αβγαταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβγαταίνω < αβγατ(ίζω) + -αίνω κατά το πληθαίνω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vɣaˈte.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγα‐ταί‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]αβγαταίνω, πρτ.: αβγάταινα, αόρ.: αβγάτυνα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) αβγατίζω, γίνομαι μεγαλύτερος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβγαταίνω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβγαταίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -αίνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)