μεγάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγάλωμα < μεγαλώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγάλωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- η ανάπτυξη ενός παιδιού
- η ανάπτυξη ενός φυτού
- (λαϊκότροπο) η ανάπτυξη μιας επιχείρησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγάλωμα