χαριτωμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xa.ɾi.toˈme.nos/
  • Hyphenation: χα‧ρι‧τω‧μέ‧νος

Adjective

[edit]

χαριτωμένος (charitoménosm (feminine χαριτωμένη, neuter χαριτωμένο)

  1. pretty, lovely, attractive (especially of girls, children, women, etc)

Declension

[edit]
Declension of χαριτωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαριτωμένος (charitoménos) χαριτωμένη (charitoméni) χαριτωμένο (charitoméno) χαριτωμένοι (charitoménoi) χαριτωμένες (charitoménes) χαριτωμένα (charitoména)
genitive χαριτωμένου (charitoménou) χαριτωμένης (charitoménis) χαριτωμένου (charitoménou) χαριτωμένων (charitoménon) χαριτωμένων (charitoménon) χαριτωμένων (charitoménon)
accusative χαριτωμένο (charitoméno) χαριτωμένη (charitoméni) χαριτωμένο (charitoméno) χαριτωμένους (charitoménous) χαριτωμένες (charitoménes) χαριτωμένα (charitoména)
vocative χαριτωμένε (charitoméne) χαριτωμένη (charitoméni) χαριτωμένο (charitoméno) χαριτωμένοι (charitoménoi) χαριτωμένες (charitoménes) χαριτωμένα (charitoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαριτωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαριτωμένος, etc.)

Synonyms

[edit]