Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρωσία του Κιέβου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κράτος των Ρως)

Συντεταγμένες: 50°27′N 30°31′E / 50.450°N 30.517°E / 50.450; 30.517

Κράτος των Ρως
8821240
ΧώραΚράτος των Ρως
ΠρωτεύουσαΚίεβο
Ίδρυση882
Γλώσσεςπαλαιά ανατολικοσλαβική γλώσσα
Πολίτευμαμοναρχία
Έκταση1.330.000 km² (1000)
Πληθυσμός5.400.000 (1000)[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες50°27′0″N 30°31′30″E
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το μεσαιωνικό Κράτος των Ρως[2] ή Ρως του Κιέβου[3][4] ή Κράτος του Κιέβου[5] (παλαιά Ανατολικά Σλαβικά και Εκκλησιαστικά Σλαβονικά: рѹсь, рѹсьскаѧ землѧ, , Λατινικά: Russia, Ruscia, Ruzzia, Ruthenia, Παλαιά Σκανδιναβικά: Garðaríki) ήταν το πρώτο κράτος των Ανατολικών Σλάβων, που ιδρύθηκε και κυβερνήθηκε από τις φυλές των Πολιανών[6], με πρωτεύουσα το Κίεβο, και οι Βίκινγκς στην Ευρώπη από τα τέλη του 9ου μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα, υπό τη βασιλεία των Ρουρικιδών[7]. Οι σύγχρονοι λαοί της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας διεκδικούν τους Ρως ως πολιτιστικούς τους προγόνους.

Κατά τη μέγιστη επέκτασή του στα μέσα του 11ου αιώνα απλωνόταν από τη Βαλτική Θάλασσα στο βορρά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στο νότο, και από τις πηγές του Βιστούλα στα δυτικά μέχρι τη χερσόνησο Ταμάν (σημερινό Κρασνοντάρ) στα ανατολικά, kυριαρχώντας στις περισσότερες ανατολικοσλαβικές φυλές.

Το Κράτος των Ρως αρχίζει με τη βασιλεία (882–912) του Πρίγκηπα Ολέγκ, ο οποίος, αφού έγινε πρίγκιπας του Κιέβου, ένωσε τη διαδρομή από τη Σκανδιναβία προς την Ελλάδα υπό την κυριαρχία του Κιέβου.. Ο Σβιατοσλάβ A΄ (πέθανε το 972) πέτυχε την πρώτη μεγάλη επέκταση του εδαφικού ελέγχου των Ρως, διεξάγοντας έναν πόλεμο άλωσης της Αυτοκρατορίας των Χαζάρων. Ο Βλαδίμηρος ο Μέγας (980–1015) εισήγαγε το Χριστιανισμό, βαπτιζόμενος ο ίδιος, και με το βάπτισμα, με διάταγμα, των κατοίκων του Κιέβου και πέραν αυτού. Το Κράτος των Ρως έφθασε στη μεγαλύτερη έκτασή του υπό τον Γιαροσλάβ Α΄ (1019–1054). Οι γιοί του συνήλθαν και εξέδωσαν τον πρώτο γραπτό νομικό κώδικά του, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська), λίγο μετά το θάνατό του.

Το κράτος άρχισε να παρακμάζει στα τέλη του 11ου αιώνα και κατά το 12ο αιώνα, αποσυντιθέμενο σε διάφορες αντίπαλες περιφερειακές δυνάμεις. Εξασθένησε ακόμη περισσότερο από οικονομικούς παράγοντες, όπως η κατάρρευση των εμπορικών δεσμών με το Βυζάντιο λόγω της παρακμής της Κωνσταντινούπολης και της συνακόλουθης υποβάθμισης των εμπορικών δρόμων μέσω της επικράτειάς του. Το κράτος τελικά υπέκυψε στη μογγολική εισβολή της δεκαετίας του 1240.

Η πληθυσμιακή του σύνθεση ήταν κυρίως σλαβική και δευτερευόντως στο βορρά φιννική, όμως την εξουσία (διοικητική και στρατιωτική) κρατούσαν οι Βάραγγοι Ρως και τα Πολιανών Ρως. Το Πολιανών των αγρών αποτελούσε τον πολιτιστικό και πολιτικό πυρήνα, και αργότερα οι Βίκινγκς συγχωνεύτηκαν με τον πολιτισμό τους.[6][8] Στην εποχή της μέγιστης εξάπλωσής του εκτεινόταν από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική, και από τα Καρπάθια μέχρι τα Ουράλια Όρη.

Όσο υπήρχε το Κράτος των Ρως ήταν γνωστό ως «η χώρα των Ρως» (παλαιά Ανατολικά Σλαβικά και Εκκλησιαστικά Σλαβονικά: Рѹ́ська землѧ, Ρούσ'κα ζεμλιά, από το εθνώνυμο Рѹ́сь, Ρους), στα ελληνικά ως «Ρως», στα αρχαία γαλλικά ως "Russie, Rossie", στα λατινικά ως "Rus" (με τοπικές γερμανόφωνες παραλλαγές "Ruscia" και "Ruzzia") και από το 12ο αιώνα επίσης "Ruthenia" (Ρουθηνία). Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες, μεταξύ αυτών η «Ρουότσι», ο φινλανδικός προσδιορισμός για τη Σουηδία, και η «Ρως», φυλή από την περιοχή της κοιλάδας του μέσου Δνείπερου.

Ο όρος «Κιεβινή Ρωσία» (Київська Русь, Κύγιβσκα Ρους') επινοήθηκε το 10ο αιώνα στη ρώσικη ιστοριογραφία ως αναφορά στην περίοδο που το κέντρο του ήταν στο Κίεβο. Στα αγγλικά ο όρος εισήχθη στις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε βρίσκεται στην αγγλική μετάφραση του 1913 του έργου του Βασίλ Κλιουτσέφσκι Ιστορία της Ρωσίας, για τη διάκριση της πρώτης κρατικής οντότητας από τα διάδοχα κράτη, που επίσης ονομάζονταν Ρως. Αργότερα ο ρωσικός όρος μεταφράστηκε στα Λευκορωσικά αντίστοιχα ως Кіеўская Русь.

Πριν την εμφάνιση του Κράτους των Ρως τον 9ο αιώνα μ.Χ. οι χώρες μεταξύ της Βαλτικής Θάλασσας και της Μαύρης Θάλασσας κατοικούντο από ανατολικές σλαβικές φυλές. Στη βόρεια περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ ήταν οι Ιλμένοι Σλάβοι και οι γειτονικοί Κριβίτσι, που κατείχαν εδάφη γύρω από τις πηγές των ποταμών Δυτικού Ντβίνα, Δνείπερου και Βόλγα. Στα βόρεια, στις περιοχές της Λάντογκα και της Καρελίας ήταν η φιννική φυλή Τσουντ. Στα νότια, στην περιοχή γύρω από το Κίεβο, ήταν οι Πολιάνοι, ομάδα εκσλαβισμένων φυλών ιρανικής προέλευσης, οι Δρεβλιάνοι στα δυτικά του Δνείπερου και οι Σεβεριάνοι στα ανατολικά. Στα βόρεια και τα ανατολικά τους ήταν οι Βιάτιτσι, και στα νότιά τους δασωμένες εκτάσεις κατοικούμενες από Σλάβους αγρότες, και στέπες κατοικούμενες από νομάδες κτηνοτρόφους.

Υπάρχει αντιγνωμία για το αν οι Ρως ήταν Βάραγγοι ή Σλάβοι. Αυτή η αβεβαιότητα οφείλεται κυρίως στη σπανιότητα σύγχρονών τους πηγών. Αντίθετα, οι προσπάθειες να επιλυθεί το ζήτημα αυτό στηρίζονται σε αρχαιολογικά τεκμήρια, τις περιγραφές ξένων παρατηρητών, θρύλους και λογοτεχνία αιώνων αργότερα. Σε κάποιο βαθμό η αντιγνωμία σχετίζεται με τους θεμελιώδεις μύθους των κρατών της περιοχής. Σύμφωνα με τη «νορμανιστική» άποψη οι Ρως ήταν Σκανδιναβοί, ενώ οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί εθνικιστές ιστορικοί υποστηρίζουν γενικά ότι οι Ρως ήταν Σλάβοι. Οι νορμανιστικές θεωρίες εστιάζουν στην αρχαιότερη γραπτή πηγή για τους Ανατολικούς Σλάβους, το Ρωσικό Πρώτο Χρονικό, αν και αυτή ακόμη η περιγραφή δεν εμφανίσθηκε παρά το 12ο αιώνα. Εθνικιστικές περιγραφές έχουν υποστηρίξει ότι οι Ρως προϋπήρχαν της άφιξης των Βαράγγων, επισημαίνοντας ότι μόνο μια χούφτα σκανδιναβικών λέξεων μπορεί να βρεθεί στη σύγχρονη Ρωσική, και ότι τα σκανδιναβικά ονόματα στα πρώτα χρονικά γρήγορα αντικαταστάθηκαν από σλαβικά. Παρόλα αυτά αρχαιολογικά τεκμήρια από την περιοχή δείχνουν ότι υπήρχε σκανδιναβικός πληθυσμός μέχρι το 10ο αιώνα. Αφ' ετέρου πιθανολογείται ότι οι κυρίως Ρως ήταν μια μικρή κοινότητα Σκανδιναβών, που αποτελούσε μια κυβερνώσα ελίτ, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των υπηκόων τους ήταν Σλάβοι. Λαμβάνοντας υπόψη τα γλωσσικά επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί από εθνικιστές μελετητές, αν οι πρώτοι Ρως ήταν Σκανδιναβοί πρέπει να είχαν γρήγορα αφομοιωθεί, υιοθετώντας σλαβικές γλώσσες και άλλες πολιτιστικές πρακτικές.

