό του και τον μετέφερε μέσω του Μπογκντ Ουούλ στο Μοναστήρι Μαντζουσρί. Στις 3 Φεβρουαρίου ο Ούνγκερν έδωσε στους στρατιώτες του χρόνο ανάπαυσης. Χρησιμοποιώντας μια τακτική του Τζένγκις Χαν ο Ούνγκερν διέταξε τις δυνάμεις του να ανάψουν μεγάλο αριθμό φωτιών στους λόφους που περιτριγύριζαν την Ούργκα, χρησιμοποιώντας τις ως σημεία προσανατολισμού για το στρατιωτικό σώμα του Ρεζούχιν. Αυτό είχε επίσης ως αποτέλεσμα η πόλη να φαίνεται περικυκλωμένη από μια κατά πολύ ισχυρότερη αριθμητικά δύναμη.[15] Στις 4 Φεβρουαρίου ο Ούνγκερν ξεκίνησε ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον των εναπομεινάντων κινεζικών θέσεων στην Ούργκα από τα ανατολικά, καταλαμβάνοντας τις πλέον οχυρωμένες εκ των θέσεων στους στρατώνες και τον κινεζικό εμπορικό οικισμό (κινεζικά: 買賣城, Μαϊμαϊτσένγκ). Το σύνολο της πρωτεύουσας τελικώς κατελήφθη έπειτα από αριθμό σκληρό μαχών, αν και τμήμα των κινεζικών δυνάμεων είχε εγκαταλείψει την πόλη νωρίτερα. Ωστόσο μικρής κλίμακας μάχες εξακολούθησαν να λαμβάνουν χώρα ως τις 5 Φεβρουαρίου.
Μεταξύ της 11ης και της 13ης Μαρτίου ο Ούνγκερν κατέλαβε μια οχυρή κινεζική βάση στο Τσοΐρ, στα νότια της Ούργκα, ενώ Κινέζοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Ζαμίν-Ουούντ, δίχως να δώσουν μάχη.[14]
Όταν οι εναπομείνασες κινεζικές δυνάμεις, έχοντας υποχωρήσει στη Βόρεια Μογγολία, κοντά στην Κιάχτα, επιχείρησαν να προσπεράσουν σε κοντινή απόσταση από τα δυτικά την Ούργκα, προκειμένου να φτάσουν ως την Κίνα, οι Ρώσοι και οι Μογγόλοι φοβήθηκαν για μια απόπειρα ανακατάληψης της Ούργκα. Αρκετές εκατοντάδες Κοζάκοι και Μογγόλοι στρατιώτες εστάλησαν προκειμένου να συναντήσουν τις κινεζικές δυνάμεις, οι οποίες αριθμούσαν αρκετές χιλιάδες άνδρες, στην περιοχή του δρόμου μεταξύ της Ούργκα και του Ουλιαστάι, κοντά στον Ποταμό Τουούλ της Κεντρικής Μογγολίας. Εκεί διεξήχθη σειρά μαχών από τις 30 Μαρτίου ως τις 2 Απριλίου, με τις κινεζικές δυνάμεις να τρέπονται σε φυγή και να εκδιώκονται ως τα νότια σύνορα της χώρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κινεζικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν την Εξωτερική Μογγολία.[16]
Η Μογγολία προ της εισβολής των Μπολσεβίκων το 1921
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ούνγκερν, Μογγόλοι λάμα και πρίγκιπες μετέφεραν τον Μπογκντ Χαν από το Μοναστήρι Μαντζουσρί στην Ούργκα στις 21 Φεβρουαρίου 1921. Στις 22 Φεβρουαρίου μια επίσημη τελετή έλαβε χώρα, αποκαθιστώντας τον Μπογκντ Χαν στον θρόνο.[17][18] Ως επιβράβευση για την εκδίωξη των Κινέζων από την Ούργκα, ο Μπογκντ Χαν τίμησε τον Ούνγκερν με τον υψηλό κληρονομούμενο τίτλο του darkhan khoshoi chin wang στον βαθμό του khan, καθώς και με σειρά άλλων προνομίων. Άλλοι διοικητές, λάμα και πρίγκιπες, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα αυτά επίσης έλαβαν υψηλούς τίτλους και βραβεύσεις.[19] Για την κατάληψη της Ούργκα ο Ούνγκερν έλαβε από τον Σεμιόνοφ τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Μογγολία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη μοναρχία υπό τη θεοκρατική εξουσία του Μπογκντ Χαν ή 8ου Μπογκντ Γκεγκέν Τζεμπτσουντάμπα Χουτουκτού.