Ο Άχμαντ ιμπν Φαλντάν, Άραβας περιηγητής του 10ου αιώνα, μας άφησε μια από τις αρχαιότερες γραπτές περιγραφές των Ρως. Αναφέρει ότι: «Είναι τόσο ψηλοί όσο μια χουρμαδιά, ξανθοί και κοκκινωποί και δεν φοράνε ούτε χιτώνα ούτε μανδύα. Οι άνδρες φορούν κυρίως ρούχα που καλύπτουν μόνο το μισό του σώματός τους και αφήνουν το ένα τους χέρι ελεύθερο». Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, που ήταν δύο φορές απεσταλμένος στη βυζαντινή αυλή (949 και 968), ταυτίζει τους «Ρούσους» με τους Νορμάνους («οι Ρούσοι, που εμείς ονομάζουμε με άλλο όνομα Νορμάνους»), αλλά εξηγεί το όνομα ως ελληνικό όρο που αναφέρεται στα φυσικά τους χαρακτηριστικά («Έναν ορισμένο λαό, που αποτελείται από μέρος των Νορμάνων και που οι Έλληνες ονομάζουν Ρούσους λόγω των φυσικών του χαρακτηριστικών, εμείς ορίζουμε ως Νορμάνους (Ανθρώπους του Βορρά) λόγω της τοποθεσίας της προέλευσής τους»). Ο Λέων ο Διάκονος, Βυζαντινός ιστορικός και χρονικογράφος του 10ου αιώνα, αναφέρεται στους Ρως ως «Σκύθες», και επισημαίνει ότι έτειναν να υιοθετούν ελληνικές τελετές και έθιμα.

Πρόσκληση των Βαράγγων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό τα εδάφη των Ανατολικών Σλάβων τον 9ο αιώνα ήταν μοιρασμένα μεταξύ των Βαράγγων και των Χαζάρων. Οι Βάραγγοι αναφέρεται για πρώτη φορά να επιβάλλουν φόρους σε σλαβικές και φινλανδικές φυλές το 859. Το 862 οι σλαβικές και φινλανδικές φυλές στην περιοχή του Νόβγκοροντ επαναστάτησαν κατά των Βαράγγων, διώχνοντάς τους «πέρα από τη θάλασσα και, αρνούμενες πια να πληρώνουν φόρο, ξεκίνησαν να αυτοκυβερνηθούν». Οι φυλές όμως δεν είχαν νόμους και γρήγορα άρχισαν να πολεμούν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να ξανακαλέσουν τους Βαράγγους να τους κυβερνήσουν και να φέρουν την ειρήνη στην περιοχή:

Η Πρόσκληση των Βαράγγων του Βίκτορ Βασνετσόφ: Ο Ρούρικ και οι αδελφοί του Σίνεους και Τρούβορ φθάνουν στις χώρες των Σλάβων του Νόβγκοροντ

Είπαν, "Ας αναζητήσουμε έναν πρίγκηπα που να μπορεί να μας κυβερνήσει και να μας κρίνει σύμφωνα με το Νόμο". Έτσι έφυγαν από τη χώρα και πήγαν στους Βαράγγους Ρως... Οι Τσουντ, οι Σλάβοι, οι Κριβίτσι και οι Βες είπαν τότε στους Ρως, "Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια αλλά δεν υπάρχει τάξη σ' αυτή. Ελάτε να μας κυβερνήσετε και να βασιλέψετε σε μας". Έτσι επέλεξαν τρεις αδελφούς, που πήραν μαζί τους όλους τους Ρως και μετανάστευσαν.

— Το Πρώτο Χρονικό

Οι τρεις αδελφοί - Ρούρικ, Σίνεους και Τρούβορ - εγκαταστάθηκαν στο Νόβγκοροντ, το Μπελοζέρσκ και το Ιζμπόρσκ αντίστοιχα. Τα δύο από τα αδέλφια πέθαναν και ο Ρούρικ έγινε ο μοναδικός κυρίαρχος της επικράτειας και ιδρυτής της δυναστείας των Ρουρικιδών. Λίγο αργότερα, δύο από τους άνδρες του Ρούρικ, οι Άσκολντ και Ντιρ, ζήτησαν την άδεια του να πάνε στο Τσάργκραντ (Κωνσταντινούπολη). Πηγαίνοντας προς νότον ανακάλυψαν «μια μικρή πόλη πάνω σε ένα λόφο», το Κίεβο, την απέσπασαν μαζί με τη γύρω περιοχή από τους Χαζάρους, εποίκισαν την περιοχή με περισσότερους Βαράγγους και «εγκαθίδρυσαν την κυριαρχία τους επί της χώρας των Πολιανών». (Πολιανοί, ανατολική σλαβική φυλή).

Το Χρονικό αναφέρει ότι οι Άσκολντ και Ντιρ συνέχισαν για την Κωνσταντινούπολη με ναυτικό, για να επιτεθούν στην πόλη το 863–866, αιφνιδιάζοντας τους Βυζαντινούς και λυμαινόμενοι τη γύρω περιοχή, αν και άλλες πηγές χρονολογούν την επίθεση στο 860. Ο Πατριάρχης Φώτιος παραστατικά περιγράφει την «καθολική» ερήμωση των προαστίων και των παρακείμενων νησιών και με περισσότερες λεπτομέρειες την καταστροφή και τη σφαγή της εισβολής. Οι Ρως οπισθοχώρησαν πριν επιτεθούν στην ίδια την πόλη, λόγω μιας καταιγίδας που διασκόρπισε τα σκάφη τους, ή της επιστροφής του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ή, κατά μεταγενέστερη περιγραφή, λόγω ενός θαύματος μετά από μία τελετουργική παράκληση του Πατριάρχη και του Αυτοκράτορα προς την Παναγία. Η επίθεση ήταν η πρώτη συμπλοκή μεταξύ Ρως και Βυζαντινών και παρακίνησε τον Πατριάρχη να στείλει ιεραποστόλους στο βορρά για να προσπαθήσουν να προσηλυτίσουν τους Ρως και τους Σλάβους.

Θεμελίωση του κράτους του Κιέβου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανατολικοσλαβικές φυλές και λαοί, 8ος-9ος αιώνας

Ο Ρούρικ ήταν ηγέτης των Ρως μέχρι το θάνατό του περί το 879, κληροδοτώντας το βασίλειό του στον συγγενή του, Πρίγκηπα Ολέγκ, ως αντιβασιλέα για τον νεαρό γιο του Ίγκορ (Ίγκορ στα ρωσικά, συνήθως γράφεται Ιγκόρ στα ελληνικά). Το 880-82 ο Ολέγκ οδήγησε μια στρατιωτική δύναμη προς νότον κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου, καταλαμβάνοντας το Σμολένσκ και το Λιούμπετς, πριν φθάσει στο Κίεβο, όπου εκθρόνισε και σκότωσε τους Άσκολντ και Ντιρ, αυτοανακηρύχθηκε πρίγκηπας και ανακήρυξε το Κίεβο «μητέρα των πόλεων των Ρως». Ο Ολέγκ άρχισε να εδραιώνει την εξουσία του στη γύρω περιοχή και τους ποτάμιους δρόμους βόρεια προς το Νόβγκοροντ, επιβάλλοντας φόρο στις ανατολικές σλαβικές φυλές. Το 883 υπέταξε τους Δρεβλιανούς, επιβάλλοντάς τους φόρο γούνας. Το 885 είχε υποτάξει τους Πολιάνους, τους Σεβεριάνους, τους Βιάτιτσι και τους Ραντίμιτσι, απαγορεύοντάς τους να πληρώνουν πλέον φόρο στους Χαζάρους. Ο Ολέγκ συνέχισε να αναπτύσσει και να επεκτείνει ένα δίκτυο οχυρών των Ρως στις σλαβικές χώρες, που είχε ξεκινήσει ο Ρούρικ στο βορρά.

Το νέο κράτος του Κιέβου ευημερούσε λόγω της άφθονης προσφοράς για εξαγωγή γούνας, κεριού, μελιού και σκλάβων, και επειδή ήλεγχε τρεις κύριους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Ευρώπης. Στο βορρά το Νόβγκοροντ λειτουργούσε ως εμπορικός σύνδεσμος μεταξύ της Βαλτικής Θάλασσας και του εμπορικού δρόμου του Βόλγα προς τις χώρες των Βουλγάρων του Βόλγα, των Χαζάρων και, μέσω της Κασπίας Θάλασσας, μέχρι τη Βαγδάτη, παρέχοντας πρόσβαση σε αγορές και προϊόντα από την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Το εμπόριο από τη Βαλτική γινόταν επίσης προς νότον με ένα δίκτυο ποταμών και μικρών μεταβιβάσεων κατά μήκος του Δνείπερου, γνωστό ως «Εμπορικό Δρόμο Βαράγγων - Ελλήνων», καταλήγοντας στη Μαύρη Θάλασσα και στην Κωνσταντινούπολη. Το Κίεβο ήταν κεντρικός σταθμός κατά μήκος του δρόμου του Δνείπερου και του από Ανατολή προς Δύση χερσαίου εμπορικού δρόμου μεταξύ των Χαζάρων και των γερμανικών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτές οι εμπορικές συνδέσεις πλούτιζαν τους εμπόρους και τους πρίγκηπες των Ρως, χρηματοδοτώντας στρατιωτικές δυνάμεις και την κατασκευή εκκλησιών, ανακτόρων, φρουρίων, ακόμη και πόλεων. Η ζήτηση για αγαθά πολυτελείας προώθησε την παραγωγή ακριβών κοσμημάτων και θρησκευτικών ειδών, επιτρέποντας την εξαγωγή τους, ενώ ίσως να υπήρχε και ένα προηγμένο σύστημα πίστωσης και δανεισμού χρημάτων.

Πρώτες εξωτερικές σχέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άστατες πολιτικές της στέπας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γρήγορη επέκταση των Ρως προς το νότο οδήγησε σε σύγκρουση και άστατες σχέσεις με τους Χαζάρους και άλλους γείτονες της στέπας του Πόντου. Οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στη στέπα της Μαύρης Θάλασσας τον 8ο αιώνα, εμπορευόμενοι και συχνά συμμαχώντας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά των Περσών και των Αράβων. Στα τέλη του 8ου αιώνα η κατάρρευση του Χαγανάτου των Ουράνιων Τούρκων έκανε τους Μαγυάρους και τους Πετσενέγους, άλλους Ουγγρικούς και Τουρκικούς λαούς από την Κεντρική Ασία να μεταναστεύσουν δυτικά στην περιοχή της στέπας, οδηγώντας σε στρατιωτική σύγκρουση, διατάραξη του εμπορίου και αστάθεια με το Χαγανάτο των Χαζάρων. Οι Ρως και οι Σλάβοι είχαν παλαιότερα συμμαχήσει με τους Χαζάρους κατά των αραβικών επιδρομών στον Καύκασο, αλλά στρέφονταν όλο και περισσότερο εναντίον τους για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων.

Ο εμπορικός δρόμος του Βόλγα (κόκκινο), ο «εμπορικός δρόμος Βαράγγων - Ελλήνων» (μωβ) και άλλοι εμπορικοί δρόμοι του 8ου-12ου αιώνα (πορτοκαλί)

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μπόρεσε να επωφεληθεί της αναταραχής για να επεκτείνει την πολιτική επιρροή και τις εμπορικές της σχέσεις, πρώτα με τους Χαζάρους και αργότερα με τους Ρως και άλλες ομάδες της στέπας. Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν το Θέμα της Χερσώνος, επίσημα γνωστό ως Κλίματα, στην Κριμαία τη δεκαετία του 830 για να αμυνθούν έναντι των επιδρομών των Ρως και για να προστατεύσουν τις ζωτικής σημασίας αποστολές σιτηρών που προμήθευαν την Κωνσταντινούπολη. Η Χερσώνα λειτουργούσε επίσης ως βασικός διπλωματικός σύνδεσμος με τους Χαζάρους και άλλους στη στέπα και έγινε το κέντρο του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας. Οι Βυζαντινοί βοήθησαν επίσης τους Χαζάρους να ανεγείρουν ένα φρούριο στο Σαρκέλ, στον ποταμό Ντον, για να προστατεύσουν τα βορειοδυτικά τους σύνορα από τις επιδρομές Τούρκων μεταναστών και Ρως και για να ελέγχουν τους εμπορικούς δρόμους των καραβανιών και το πέρασμα μεταξύ των ποταμών Ντον και Βόλγα.

Η επέκταση των Ρως αύξησε την στρατιωτική και οικονομική πίεση επί των Χαζάρων, αποστερώντας τους από εδάφη, παραποτάμιες οδούς και εμπόριο. Γύρω στα 890 ο Ολέγκ ξεκίνησε ένα αμφίρροπο πόλεμο στα εδάφη του κάτω Δνείστερου και Δνείπερου ποταμού με τους Τίβερτσι και Ούλιτσι (ανατολικές πρωτοσλαβικές φυλές), που πιθανόν ενεργούσαν ως υποτελείς των Μαγυάρων, εμποδίζοντας την πρόσβαση των Ρως στη Μαύρη Θάλασσα. Το 894 οι Μαγυάροι και οι Πετσενέγοι ενεπλάκησαν στους πολέμους μεταξύ των Βυζαντινών και της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί έβαλαν τους Μαγυάρους να επιτεθούν στη Βουλγαρική επικράτεια από βορρά και η Βουλγαρία με τη σειρά της έπεισε τους Πετσενέγους να επιτεθούν στους Μαγυάρους από τα μετόπισθεν. Εγκλωβισμένοι οι Μαγυάροι αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν δυτικότερα μέσω των Καρπαθίων στην ουγγρική πεδιάδα, αποστερώντας τους Χαζάρους από ένα σημαντικό σύμμαχο και ένα ανάχωμα έναντι των Ρως. Η μετανάστευση των Μαγυάρων επέτρεψε την πρόσβαση των Ρως στη Μαύρη Θάλασσα και γρήγορα εξαπέλυσαν επιθέσεις στα εδάφη των Χαζάρων κατά μήκος των ακτών, στον ποταμό Ντον και στην περιοχή του κάτω Βόλγα. Οι Ρως επέδραμαν και λεηλατούσαν στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας από το 864, με την πρώτη μεγάλης κλίμακας εκστρατεία το 913, οπότε επέδραμαν εκτεταμένα στο Μπακού, στο Γκιλάν και στο Μαζανταράν (νότια) και διείσδυσαν στον Καύκασο.

Το 10ο αιώνα οι Χάζαροι δεν ήταν πια σε θέση να επιβάλλουν φόρους στους Βούλγαρους του Βόλγα και οι σχέσεις τους με τους Βυζαντινούς επιδεινώθηκαν, καθώς το Βυζάντιο όλο και περισσότερο συμμαχούσε με τους Πετσενέγους εναντίον τους. Οι Πετσενέγοι μπορούσαν έτσι με ασφάλεια να κάνουν επιδρομές στα εδάφη των Χαζάρων από τη βάση τους μεταξύ των ποταμών Βόλγα και Ντον, επιτρέποντάς τους να επεκταθούν προς τα δυτικά. Οι σχέσεις των Ρως με τους Πετσενέγους ήταν περίπλοκες, καθώς εναλλάξ σχημάτιζαν συμμαχίες μαζί είτε ο ένας εναντίον του άλλου. Οι Πετσενέγοι ήταν νομάδες περιπλανώμενοι στη στέπα ως κτηνοτρόφοι ανταλλάσσοντας τα προϊόντα τους με τους Ρως έναντι γεωργικών και άλλων προϊόντων. Το επικερδές εμπόριο των Ρως με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περνούσε από τα ελεγχόμενα από τους Πετσενέγους εδάφη, έτσι ήταν ουσιαστική η ανάγκη για γενικά ειρηνικές σχέσεις. Ωστόσο ενώ το Πρώτο Χρονικό αναφέρει ότι οι Πετσενέγοι μπήκαν στην επικράτεια των Ρως το 915 και κατόπιν έκαναν ειρήνη, πολέμησαν πάλι μεταξύ τους το 920. Αναφέρεται ότι οι Πετσενέγοι βοήθησαν τους Ρως σε μεταγενέστερες εκστρατείες κατά των Βυζαντινών, ενώ κατά καιρούς συμμαχούσαν με τους Βυζαντινούς κατά των Ρως.

Σχέσεις Ρως - Βυζαντινών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Ρως κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης (860)

Μετά την επίθεση των Ρως στην Κωνσταντινούπολη το 860 ο Βυζαντινός Πατριάρχης Φώτιος έστειλε ιεραποστόλους στο βορρά να προσηλυτίσουν τους Ρως και τους Σλάβους. Ο Πρίγκιπας Ραστισλάβος της Μοραβίας είχε ζητήσει από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να του φέρει δασκάλους να ερμηνεύσουν τις ιερές γραφές, έτσι το 863 οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος στάλθηκαν ως ιεραπόστολοι, λόγω της γνώσης τους της Σλαβονικής γλώσσας. Οι Σλάβοι δεν είχαν γραπτή γλώσσα έτσι οι αδελφοί επινόησαν το Γλαγολιτικό αλφάβητο, που αργότερα εξελίχθηκε στο Κυριλλικό, και τυποποίησαν τη γλώσσα των Σλάβων, γνωστή αργότερα ως Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική. Μετέφρασαν τμήματα της Αγίας Γραφής, συνέταξαν τον πρώτο σλαβικό αστικό κώδικα και άλλα κείμενα, και η γλώσσα και τα κείμενα διαδόθηκαν σε όλα τα σλαβικά εδάφη, μεταξύ αυτών και στους Ρως. Η αποστολή των Κύριλλου και Μεθόδιου υπηρέτησε τόσο προσηλυτιστικούς όσο και διπλωματικούς σκοπούς, μεταδίδοντας τη βυζαντινή πολιτιστική επιρροή για την υποστήριξη της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας. Το 867 ο Πατριάρχης ανακοίνωσε ότι οι Ρως είχαν δεχτεί έναν επίσκοποβ και το 874 μιλάει για έναν "Αρχιεπίσκοπο των Ρως".

Οι σχέσεις μεταξύ των Ρως και των Βυζαντινών έγιναν πιο σύνθετες, αφότου ο Ολέγκ απέκτησε τον έλεγχο του Κιέβου, αντανακλώντας τις εμπορικές, πολιτιστικές και στρατιωτικές ανησυχίες. Ο πλούτος και τα εισοδήματα των Ρως εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο με το Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιέγραψε την ετήσια έλευση των πριγκίπων του Κιέβου, που συνέλεγαν φόρους από υποτελείς φυλές, συγκέντρωναν τα προϊόντα σε ένα στολίσκο από εκατοντάδες σκάφη, τα οδηγούσαν μέσω του Δνείπερου στη Μαύρη Θάλασσα και, πλέοντας προς τις εκβολές του Δνείστερου, στο δέλτα του Δούναβη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Στο ταξίδι της επιστροφής τους μετέφεραν μεταξωτά υφάσματα, μπαχαρικά, κρασί και φρούτα. Η σπουδαιότητα αυτής της εμπορικής σχέσης οδηγούσε σε στρατιωτική δράση όταν προέκυπταν διαφορές. Το Πρώτο Χρονικό αναφέρει ότι οι Ρως επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πάλι το 907, πιθανό για να διασφαλίσουν την εμπορική πρόσβαση. Το Χρονικό υμνεί τη στρατιωτική ανδρεία και ευφυΐα του Ολέγκ, περιγραφή γεμάτη με μυθικές λεπτομέρειες. Οι βυζαντινές πηγές δεν μνημονεύουν την επίθεση, αλλά δύο συνθήκες του 907 και του 911 καθορίζουν μια εμπορική συμφωνία με τους Ρως. Οι όροι της υποδηλώνουν πίεση προς τους Βυζαντινούς, που παραχωρούν καταλύματα και εφοδιασμό για τους εμπόρους των Ρως και εμπορικά προνόμια αφορολόγητου.