Στις 13 Μαρτίου 1921 η Μογγολία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη μοναρχία, με τον Ούνγκερν ως δικτάτορα. Ως μυστικιστής, γοητευμένος από τις πεποιθήσεις και τις θρησκείες της Άπω Ανατολής, όπως το Βουδισμό και θεωρώντας τον εαυτό του μετενσάρκωση του Τζένγκις Χαν, η φιλοσοφία του φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ ήταν ένα ιδιαιτέρως μπερδεμένο κράμα ρωσικού εθνικισμού και κινεζικών και μογγολικών πεποιθήσεων. Η παραδοσιαρχία και ο οριενταλισμός του, ιδιαιτέρως ασυνήθιστοι για το Δυτικό Πολιτισμό εκείνης της περιόδου, συνέβαλαν στο να μείνει γνωστός ως ο "Τρελός Βαρώνος".
Ιστορικοί σημειώνουν πως ο Ούνγκερν θεωρήθηκε από αρκετούς Μογγόλους μετενσάρκωση του "Θεού του Πολέμου" (η θεότητα του Τζαμσαράν στη θιβετιανή και μογγολική παράδοση). Παρά το γεγονός πως αρκετοί Μογγόλοι ενδεχομένως να τον θεωρούσαν θεότητα ή -το λιγότερο- μετενσάρκωση του Τζένγκις Χαν, ο Ούνγκερν ουδέποτε ανακηρύχτηκε επισήμως ως κάποια από τις παραπάνω μετενσαρκώσεις.[1] Η πολιτική εξουσία επί της Μογγολίας ανήκε επισήμως στον Μπογκντ Χαν.[1]
Σύμφωνα με ορισμένους αυτόπτες μάρτυρες (μεταξύ άλλων τον μηχανικό του και αξιωματικό Καμίλ Γκιζίτσκι και τον τυχοδιώκτη και συγγραφέα Φέρντιναντ Άντονι Οσεντόβσκι), ο Ούνγκερν ήταν ο πρώτος ο οποίος επιχείρησε την επιβολή τάξης στην Ούργκα, επιβάλλοντας τον καθαρισμό των δρόμων και την υγιεινή, καθώς και προωθώντας έναν θρησκευτικό τρόπο ζωής και μια ανεκτικότητα εντός της πρωτεύουσας και επιχειρώντας να μεταρρυθμίσει την τοπική οικονομία.
Η Ασιατική Μεραρχία Ιππικού του αποτελείτο από εθνικά στρατιωτικά σώματα, όπως το κινεζικό σύνταγμα, η ιαπωνική μονάδα, διάφορα συντάγματα Κοζάκων, Μογγόλων, Μπουριατών, Τατάρων καθώς και άλλων μονάδων αποτελούμενων από άλλες εθνότητες. Ο Ούνγκερν ανέφερε πως συνολικά 16 διαφορετικές εθνικότητες υπηρετούσαν στη μεραρχία του. Δεκάδες Θιβετιανοί επίσης υπηρετούσαν ως μέρος των στρατευμάτων του. Πιθανώς να είχαν σταλεί από τον 13ο Δαλάι Λάμα, με τον οποίο ο Ούνγκερν ευρισκόταν σε επικοινωνία ή πιθανώς οι Θιβετιανοί αυτοί να προέρχονταν από τη θιβετιανή αποικία της Ούργκα.[1] Ένθερμος αντισημίτης, ο Ούνγκερν διέταξε την εκτέλεση 38 Εβραίων στην Ούργκα, ενώ ο συνολικός αριθμός των εκτελεσθέντων έφτασε περίπου τους 846.[1]
Ο ηγέτης των Καλμούκων Οϊρατών Μογγόλων, Τζα Λάμα, σκότωσε το σύνολο των μελών μιας διπλωματικής αποστολής που εστάλη από τον Ούνγκερν στη Λάσα το 1920.[20] Ο Τζα Λάμα προκάλεσε απογοήτευση στον Ούνγκερν μέσω αυτής του της συμπεριφοράς, ενώ αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού του τελευταίου, απαντώντας του μέσω ύβρεων και εισβάλλοντας στη Μογγολία.[21]
Ήττα, αιχμαλωσία και εκτέλεση, το 1921
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Μπολσεβίκοι ξεκίνησαν να εισέρχονται στη Μογγολία λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, δηλαδή αρκετό καιρό προτού θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Ρωσική Υπερβαϊκάλη. Το 1921 διάφορες μονάδες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίες ανήκαν στη Σοβιετική Ρωσία και στο κράτος-δορυφόρο της, τη Δημοκρατία της Άπω Ανατολής, εισέβαλαν στη νεοανεξαρτητοποιημένη Μογγολία, προκειμένου να νικήσουν τον Ούνγκερν. Οι δυνάμεις αυτές περιελάμβαναν τον ηγέτη των Κόκκινων Μογγόλων και ήρωα της ανεξαρτησίας, Νταμντίν Σουχμπαατάρ. Κατάσκοποι και διάφορες μικρότερες αριθμητικά μονάδες αντιπερισπασμού σκόρπισαν τον τρόμο και την προδοσία, προκειμένου να αποδυναμώσουν τις δυνάμεις του Ούνγκερν. Ο Ούνγκερν οργάνωσε εκστρατεία, προκειμένου να συναντήσει τις δυνάμεις αυτές στη Σιβηρία και να στηρίξει τις εν εξελίξει αντι-Μπολσεβικικές εξεγέρσεις. Πιστεύοντας πως έχαιρε της αμέριστης υποστήριξης των ντόπιων στη Σιβηρία και τη Μογγολία, ο Ούνγκερν απέτυχε να ενισχύσει σημαντικά τις δυνάμεις του, παρά το γεγονός πως υστερούσε κατά μεγάλο βαθμό αριθμητικά και σε επίπεδο οπλισμού από τους Κόκκινους. Ωστόσο, εν αγνοία του Ούνγκερν, οι Κόκκινοι είχαν με επιτυχία καταστείλει τις εξεγέρσεις στη Σιβηρία, ενώ οι σοβιετικές οικονομικές πολιτικές είχαν προσωρινά χαλαρώσει λόγω της Νέας Οικονομικής Πολιτικής του Λένιν. Με την άφιξη του Ούνγκερν, λίγοι ήσαν οι ντόπιοι χωρικοί και Κοζάκοι οι οποίοι δέχθηκαν να τον ακολουθήσουν.
Κατά την Άνοιξη η Ασιατική Μεραρχία Ιππικού διαιρέθηκε σε δύο ταξιαρχίες: μία υπό τη διοίκηση του Αντιστράτηγου Ούνγκερν και η δεύτερη υπό τον Αρχιστράτηγο Ρεζούχιν. Τον Μάιο η ταξιαρχία του Ρεζούχιν ξεκίνησε επιδρομή πέρα από τα ρωσικά σύνορα, ως τα δυτικά του Ποταμού Σελένγκα. Η ταξιαρχία του Ούνγκερν εγκατέλειψε την Ούργκα και σταδιακά κινήθηκε προς τη ρωσική πόλη του Τροϊτσκοσάφσκ (σημερινή Κιάχτα της Μπουριατίας). Εν τω μεταξύ οι Κόκκινοι μετέφεραν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις προς τη Μογγολία από διάφορες κατευθύνσεις. Είχαν τεράστιο πλεονέκτημα στον εξοπλισμό (θωρακισμένα οχήματα, αεροπλάνα, αμαξοστοιχίες, κανονιοφόρα, πυρομαχικά, ανθρώπινο δυναμικό κλπ.), καθώς και στον αριθμό των στρατευμάτων. Ως αποτέλεσμα ο Ούνγκερν ηττήθηκε σε μάχες, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ της 11ης και της 13ης Ιουνίου, ενώ απέτυχε να καταλάβει το Τροϊτσκοσάφσκ. Στη συνέχεια οι ενωμένες δυνάμεις των Μπολσεβίκων και των Κόκκινων Μογγόλων εισέβαλαν στη Μογγολία και κατέλαβαν την Ούργκα έπειτα από συμπλοκές με τα σώματα φρουράς του Ούνγκερν.[1]