Το Χρονικό αναφέρει μια μυθική ιστορία για το θάνατο του Ολέγκ. Ένας μάγος προφητεύει ότι ο θάνατος του Μεγάλου Πρίγκηπα θα είχε σχέση με ένα ορισμένο άλογο. Ο Ολέγκ βάζει σε απομόνωση το άλογο, που αργότερα πεθαίνει. Ο Ολέγκ το επισκέπτεται και στέκεται πάνω από το πτώμα, επιχαίροντας ότι διέφυγε την απειλή, όταν ένα φίδι κρυμμένο ξεπροβάλλει μέσα από τα κόκαλα του αλόγου, τον δαγκώνει και γρήγορα ο Ολέγκ αρρωσταίνει και πεθαίνει. Το Χρονικό αναφέρει ότι τον Ολέγκ διαδέχθηκε το 913 ο Πρίγκηπας Ίγκορ, και μετά από κάποιες σύντομες διενέξεις με τους Δρεβλιανούς και τους Πετσενέγους, ακολούθησε μια περίοδος ειρήνης πάνω από είκοσι έτη.

Η εκδίκηση της Πριγκίπισσας Όλγας προς τους Δρεβλιανούς, Χρονικό Ράτζιβιλ

Το 941 ο Ίγκορ ηγήθηκε μιας ακόμη μεγάλης επίθεσης των Ρως στην Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα πάλι για εμπορικά δικαιώματα. Ένας στόλος 10.000 πλοίων, μαζί με Πετσενέγους συμμάχους, προσάραξε στις ακτές της Βιθυνίας και ερήμωσε την ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Η επίθεση έγινε την κατάλληλη στιγμή, καθώς ο βυζαντινός στόλος ήταν απασχολημένος με τους Άραβες στη Μεσόγειο και ο κύριος όγκος του στρατού βρισκόταν στην Ανατολή. Οι Ρως έκαψαν πόλεις, εκκλησίες και μοναστήρια, σφάζοντας και λεηλατώντας. Ο αυτοκράτορας φρόντισε να εξοπλίσει μια μικρή ομάδα αποσυρμένων πλοίων με υγρό πυρ και τα έστειλε να αντιμετωπίσουν τους Ρως, παρασύροντάς τους να περικυκλώσουν το στολίσκο πριν εξαπολύσουν το υγρό πυρ. Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας έγραψε ότι "οι Ρως, βλέποντας τις φλόγες, πήδηξαν στη θάλασσα, προτιμώντας το νερό από τη φωτιά. Μερικοί βυθίστηκαν, υπό το βάρος των θωράκων και των κρανών τους, ενώ άλλοι έπιασαν φωτιά". Όσοι αιχμαλωτίστηκαν αποκεφαλίστηκαν. Το εγχείρημα διέλυσε το στόλο των Ρως αλλά οι επιθέσεις τους συνεχίστηκαν στην ενδοχώρα μέχρι τη Νικομήδεια με πολλές θηριωδίες, με αναφορές ότι θύματα σταυρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως στόχοι. Τελικά ένας βυζαντινός στρατός έφθασε από τα Βαλκάνια για να απωθήσει τους Ρως και αναφέρεται ότι ένα ναυτικό σώμα κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου των Ρως κατά την αποχώρησή του (πιθανόν υπερβολή, καθώς οι Ρως γρήγορα πραγματοποίησαν νέα επίθεση). Η έκβαση της αναμέτρησης φανερώνει αυξημένη στρατιωτική ισχύ του Βυζαντίου σε σχέση με το 911, προκαλώντας μεταβολή στην ισορροπία δυνάμεων.

Ο Ίγκορ επέστρεψε στο Κίεβο επιζητώντας εκδίκηση. Συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη πολεμιστών από γειτονικούς Σλάβους και Πετσενέγους συμμάχους και ζήτησε ενισχύσεις από τους Βαράγγους «πέρα από τη θάλασσα». Το 944 η δύναμη των Ρως προέλασε πάλι κατά των Βυζαντινών, από ξηρά και θάλασσα, και ανταπάντησε μια βυζαντινή δύναμη από τη Χερσώνα. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έστειλε δώρα και πρόσφερε φόρο αντί πολέμου και οι Ρως δέχθηκαν. Το 945 συναντήθηκαν απεσταλμένοι Ρως, Βυζαντινών και Βουλγάρων και έγινε μια συνθήκη ειρήνης. Η συμφωνία εστίαζε πάλι στο εμπόριο, αλλά αυτή τη φορά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τους Ρως, περιλαμβάνοντας αυστηρές ρυθμίσεις για τη συμπεριφορά των εμπόρων τους στη Χερσώνα και στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένες ποινές για τις παραβιάσεις των νόμων. Οι Βυζαντινοί μπορεί να παρακινήθηκαν να συμφωνήσουν τη συνθήκη λόγω ανησυχίας για τυχόν παρατεινόμενη συμμαχία Ρως, Πετσενέγων και Βουλγάρων εναντίον τους, αν και οι ακόμα ευνοϊκότεροι όροι υποδηλώνουν αλλαγή των ισορροπιών.

Ο Ίγκορ όμως αποτυγχάνει να ελέγξει στην ανατολή τους Χαζάρους, οι οποίοι ξαναρχίζουν να λεηλατούν την ύπαιθρο, και στη δύση τους Δρεβλιανούς (σλαβικό φύλο) που αρνούνται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο Κίεβο. Οι τελευταίοι μάλιστα τον δολοφονούν το 945.

Ενώ διεξάγονται τα παραπάνω σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία εκσλαβισμού της αριστοκρατίας που διοικεί το κράτος. Μολονότι η βαραγγική καταγωγή εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη ανωτέρων δημοσίων αξιωμάτων, φαίνεται ότι πολιτισμικά οι Βάραγγοι απορροφώνται από το υπέρτερο σλαβικό στοιχείο και σταδιακά υιοθετούν τη σλαβική γλώσσα και συνήθειες (και για λόγους όμως πολιτικούς, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης και διαιώνισης μιας ξενικής ελίτ).

Σύνοψις Ιστοριών, συνάντηση μεταξύ Ιωάννη Τσιμισκή και Σβιατοσλάβ Α΄

Toν Ίγκορ διαδέχεται ο τριετής γιος του, πρίγκηπας Σβιατοσλάβ Α΄. Μέχρι όμως να φθάσει τα είκοσι, την πραγματική εξουσία ασκεί η χριστιανή μητέρα του Χέλγκα (μετέπειτα Αγία Όλγα). Το 962 ο Σβιατοσλάβ A' αναλαμβάνει την πλήρη ηγεσία και σε μία δεκαετία υπερδιπλασιάζει την έκταση του κράτους του, συμμαχώντας με τους Πετσενέγους και υποτάσσοντάς όλους τους γειτονικούς λαούς: τους Βουλγάρους του Βόλγα και τους Μορδβίνους (φιννικό φύλο) στην ανατολή, τους Χαζάρους στο νότο και Βουλγάρους του Δούναβη στα Βαλκάνια. Βέβαιος ότι θα σταθεροποιήσει τον έλεγχο στα νέα εδάφη, μετακινεί την πρωτεύουσα στη βουλγαρική πόλη Περεγιασλάβετς (στο Δέλτα του Δούναβη) το 969 ελπίζοντας να την κάνει κέντρο του ευρωπαϊκού εμπορίου. Το όραμά του όμως αποτυγχάνει - οι Βυζαντινοί στρέφονται εναντίον του, θεωρώντας ότι μπαίνει στα χωράφια τους, και έως το 971 καταλύουν όλες τις βαλκανικές κτήσεις του, μεταξύ των οποίων και το Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα υποκινούν τους Πετσενέγους να επιτεθούν στο Κίεβο, ενώ και οι ανατολικοί υποτελείς των Ρως εξεγείρονται και ανακτούν την ανεξαρτησία τους. Ο Σβιατοσλάβ αναγκάζεται να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί στα προ δεκαετίας σύνορα, αλλά καθώς γυρνά στο Κίεβο δολοφονείται ύπουλα (972) από Πετσενέγους, κατ' εντολή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή που ήθελε να ξεμπερδεύσει οριστικά μαζί του.

Στο τέλος της σύντομης ζωής του ο Σβιατοσλάβ είχε το μεγαλύτερο κράτος στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με τον προσηλυτισμό της μητέρας του στο Χριστιανισμό, ο ίδιος, όπως και η ακολουθία του, παρέμενε ένθερμος ειδωλολάτρης. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του σε ενέδρα, οι κατακτήσεις του Σβιατοσλάβ κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν παγιώθηκαν σε λειτουργική αυτοκρατορία, ενώ η αποτυχία του να δημιουργήσει σταθερή διαδοχή οδήγησε σε μια αδελφοκτόνο διαμάχη ανάμεσα στους γιους του, με αποτέλεσμα τη δολοφονία των δύο από τους τρεις.

Βασιλεία του Βλαδίμηρου και εκχριστιανισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ρογκνέντα του Πόλοτσκ, ο Βλαδίμηρος Α΄ του Κιέβου και ο Ιζιασλάβ του Πόλοτσκ

Αν και τα επιτεύγματα του Σβιατοσλάβ διήρκεσαν μόλις λίγα χρόνια, αύξησαν σημαντικά το διεθνές κύρος του κράτους του και συνετέλεσαν στο να εγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του Κιέβου σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες. Δεν τεκμηριώνεται σαφώς πότε εισήχθη για πρώτη φορά ο τίτλος του Μεγάλου Δούκα, αλλά η σπουδαιότητα του πριγκηπάτου του Κιέβου αναγνωρίστηκε μετά το θάνατο του Σβιατοσλάβ Α΄ και τη διαμάχη που ακολούθησε μεταξύ Βλαδίμηρου του Μέγα και Γιαροπόλκ Α΄. Η περιοχή του Κιέβου κυριάρχησε στο κράτος των Ρως τους δύο επόμενους αιώνες. Ο Μέγας Πρίγκηπας ("Βελίκι Κνιαζ") ήλεγχε τις περιοχές γύρω από την πόλη, και οι (θεωρητικά κατώτεροι) συγγενείς του τις άλλες πόλεις της επικράτειας και του πλήρωναν φόρο. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις της μέγιστης ακμής του κράτους των Ρως, στην οποία έφθασε στα χρόνια του Βλαδίμηρου του Μεγάλου (980–1015) και του Πρίγκηπα Γιαροσλάβ Α΄ του Σοφού (1019–1054). Και οι δύο ηγέτες συνέχισαν τη σταθερή επέκταση του κράτους των Ρως, που είχε αρχίσει υπό τον Ολέγκ.