Έχονατς καταλάβει την Ούργκα στις 6 Ιουλίου 1921, οι δυνάμεις των Κόκκινων απέτυχαν να νικήσουν τον κυρίως κορμό των δυνάμεων της Ασιατικής Μεραρχίας (τις ταξιαρχίες του Ούνγκερν και του Ρεζούχιν). Ο Ούνγκερν αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του και επιχείρησε να εισβάλει στην Υπερβαϊκάλη μέσω των ρωσομογγολικών συνόρων. Προκειμένου να κερδίσει τη στήριξη των στρατιωτών του και του τοπικού πληθυσμού, ο Ούνγκερν γνωστοποίησε συμφωνία του με τον Γκριγκόρι Σεμιόνοφ, ενώ αναφέρθηκε σε υποτιθέμενη ιαπωνική επίθεση, η οποία θα τους υποστήριζε στις κινήσεις τους, παρά το γεγονός πως ούτε ο Σεμιόνοφ, ούτε και οι Ιάπωνες ήταν πρόθυμοι να του παράσχουν βοήθεια. Μετά από ανάπαυση αρκετών ημερών, στις 18 Ιουλίου η Ασιατική Μεραρχία ξεκίνησε τις επιδρομές της εντός των σοβιετικών εδαφών. Οι αυτόπτες μάρτυρες Καμίλ Γκιζίτσκι και Μιχαήλ Τορνόφσκι έδωσαν παρόμοιες εκτιμήσεις αναφορικά με τους αριθμούς των στρατευμάτων: περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες συνολικά.[22] Οι δυνάμεις του Ούνγκερν έφθασαν βαθιά εντός των ρωσικών εδαφών. Οι Σοβιετικοί κήρυξαν στρατιωτικό νόμο στα εδάφη όπου αναμενόταν να φθάσουν οι Λευκοί, συμπεριλαμβανομένου του Βερχνεουντίνσκ (σημερινού Ολυλάν-Ουντέ, πρωτεύουσα της Μπουριατίας). Οι δυνάμεις του Ούνγκερν κατέλαβαν αρκετούς οικισμούς, με τον βορειότερο εξ' αυτών να είναι το Νοβοσελενγκίνσκ, το οποίο κατελήφθη την 1η Αυγούστου. Εκείνη την περίοδο ο Ούνγκερν αντελήφθη πως η επέλασή του ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένη, ενώ ταυτόχρονα πληροφορήθηκε τον ερχομό μεγάλων αριθμητικά δυνάμεων των Κόκκινων. Στις 2 Αυγούστου 1921 ξεκίνησε την υποχώρησή του προς τη Μογγολία, όπου κοινοποίησε την αποφασιστικότητά του να πολεμήσει τον Κομμουνισμό. Ενώ οι δυνάμεις του Ούνγκερν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και να κατευθυνθούν προς τη Μαντζουρία, προκειμένου να ενωθούν με άλλους Ρώσους εμιγκρέδες, σύντομα κατέστη ξεκάθαρο πως ο Ούνγκερν είχε διαφορετική άποψη. Επιθυμούσε να υποχωρήσει προς την Τούβα και στη συνέχεια προς το Θιβέτ. Στρατιωτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία τόσο του Ούνγκερν όσο και του Ρεζούχιν στασίασαν με επιτυχία και ετοίμασαν σχέδια για τη δολοφονία των διοικητών τους. Στις 17 Αυγούστου ο Ρεζούχιν σκοτώθηκε. Μία ημέρα αργότερα οι συνωμότες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν τον Ούνγκερν. Η διοικητική του αρχή τότε κατέρρευσε, καθώς η ταξιαρχία του διαλύθηκε. Στις 20 Αυγούστου ο Ούνγκερν πιάστηκε αιχμάλωτος από στρατιωτικό σώμα των Σοβιετικών, του οποίου ηγείτο ο διάσημος διοικητής των ανταρτών, Π.Ε. Σχετίνκιν (αργότερα μέλος των Τσέκα).[23]
Μετά από μια παρωδία δίκης διάρκειας 6 ωρών και 15 λεπτών, η οποία έλαβε χώρα στις 15 Σεπτεμβρίου 1921, δικαζόμενος από τον Γιεμελιάν Γιαροσλάφσκι, ο Βαρώνος καταδικάστηκε σε τυφεκισμό. Η ποινή εκτελέστηκε το απόγευμα ή το βράδυ της ίδιας ημέρας στο Νοβονικολάεφσκ.
"Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, ο Μπογκντ Χαν έδωσε εντολή προσευχές υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του να διαβαστούν σε όλη τη Μογγολία. Ήσαν, αναμφίβολα, απαραίτητες." [24]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Andrei Znamenski,"Baron Ungern, Bolsheviks, and Mongol Nationalism" στο YouTube
- Ο Γουίλαρντ Σάντερλαντ στο New Books Network (ήχος εδώ Αρχειοθετήθηκε 2021-02-25 στο Wayback Machine.) ομιλώντας για το βιβλίο του, The Baron's Cloak: A History of the Russian Empire in War and Revolution (Cornell University Press, 2014, ISBN 978-0-8014-5270-3)
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bodisco Th. von, Dugin A., Evola J., Fernbach M., Freitag Y., Greiner A.W., Mutti C., Nesmelow A. 2007. Baron Ungern von Sternberg – der letzte Kriegsgott. Straelen: Regin-Verlag.
- Hopkirk, Peter (1986) Setting the East Ablaze: on Secret Service in Bolshevik Asia. Don Mills, Ont.
- Kamil Giżycki (1929). Przez Urjanchaj i Mongolje. Lwow – Warszawa: wyd. Zakladu Nar. im. Ossolinskich.
- Kuzmin, Sergei L. (2011). The History of Baron Ungern. An Experience of Reconstruction. Moscow: KMK Sci. Press, ISBN 978-5-87317-692-2.
- Kuzmin, S.L. (compiler) (2004). Baron Ungern v Dokumentakh i Memuarakh. Moscow: KMK Sci. Press, ISBN 5-87317-164-5.
- Kuzmin, S.L. (compiler) (2004). Legendarnyi Baron: Neizvestnye Stranitsy Grazhdanskoi Voiny. Moscow: KMK Sci. Press, ISBN 5-87317-175-0.
- Maclean, Fitzroy (1974). To the Back of Beyond. Little, Brown & Co., Boston.
- Michalowski W.St. (1977). Testament Barona. Warszawa: Ludowa Spoldzielnia Wyd.
- Ossendowski, Ferdynand (1922) Beasts, Men and Gods. New York.
- Palmer, James (2008) The Bloody White Baron. London: Faber and Faber. ISBN 0-571-23023-7
- Pershin, D.P. (1999) Baron Ungern, Urga i Altanbulak. Samara: Agni.
- Pozner, Vladimir (1938) Bloody Baron: the Story of Ungern–Sternberg. New York.
- du Quenoy, Paul. “Perfecting the Show Trial: The Case of Baron von Ungern-Sternberg,” Revolutionary Russia, 19: 1, June 2006.