Η βάπτιση του Βλαδίμηρου, Βίκτορ Βασνετσόφ (1890)

Ο Βλαδίμηρος ήταν πρίγκιπας του Νόβγκοροντ όταν ο πατέρας του Σβιατοσλάβ Α΄ πέθανε το 972. Αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σκανδιναβία, όταν ο ετεροθαλής αδελφός του (και νόμιμος διάδοχος) Γιαροπόλκ δολοφόνησε τον άλλο αδελφό του και πήρε το θρόνο. Στη Σκανδιναβία, με τη βοήθεια του συγγενή του Κόμη Χάακον Σίγκουρντσον, ηγεμόνα της Νορβηγίας, ο Βλαδίμηρος συγκέντρωσε ένα στρατό από Βίκινγκς και ανακατέλαβε το Νόβγκοροντ και το Κίεβο από τον Γιαροπόλκ το 980. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του, ως Πρίγκηπα του Κιέβου, ήταν ο εκχριστιανισμός των Ρως, που ξεκίνησε το 988. Σύμφωνα με την «ποιητική» περιγραφή του Πρώτου Χρονικού, όταν ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να αντικαταστήσει τον παγανισμό των Σλάβων με μια άλλη θρησκεία, έστειλε μερικούς από τους πολυτιμότερους συμβούλους και πολεμιστές τους σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Αφού πήγαν στους καθολικούς, τους Ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη. Απέρριψαν το Ισλάμ, γιατί μεταξύ άλλων, απαγόρευε την κατανάλωση οινοπνεύματος και τον Ιουδαϊσμό γιατί ο θεός των Εβραίων επέτρεψε ο εκλεκτός λαός του να αποστερηθεί τη χώρα του. Βρήκαν τις τελετές στη ρωμαϊκή εκκλησία βαρετές. Στην Κωνσταντινούπολη όμως τόσο πολύ θαμπώθηκαν από την ομορφιά του ναού της Αγίας Σοφίας και της λειτουργίας που γινόταν εκεί, ώστε πήραν εκεί την απόφασή τους και για την πίστη που ήθελαν να ακολουθήσουν. Γυρνώντας στο Κίεβο, έπεισαν τον Βλαδίμηρο ότι η πίστη του βυζαντινού δόγματος ήταν η καλύτερη επιλογή, έτσι ο Βλαδίμηρος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παντρεύτηκε την Πριγκίπισσα Αννα, αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β´.

Ο πίνακας του Ιβάν Έγκινκ παρουσιάζει τον Βλαδίμηρο να ακούει τους Ορθόδοξους ιερείς, ενώ ο παπικός απεσταλμένος στέκεται στην άκρη δυσαρεστημένος

Η επιλογή από τον Βλαδίμηρο της Ανατολικής Εκκλησίας ίσως να οφειλόταν στους στενούς προσωπικούς δεσμούς του με την Κωνσταντινούπολη, που κυριαρχούσε στη Μαύρη Θάλασσα και συνεπώς στο εμπόριο του ζωτικότερου εμπορικού δρόμου του Κιέβου, του ποταμού Δνείπερου. Η προσκόλληση στην Ανατολική Εκκλησία είχε μακροπρόθεσμες πολιτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές συνέπειες. Η θεία λειτουργία της εκκλησίας ήταν γραμμένη στο Κυριλλικό αλφάβητο, σε ένα σύνολο μεταφράσεων από τα Ελληνικά, που είχαν γίνει για τους σλαβικούς λαούς. Αυτά τα κείμενα διευκόλυναν τον προσηλυτισμό των Ανατολικών Σλάβων στο Χριστιανισμό και τους εισήγαγαν στοιχειωδώς στην ελληνική φιλοσοφία, επιστήμη και ιστοριογραφία, χωρίς να αναγκασθούν να μάθουν Ελληνικά (υπήρχαν μερικοί έμποροι που συναλλάσσονταν με Έλληνες και πιθανότατα κατανοούσαν την Ελληνική των επιχειρήσεων της εποχής). Αντιθέτως οι μορφωμένοι άνθρωποι στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη μάθαιναν Λατινικά. Απολαμβάνοντας την ανεξαρτησία τους από τη ρωμαϊκή εξουσία και απαλλαγμένοι από το δόγμα της εκμάθησης της Λατινικής οι Ανατολικοί Σλάβοι ανέπτυξαν τη δικιά τους λογοτεχνία και καλές τέχνες, αρκετά διακριτές από εκείνες άλλων Ορθόδοξων χωρών. Μετά το Σχίσμα του 1054 η εκκλησία των Ρως διατήρησε την κοινωνία της τόσο με τη Ρώμη όσο και με την Κωνσταντινούπολη για κάποιο διάστημα, αλλά, μαζί με τις περισσότερες Ανατολικές εκκλησίες, τελικά υιοθέτησε το σχίσμα ακολουθώντας την Ορθοδοξία. Έτσι, σε αντίθεση με άλλα τμήματα του ελληνικού κόσμου, οι Ρως του Κιέβου δεν είχαν έντονη εχθρότητα για το δυτικό κόσμο.

Ο Γιαροσλάβ, γνωστός ως «ο Σοφός», αγωνίστηκε για την εξουσία με τους αδελφούς του. Γιος του Βλαδίμηρου του Μεγάλου, ήταν αναπληρωτής αντιβασιλέας του Νόβγκοροντ όταν πέθανε ο πατέρας του το 1015. Στη συνέχεια ο μεγαλύτερος επιζών αδελφός του, Σβιατοπόλκ ο Αθεόφοβος, σκότωσε τρεις από τους άλλους αδελφούς του και πήρε την εξουσία στο Κίεβο. Ο Γιαροσλάβ, με την ενεργό υποστήριξη των Νοβγκοροντινών και τη βοήθεια εμπόρων των Βίκιγκς, νίκησε τον Σβιατοπόλκ και έγινε μέγας πρίγκηπας του Κιέβου το 1019. Παρόλο όμως που εγκατέστησε πρώτα την εξουσία του στο Κίεβο το 1019, απέκτησε την αδιαμφισβήτητη εξουσία επί όλων των Ρως μόνο το 1036. Όπως ο Βλαδίμηρος, ο Γιαροσλάβ ανυπομονούσε να βελτιώσει τις σχέσεις του με την υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η εγγονή του Γιαροσλάβ Ευπραξία, κόρη του γιου του, Βσεβολόντ Α΄, Πρίγκηπα του Κιέβου, παντρεύτηκε τον Ερρίκο Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Γιαροσλάβ κανόνισε επίσης γάμους για την αδελφή του και τις τρεις κόρες του με τους βασιλιάδες Πολωνίας, Γαλλίας, Ουγγαρίας και Νορβηγίας αντίστοιχα. Ανήγειρε τον Καθεδρικό της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο και τον Καθεδρικό της Αγίας Σοφίας στο Νόβγκοροντ, υποστήριξε τον τοπικό κλήρο και το μοναχισμό και λέγεται ότι ίδρυσε ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Οι γιοι του Γιαροσλάβ εξέδωσαν τον πρώτο νομικό κώδικα των Ανατολικών Σλάβων, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська), και δημιούργησαν τη μεγάλη μονή Λάβρα Πετσέρσκ του Κιέβου, που λειτούργησε στο κράτος των Ρως ως εκκλησιαστική ακαδημία.

Τους αιώνες που ακολούθησαν την ίδρυση του κράτους οι απόγονοι του Ρούρικ μοιράζονταν την εξουσία στο κράτος των Ρως. Η πριγκιπική διαδοχή πήγαινε από τον μεγαλύτερο αδελφό στο νεότερο και από τον θείο στον ανηψιό, καθώς και από πατέρα σε γιο. Τα νεαρότερα μέλη της δυναστείας άρχιζαν συνήθως την επίσημη σταδιοδρομία τους ως κυβερνήτες μιας μικρής περιφέρειας, προχωρούσαν σε πιο προσοδοφόρες ηγεμονίες και κατόπιν συναγωνίζονταν για τον πολυπόθητο θρόνο του Κιέβου.

Χρονολόγιο των Ρως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χρονολογία Από την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (860) έως τις πρώτες αυτονομήσεις (1054)
Έθνος αφανές, έθνος ανάριθμον, έθνος εν ανδραπόδοις ταττόμενο, άγνωστον μεν, αλλ΄ από της εφ΄ ημάς στρατεία όνομα λαβόν (έθνος μυστηριώδες, πολυπληθές, που ήρθε να μας υποδουλώσει, που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα και μάθαμε το όνομά του όταν επιτέθηκε εναντίον μας).
Φωτίου, Ομιλία δευτέρα 860 εις την έφοδον των Ρως.
860 Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από το άγνωστο έως τότε στους Βυζαντινούς, φύλο των Ρως.
862 Ο Ριούρικ ή Ρούρικ, ηγέτης των Βαράγγων - Ρως στην περιοχή της Στάραγια Λάντογκα.
863-864 Ιεραποστολικό έργο Κύριλλου και Μεθόδιου. Εκχριστιανισμός των Σλάβων της Μοραβίας και των Βουλγάρων.
879 Θάνατος του Ρούρικ. Τον διαδέχεται ο Ολέγκ.
882 Μεταφορά της πρωτεύουσας στο Κίεβο.
907 Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους υπό τον Ολέγκ.
911 Βυζαντινορωσική συνθήκη που ρυθμίζει τους όρους με τους οποίους μπορούν οι Ρώσοι να εμπορεύονται στην Κωνσταντινούπολη.
941 Ήττα των Ρώσων υπό τον Ίγκορ προ της Κωνσταντινούπολης.
944 Νέα βυζαντινορωσική εμπορική συνθήκη.
945-961 Η Όλγα ηγεμόνας του Κιέβου.
961-972 Σβιατοσλάβ Α΄.
967-969 Συμμαχία Βυζαντινών και Ρώσων εναντίον των Βουλγάρων.
969-972 Ρωσοβυζαντινός πόλεμος. Ο Ιωάννης Τσιμισκής αντιμετωπίζει επιτυχώς τον Σβιατοσλάβ, που είχε βλέψεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Θάνατος του τελευταίου σε ενέδρα των Πετσενέγων.
980-1019 Βλαδίμηρος.
988 Βάπτιση του Βλαδίμηρου και των Ρώσων στο Κίεβο. Γάμος του Βλαδίμηρου με την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου.
1019-1054 Γιαροσλάβ Α΄ ο Σοφός. Κωδικοποίηση του Δικαίου. Για πρώτη φορά ο Ρώσος ηγεμόνας αποκαλείται «τσάρος», που προέρχεται από το λατ. Caesar (καίσαρας). Εμφύλιοι των γιων του για την εξουσία μετά το θάνατό του.

Κατακερματισμός και παρακμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα χρόνια του Ολέγκ, η δομή της εξουσίας ήταν σαφής: ο Πρίγκηπας του Κιέβου στην κορυφή και κάτω από αυτόν ένα διορισμένο επιτελείο ευγενών - τοπικών πριγκήπων, οι οποίοι είχαν την πολιτική/στρατιωτική ευθύνη των περιφερειών. Κάθε φορά που στο κράτος εντάσσονταν νέες περιφέρειες ή οι υπάρχουσες αναπτύσσονταν τόσο που χρειαζόταν κατάτμησή τους για να διοικηθούν σωστά, μεγάλωνε και το επιτελείο. Οι ευγενείς φρόντιζαν να κυβερνούν σύμφωνα με τις εντολές που έρχονταν από το Κίεβο, ώστε να πάρουν προαγωγή σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες περιφέρειες και να έχουν πλεονεκτική θέση στον αγώνα της διαδοχής όταν θα ερχόταν η ώρα. Αυτό το σχήμα διοίκησης ήταν αποτελεσματικό στην αρχή, όταν το επιτελείο ήταν μικρό, όπως και αργότερα, όταν βασίλευαν μεγάλες φυσιογνωμίες που επέβαλαν με στιβαρό χέρι την ενότητα.

Όμως τον 11ο αιώνα άρχισε η αποσύνθεση του κράτους των Ρως, μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού. Η θέση του Μεγάλου Πρίγκηπα του Κιέβου εξασθένησε με την αυξανόμενη επιρροή των περιφερειακών φατριών. Μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού, η σύμπνοια των ευγενών τίθεται σε αμφιβολία. Τα πολυάριθμα μέλη του επιτελείου ταυτίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα της περιοχής τους παρά με τις επιδιώξεις της κεντρικής διοίκησης. Την κατάσταση αυτή επιτείνει ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων, όπου συμμετέχουν όλοι οι άνδρες της πόλης και μπορούν να εκδιώξουν τον πρίγκηπα, ζητώντας το διορισμό άλλου. Πληθαίνουν έτσι τα περιστατικά συναλλαγής μεταξύ πριγκήπων - τοπικών συμβουλίων, όπως και ομάδων πριγκήπων εναντίον άλλων ομοβάθμων τους, πάντα εις βάρος της κεντρικής διοίκησης που σταδιακά αποδυναμώνεται.

Θεσπίστηκε ένα αντισυμβατικό σύστημα διαδοχής στην εξουσία, με το οποίο αυτή μεταβιβαζόταν μάλλον στο αρχαιότερο μέλος της κυβερνώσας δυναστείας παρά από πατέρα σε γιο, δηλ. στις περισσότερες περιπτώσεις στον μεγαλύτερο αδελφό του ηγεμόνα, υποθάλποντας συνεχώς μίσος και αντιπαλότητα στο εσωτερικό της βασιλικής οικογένειας. Η οικογενειοκτονία χρησιμοποείτο συχνά για την απόκτηση της εξουσίας και εντοπίζεται περισσότερο στην εποχή της κυβέρνησης των γιων του Γιαροσλάβ, οπότε το καθιερωμένο σύστημα αγνοήθηκε στην ενθρόνιση του Βλαδίμηρου Β΄ Μονομάχου ως Μεγάλου Πρίγκηπα του Κιέβου, δημιουργώντας με τη σειρά του μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ των Ολεγκόβιτσι από το Τσερνίγκοφ, των Μονομάχων από το Περεγιασλάβ, των Ιζιασλαβίτσι από την Τουρόβ/Βολινία και των Πριγκήπων του Πολότσκ.

Η Γέννηση, εικονογράφηση (πιθανόν από τη Γαλικία) από το Ψαλτήρι της Γερτρούδης

Ο σημαντικότερος αγώνα για την εξουσία ήταν η σύγκρουση που ξέσπασε μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού. Το αντίπαλο Πριγκηπάτο του Πολοτσκ αμφισβητούσε την εξουσία του Μεγάλου Πρίγκηπα καταλαμβάνοντας το Νόβγκοροντ, ενώ ο Ρόστισλαβ Βολοντιμίροβιτς πολεμούσε για το λιμάνι Τμουταρακάν της Μαύρης Θάλασσας, που ανήκε στο Τσερνίγκοφ. Τρεις από τους γιους του Γιαροσλάβ που αρχικά είχαν συμμαχήσει βρέθηκαν να πολεμούν μεταξύ τους, ιδιαίτερα μετά τη νίκη τους επί των δυνάμεων των Κουμάνων το 1068 στη Μάχη του ποταμού Άλτα. Την ίδια στιγμή έγινε μια εξέγερση στο Κίεβο, φέρνοντας στην εξουσία τον Βσέσλαβ του Πόλοτσκ, που υποστήριζε τον παραδοσιακό σλαβικό παγανισμό. Ο κυβερνών Μέγας Πρίγκηπας Ιζιασλάβ κατέφυγε στην Πολωνία ζητώντας βοήθεια και σε δύο χρόνια επέστρεψε να αποκαταστήσει την τάξη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο στα τέλη του 11ου αιώνα οδηγώντας το κράτος σε χάος και συνεχή πόλεμο. Με πρωτοβουλία του Βλαδίμηρου Β΄ Μονομάχου το 1097 συνήλθε το πρώτο ομόσπονδο συμβούλιο των Ρως στην πόλη Λιούμπετς του Τσερνίγκοφ με κύριο σκοπό να προκύψει κατανόηση μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό δεν σταμάτησε πραγματικά τις συγκρούσεις, σίγουρα ελλάτωσε την ένταση.

Το 1130 όλοι οι απόγονοι του Βσέσλαβ του Πόλοτσκ εξορίστηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τον Μστίσλαβ τον Μεγάλο. Τη σφοδρότερη αντίσταση στους Μονομάχους πρόβαλαν οι Ολεγκόβιτσι όταν ο αποκλεισμένος πρίγκιπας Βσέβολοντ Β΄ πέτυχε να γίνει Μέγας Πρίγκηπας του Κιέβου. Οι Ροστισλάβιτσι, που είχαν αρχικά εδραιωθεί στην περιοχή του Χάλιτς, ηττήθηκαν το 1189 από τον απόγονο των Μονομάχων-Πιαστ, Ρωμανό τον Μεγάλο.

Η παρακμή της Κωνσταντινούπολης - κύριου εμπορικού εταίρου των Ρως - έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παρακμή του κράτους τους. Ο Εμπορικός Δρόμος Βαράγγων - Ελλήνων, μέσω του οποίου μεταφέρονταν τα αγαθά από τη Μαύρη Θάλασσα (κυρίως Βυζαντινή) μέσω της ανατολικής Ευρώπης στη Βαλτική ήταν ακρογωνιαίος λίθος του πλούτου και της ευημερίας του Κιέβου. Το Κίεβο ήταν η βασική δύναμη και ο εμπνευστής αυτής της σχέσης, έτσι από τη στιγμή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιέπεσε σε αναταραχή και ο εφοδιασμός αποσυντονίσθηκε, τα κέρδη απομειώθηκαν και το Κίεβο έχασε τη λάμψη του.

Ο τελευταίος ηγέτης, που κράτησε ενωμένο το κράτος, ήταν ο Μστίσλαβ ο Μέγας. Μετά το θάνατό του το 1132 οι Ρως περιέπεσαν σε ύφεση και ραγδαία παρακμή και ο διάδοχός του Μστίσλαβ Γιάροπολκ Β΄ του Κιέβου αντί να εστιάσει στην εξωτερική απειλή των Κουμάνων ενεπλάκη σε συγκρούσεις με την ανερχόμενη δύναμη της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ. Το 1169, καθώς το κράτος των Ρως ήταν γεμάτο εσωτερικές συγκρούσεις, ο Αντρέι Μπογκολιούμπσκι του Βλαντίμιρ λεηλάτησε την πόλη του Κιέβου. Η λεηλασία της πόλης άλλαξε ριζικά το χαρακτήρα του Κιέβου και ήταν απόδειξη του κατακερματισμού των Ρως. Στο τέλος του 12ου αιώνα το κράτος του Κιέβου είχε κατακερματιστεί ακόμη περισσότερο και είχε διαιρεθεί σε περίπου είκοσι διαφορετικά πριγκηπάτα.