- du Quenoy, Paul. “Warlordism à la russe: Baron von Ungern-Sternberg’s Anti-Bolshevik Crusade, 1917-1921,” Revolutionary Russia, 16: 2, December 2003
- Sunderland, Willard. The Baron's Cloak: A History of the Russian Empire in War and Revolution, Cornell University Press, 2014. ISBN 978-0-8014-5270-3
- Yuzefovich, Leonid. Le baron Ungern, khan des steppes
- Znamenski, Andrei (2011) Red Shambhala: Magic, Prophecy, and Geopolitics in the Heart of Asia. Wheaton, IL: Quest Books. ISBN 978-0-8356-0891-6
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Kuzmin, S.L. The History of Baron Ungern. An Experience of Reconstruction. Moscow: KMK Sci. Press, 2011, ISBN 978-5-87317-692-2
- ↑ Χρησιμοποιούμενο ρωσικό όνομα: Роман Фёдорович фон Унгерн-Штернберг, το οποίο μεταγράφεται ως Ρομάν Φιοντόροβιτς φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ
- ↑ Kuzmin, S.L. (2011) pp. 22-23
- ↑ Tornovsky, M.G. (2004) p. 190
- ↑ Kuzmin, S.L. (2011) pp. 27-30
- ↑ Khoroshilova, O. Voiskovye Partizany Velikoi Voiny. St. Petersburg: Evropeiskii Dom Publ.
- ↑ Ataman Semenov. Ο sebe. Vospominaniya, Mysli i Vyvody. Moscow: AST Publ., 2002
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Kuzmin, S.L. (2011) pp. 94-96
- ↑ Kuzmin, S.L. (2011) pp. 91-92
- ↑ *Andrei Znamenski, "Baron Ungern, Bolsheviks, and Mongol Nationalism" στο YouTube
- ↑
John S. Major (1990). The land and people of Mongolia. Harper and Row. σελ. 119. ISBN 0-397-32386-7. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2012.
in 1919, a Japanese influenced faction in the Chinese government mounted an invasion of Outer Mongolia and forced its leaders to sign a "request" to be taken over by the government of China. Japan's aim was to protect its own economic, political, and military interests in North China by keeping the Russian Revolution from influencing Mongolia.
- ↑ Pershin, D.P. Baron Ungern, Urga and Altan Bulak. Samara: Agni, 1999
- ↑ Bulag, Uradyn Erden (1998). Nationalism and Hybridity in Mongolia (illustrated έκδοση). Clarendon Press. σελ. 139. ISBN 0198233574. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2014.
- ↑ 14,0 14,1 14,2 14,3 Tornovsky, M.G. Events in Mongolia-Khalkha in 1920-1921 in Legendarnyi Baron: Neizvestnye Stranitsy Grazhdanskoi Voiny. Moscow: KMK Sci. Press, 2004, ISBN 5-87317-175-0
- ↑ Pershin, D.P. 1999. Baron ungern, Urga and Altan Bulak. Samara: Agni, 1999
- ↑ Kuzmin, S.L. (2011) pp. 156-199
- ↑ Knyazev, N.N. 2004. The Legendary Baron. - In: Legendarnyi Baron: Neizvestnye Stranitsy Grazhdanskoi Voiny. Moscow: KMK Sci. Press, 2004, ISBN 5-87317-175-0 p. 67-69
- ↑ Tornovsky, M.G. (2004) pp. 231-233
- ↑ Facsimile of the original and translations of the Bogd Khan edict see in: Kuzmin, S.L. (compiler) Baron Ungern v Dokumentakh i Memuarakh. Moscow: KMK Sci. Press, 2004, ISBN 5-87317-164-5, p.90-92; Kuzmin, S.L. 2011. The History of Baron Ungern. An Experience of Reconstruction. Moscow: KMK Sci. Press, ISBN 978-5-87317-692-2, p. 433-436
- ↑ Andreyev, Alexandre (2003). Soviet Russia and Tibet: The Debarcle of Secret Diplomacy, 1918-1930s. Volume 4 of Brill's Tibetan Studies Library, V.4 (illustrated έκδοση). BRILL. σελ. 150. ISBN 9004129529. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2014.
- ↑ Palmer, James (2011). The Bloody White Baron: The Extraordinary Story of the Russian Nobleman Who Became the Last Khan of Mongolia (reprint έκδοση). Basic Books. σελ. 60. ISBN 0465022073. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2014.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Kuzmin, S.L. (compiler) Baron Ungern v Dokumentakh i Memuarakh. Moscow: KMK Sci. Press, 2004, ISBN 5-87317-164-5
- ↑ Kuzmin, S.L. (2011) pp. 228-372
- ↑ James Palmer (2008) pp. 229 ff.