Οι Σταυροφορίες προκάλεσαν μεταβολή στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς δρόμους, που επιτάχυναν την παρακμή των Ρως. Το 1204 οι δυνάμεις της Δ΄ Σταυροφορίας λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη, περιθωριοποιώντας τον εμπορικό δρόμο του Δνείπερου. Την ίδια εποχή οι Τεύτονες Ιππότες (των Βόρειων Σταυροφοριών) καταλάμβαναν την περιοχή της Βαλτικής και απειλούσαν το κράτος του Νόβγκοροντ. Παράλληλα η Ρουθηνική Ομοσπονδία των Ρως άρχισε να αποσυντίθεται σε μικρότερα πριγκιπάτα καθώς η δυναστεία των Ρούρικ αυξανόταν. Η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία των Ρως, ενώ αγωνιζόταν να εδραιωθεί στο κυρίως ειδωλολατρικό κράτος και χάνοντας την κύρια βάση της στην Κωνσταντινούπολη, ήταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Μερικά από τα βασικά περιφερειακά κέντρα που αναπτύχθηκαν αργότερα ήταν το Νόβγκοροντ, το Τσερνίγκοφ, το Γκάλιτς, το Κίεβο, το Ριαζάν, το Βλαντίμιρ, το Βλαντίμιρ Βολίνσκι και το Πόλοτσκ.

Συνολικά, στα μόλις 170 χρόνια από το 1054 έως το 1224 καταγράφονται:

  • 64 αυτοανακηρύξεις περιφερειών σε αυτόνομα πριγκηπάτα (τα περισσότερα βραχύβια) που εγείρουν αξιώσεις στο θρόνο.
  • 83 εμφύλιοι πόλεμοι, ενίοτε με τη συμμετοχή και ξένων δυνάμεων.
  • 293 ηγεμόνες που αυτοαναγορεύονται νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου του Κιέβου.
  • 35 ηγεμόνες που παίρνουν το θρόνο.

Είναι σαφές ότι στην εποχή μετά το θάνατο του Γιαροσλάβου Α΄ του Σοφού, οι Μεγάλοι Πρίγκηπες του Κιέβου είναι μόνο τύποις αρχηγοί του κράτους των Ρως, που πια έχει θρυμματισθεί σε διάφορα πριγκιπάτα στις αρχές του 13ου αιώνα. Η Μογγολική Εισβολή που ακολουθεί, δίνει τη χαριστική βολή σε ένα κράτος που είναι ήδη ετοιμοθάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου κάθε πριγκιπάτο ακολουθεί διαφορετική πορεία, πράγμα που οδηγεί μακροπρόθεσμα στις τρεις εθνικές διαφοροποιήσεις του ανατολικού σλαβικού κόσμου που συναντάμε σήμερα: Ουκρανοί στα νότια και νοτιοδυτικά, Λευκορώσοι στα βορειοδυτικά, Ρώσοι στα βόρεια και βορειοανατολικά.

Συνοπτικά, τα κυριότερα νέα κράτη που προέκυψαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως είναι τα ακόλουθα:

Δημοκρατία του Νόβγκοροντ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Σοφία (1045) του Νόβγκοροντ

Από την εποχή του ενιαίου κράτους, το Νόβγκοροντ στο βορρά είχε το ρόλο της δεύτερης σπουδαιότερης πόλης. Η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ευημερούσε γιατί έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους από τον ποταμό Βόλγα στη Βαλτική Θάλασσα. Όσο η ισχύς του Κιέβου αποδυναμωνόταν, τόσο το Νόβγκοροντ γινόταν πιο ανεξάρτητο. Το κυβερνούσε μια τοπική ολιγαρχία: οι μείζονες κυβερνηρικές αποφάσεις παίρνονταν από ένα δημοτικό συμβούλιο, που εξέλεγε επίσης έναν πρίγκηπα ως στρατιωτικό διοικητή της πόλης. Το 12ο αιώνα το Νόβγκοροντ απέκτησε τον δικό του αρχιεπίσκοπο, Ηλία, το 1169, σημάδι αυξημένης σπουδαιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας, ενώ πριν τριάντα χρόνια, το 1136, θεσπίστηκε στο Νόβγκοροντ μια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης - αιρετή μοναρχία. Από τότε το Νόβγκοροντ έχαιρε μεγάλου βαθμού αυτονομίας, αν και ήταν στενά συνδεδεμένο με το Κράτος του Κιέβου. Σε πολιτικές δομές το Νόβγκοροντ έμοιαζε περισσότερο με χανσεατική δυτικοευρωπαϊκή παρά με ρωσική πόλη. Επίσης η πτώση του εμπορίου με το Βυζάντιο δεν επηρέασε ιδιαίτερα την τοπική οικονομία, γιατί το εμπόριο της πόλης ήταν στραμμένο στις δυτικές χώρες. Όλα τα παραπάνω έδωσαν στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ τη δεσπόζουσα θέση στη νέα εποχή μετά τη διάλυση του κράτους των Ρως.

Στα βoρειοανατολικά Σλάβοι από την περιοχή του Κιέβου αποίκησαν τα εδάφη που αργότερα θα συνιστούσαν το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας, υποτάσσοντας και συγχωνευόμενοι με τις φινλανδικές φυλές, που κατείχαν ήδη την περιοχή. Η πόλη του Ροστόφ, το παλαιότερο κέντρο στα βoρειοανατολικά, υποσκελίστηκε πρώτα από το Σούζνταλ και στη συνέχεια από την πόλη Βλαντίμιρ, που έγινε η πρωτεύουσα του Βλαντίμιρ-Σούζνταλ. Το συνενωμένο πριγκιπάτο Βλαντίμιρ-Σούζνταλ αυτοαναδείχθηκε ως μείζων δύναμη των Ρως στα τέλη του 12ου αιώνα. Ευνοήθηκε από την έλευση λογίων, καλλιτεχνών και εμπόρων που εγκατέλειπαν το νότο για να αποφύγουν τις επιδρομές τουρκικών φυλών, οι οποίες αναθάρρησαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως. Το 1169 ο Πρίγκηπας Αντρέι Μπογκολιούμπσκι του Βλαντίμιρ-Σούζνταλ λεηλάτησε την πόλη του Κιέβου και εγκατέστησε εκεί ως Βελίκι Κνιαζ (Μεγάλο Πρίγκηπα ή Μεγάλο Δούκα) - με τον τρόπο αυτό διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία επί των Ρως - τον αδελφό του, που κυβέρνησε για σύντομο διάστημα στο Κίεβο, ενώ ο ίδιος συνέχισε να κυβερνά το βασίλειό του από το Σούζνταλ. Το 1299, στον απόηχο της Εισβολής των Μογγόλων, εγκαταστάθηκε στο Βλαντίμιρ η ιστορική αρχιεπισκοπή του Κιέβου. Από την αριστοκρατία του Πριγκηπάτου των Βλαντίμιρ - Σούζνταλ προήλθαν οι πρώτοι ηγεμόνες της Μοσχοβίας, που με τη σειρά της ήταν η μήτρα που γέννησε τη σημερινή Ρωσία.

Στα νοτιοδυτικά το πριγκηπάτο του Γκάλιτς είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Λιθουανούς γείτονές του και εμφανιζόταν ως ο τοπικός διάδοχος του κράτους των Ρως. Το 1199 ο Πρίγκηπας Ρομάν Μστισλάβιτς συνένωσε τα δύο προϋπάρχοντα ξεχωριστά πριγκHπάτα Γκάλιτς (Γαλικία και Βολινία. Το 1202 κατέκτησε το Κίεβο και αυτοανακηρύχθηκε Μέγας Δούκας των Ρως του Κιέβου, τίτλος που κατείχαν οι ηγεμόνες του Βλαντίμιρ-Σούζνταλ από το 1169. Ο γιος του πρίγκHπας Δανιήλ (β. 1238–1264) ζήτησε βοήθεια από τη Δύση. Έλαβε το στέμμα ως "Rex Rusiae" (Βασιλιάς της Ρωσίας) από τον πάπα της Ρώμης, χωρίς όμως να αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1370 ο Οικουμενικός Πατριάρχης διέθεσε στον βασιλιά της Πολωνίας έναν επίσκοπο για τους Ρώσους υπηκόους του. Οι Λιθουανοί ηγεμόνες ζήτησαν και έλαβαν επίσης για το Νοβογκρουντόκ λόγο αργότερα. Ο Κυπριανός, ένας υποψήφιος υποστηριζόμενος από τους Λιθουανούς ηγέτες, έγινε Επίσκοπος του Κιέβου το 1375 και της Μόσχας το 1382. Έτσι η Εκκλησία στις ρωσικές χώρες επανενώθηκε για κάποιο διάστημα. Το 1439 το Κίεβο έγινε έδρα ενός «Επισκόπου Κιέβου, Γαλικίας και όλων των Ρως» για όλους τους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς υπό πολωνική-λιθουανική διοίκηση.

Όμως ένας μακρύς και ανεπιτυχής πόλεμος κατά των Μογγόλων σε συνδυασμό με εσωτερική αντιπολίτευση προς τον πρίγκηπα και ξένη επέμβαση εξασθένησε τη Γαλικία-Βολινία. Με το τέλος του κλάδου Μστισλάβιτς των Ρουρικιδών στα μέσα του 14ου αιώνα η Γαλικία-Βολινία έπαψε να υπάρχει: η Πολωνία κατέλαβε τη Γαλικία, η Λιθουανία τη Βολινία, περιλαμβανομένου του Κιέβου, που κατελήφθη από τον Γκεντιμίνας (Μέγα Δούκα της Λιθουανίας) το 1321 τερματίζοντας την εξουσία στην πόλη των Ρουρικιδών. Τότε οι Λιθουανοί ηγέτες πήραν και τον τίτλο της Ρουθηνίας.

Μωβ σύνορα: Βασίλειο της Γαλικίας-Βολινίας, ενός από τα διάδοχα κράτη εκείνου των Ρως

Το κράτος τελικά διαλύθηκε από την εισβολή των Μογγόλων στη Ρωσία, που το κατακερμάτισε σε διάδοχα πριγκηπάτα που πλήρωναν φόρο στη Χρυσή Ορδή (το λεγόμενο ταταρικό ζυγό). Στα τέλη του 15ου αιώνα οι Μεγάλοι Δούκες της Μόσχας άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν πρώην εδάφη των Ρως του Κιέβου και αυτοανακηρύχθηκαν οι μοναδικοί νόμιμοι διάδοχοι του πριγκηπάτου του Κιέβου, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα της μεσαιωνικής θεωρίας της "translatio imperii" (μεταφοράς της εξουσίας).

Στη δυτική περιφέρεια τους Ρως του Κιέβου διαδέχθηκε το Πριγκηπάτο Γαλικίας-Βολινίας. Αργότερα, καθώς αυτά τα εδάφη, τμήμα σήμερα της σύγχρονης Ουκρανίας και Λευκορωσίας, υπετάγησαν στη δυναστεία του Γκεντιμίνας, το πανίσχυρο, σε μεγάλο βαθμό ρουθηνικό Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτιστικές και νομικές παραδόσεις των Ρως. Δεδομένου ότι ο οικονομικός και πολιτιστικός πυρήνας των Ρως βρισκόταν στο έδαφος της σημερινής Ουκρανίας, οι Ουκρανοί ιστορικοί και λόγιοι θεωρούν τους Ρως του Κιέβου ως το ιδρυτικό ουκρανικό κράτος.

Στη βορειοανατολική περιφέρεια των Ρως του Κιέβου, στο Πριγκηπάτο Βλαντίμιρ - Σούζνταλ υιοθετήθηκαν παραδόσεις, που σταδιακά το έστρεφαν προς τη Μόσχα. Βορειότερα οι Ομόσπονδες Δημοκρατίες του Νόβγκοροντ και του Πσκοφ ήταν λιγότερο αυταρχικές από το Βλαντίμιρ - Σούζνταλ - Μόσχα, μέχρι που απορροφήθηκαν από το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας. Οι Ρώσοι ιστορικοί θεωρούν τους Ρως του Κιέβου «την πρώτη περίοδο της ρωσικής ιστορίας».

Εξέλιξη της οικονομίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή του Κιέβου το εμπόριο και οι μεταφορές εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από το δίκτυο των ποταμών και των μεταξύ τους συνδέσεων. Οι λαοί των Ρως βίωσαν μια περίοδο μεγάλης οικονομικής επέκτασης, ανοίγοντας εμπορικούς δρόμους με τους Βίκινγκς βόρεια και δυτικά και με τους Βυζαντινούς Έλληνες νότια και δυτικά, ενώ οι έμποροι άρχισαν επίσης να ταξιδεύουν προς νότο και ανατολάς, ερχόμενοι σε επαφή με την Περσία και τους λαούς της Κεντρικής Ασίας.

Απονομή δικαιοσύνης στους Ρως του Κιέβου, του Ιβάν Μπιλίμπιν (1876-1942)

Λόγω της επέκτασης του εμπορίου και της γεωγραφικής του εγγύητητας το Κίεβο έγινε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο και η κορυφαία από τις κοινότητες. Έτσι ο ηγέτης του Κιέβου απέκτησε τον πολιτικό «έλεγχο» επί των γύρω περιοχών. Αυτό το πριγκηπάτο προέκυψε από ένα συνασπισμό κοινοτήτων παραδοσιακών πατριαρχικών οικογενειών που ενώθηκαν σε μια προσπάθεια να αυξήσουν το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και την παραγωγικότητα της γης. Αυτή η ένωση αποτέλεσε τις πρώτες μεγάλες πόλεις των Ρως και ήταν η πρώτη αξιόλογη μορφή αυτοδιάθεσης. Καθώς οι κοινότητες αυτές έγιναν μεγαλύτερες η έμφαση μετατοπίστηκε από τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στο έδαφος που τις περιέβαλλε. Αυτή η ιδεολογική μεταστροφή έγινε γνωστή ως «βερβ».

Τον 11ο και το 12ο αιώνα οι πρίγκηπες και οι ακολουθίες τους, που ήταν ένα μείγμα σλαβικών και σκανδιναβικών ελίτ, κυριαρχούσαν στην κοινωνία των Ρως του Κιέβου. Οι στρατιωτικοί ηγέτες και οι αξιωματούχοι λάβαιναν εισοδήματα και γη από τους πρίγκηπες σε αντάλλαγμα για τις πολιτικές και στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Η κοινωνία των Ρως του Κιέβου δεν διέθετε τους ταξικούς θεσμούς και τις αυτόνομες πόλεις, που ήταν χαρακτηριστικά της δυτικοευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Παρόλα αυτά αστοί έμποροι, τεχνίτες και εργάτες μερικές φορές ασκούσαν πολιτική επιρροή μέσω μιας δημοτικής συνέλευσης, του «βέτσε» (συμβούλιο), που περιελάμβανε όλα τα άρρενα μέλη του πληθυσμού. Σε μερικές περιπτώσεις το βέτσε είτε έκανε συμφωνίες με τους κυβερνήτες, είτε τους εξεδίωκε και προσκαλούσε άλλους να πάρουν τη θέση τους. Στο κάτω μέρος της κοινωνίας ήταν ένα στρώμα σκλάβων. Σημαντικότερη ήταν μια τάξη χωρικών που πλήρωναν φόρο και όφειλαν να εγάζονται για τους πρίγκηπες. Το ευρέως διαδεδομένο χαρακτηριστικό της προσωπικής δουλοπαροικίας της Δυτικής Ευρώπης δεν υπήρχε στους Ρως του Κιέβου.

Η αλλαγή της πολιτικής δομής οδήγησε στην αναπόφευκτη ανάπτυξη της τάξης των χωρικών ή «σμέρντι». Αυτοί ήταν ελεύθεροι ακτήμονες, που εργάζονταν κάνοντας μεροκάματα στα μεγάλα κτήματα που άρχισαν να δημιουργούνται γύρω στα 1031, καθώς το «βερβ» άρχισε να κυριαρχεί στην κοινωνικοπολιτική δομή. Στους «σμέρντι» είχε αρχικά δοθεί ισότητα με το νομικό κώδικα του Κιέβου, θεωρητικά ήταν ίσοι με τον πρίγκηπα, έτσι απολάμβαναν όση ελευθερία θα περίμενε φυσικά κανείς για χειρώνακτες εργάτες. Εντούτοις το 13ο αιώνα άρχισαν σιγά-σιγά να χάνουν τα δικαιώματά τους και έγιναν λιγότερο ίσοι έναντι του νόμου.

Ιστορική αποτίμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το πεδίο της μάχης του Ίγκορ Σβιατοσλάβιτς με τους Πολόβτσι, του Βίκτορ Βασνετσόφ
Οι ναοί των Αγίου Αντύπα και Αγίου Λαζάρου στο Σούζνταλ

Το κράτος των Ρως, αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και πολιτιστικά προηγμένο, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτική Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, το ποσοστό αλφαβητισμού στο Νόβγκοροντ, το Κίεβο και άλλες μεγάλες πόλεις ήταν υψηλό. Όπως πιστοποιούν έγγραφα (φλοιοί σημύδας) τα παιδιά αντάλλασσαν ερωτικά σημειώματα και «σκονάκια» για το σχολείο. Το Νόβγκοροντ είχε αποχετευτικό σύστημα και ξύλινα οδοστρώματα, που δεν συνηθίζονταν σε άλλες πόλεις της εποχής.

Η Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська) περιόριζε τις ποινές σε πρόστιμα και γενικά δεν χρησιμοποιούσε τη θανατική ποινή. Οι γυναίκες είχαν ορισμένα δικαιώματα, όπως περιουσίας και κληρονομιάς.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβ του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο. Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά, καθώς και συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η Κιεβινή Άννα Γιαροσλάβνα παντρεύθηκε τον Γάλλο βασιλιά Ερρίκο Α΄ και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ρεμς, οι Γάλλοι θεωρούσαν απίστευτο για μια γυναίκα να είναι τόσο μορφωμένη.

Η οικονομική ανάπτυξη αντανακλάται εύγλωττα στα δημογραφικά στοιχεία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσερνίγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε 5.000. Η Κωνσταντινούπολη είχε πληθυσμό περίπου 400.000 το 1180. Ο Σοβιετικός ακαδημαϊκός Μικαήλ Τικομίροφ υπολόγισε ότι οι Ρως του Κιέβου την παραμονή της εισβολής των Μογγόλων είχαν περίπου 300 αστικά κέντρα.

Οι Ρως του Κιέβου έπαιξαν επίσης σημαντικό γενεαλογικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ο Γιαροσλάβ ο Σοφός, η θετή μητέρα του οποίου ανήκε στη Μακεδονική, τη μεγαλύτερη βυζαντινή δυναστεία, παντρεύτηκε τη μοναδική νόμιμη κόρη του βασιλιά που εκχριστιάνισε τη Σουηδία. Οι κόρες του έγιναν βασίλισσσες της Ουγγαρίας, της Γαλλίας και της Νορβηγίας, οι γιοί του παντρεύτηκαν τις κόρες ενός Πολωνού βασιλιά και ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα (για να μην αναφέρουμε μια ανηψιά του πάπα) ενώ εγγονές του ήταν μια Γερμανίδα αυτοκράτειρα και (κατά μία θεωρία) η βασίλισσα της Σκωτίας. Ένας εγγονός του επίσης παντρεύτηκε τη μοναδική κόρη του τελευταίου Αγγλοσάξονα βασιλιά της Αγγλίας. Έτσι οι Ρουρικίδες ήταν μια καλά δικτυωμένη βασιλική οικογένεια της εποχής.

Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του Χριστιανισμού δημιούργησε ένα βυζαντινό - σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στο οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία.

Εξωτερικές σχέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η λεηλασία του Σούζνταλ από τον Μπατού Χαν

Από τον 9ο αιώνα οι Πετσενέγοι νομάδες άρχισαν μια τεταμένη σχέση με τους Ρως του Κιέβου. Για πάνω από δύο αιώνες εξαπέλυαν σποραδικές επιδρομές στα εδάφη των Ρως, που μερικές φορές κλιμακώνονταν σε κανονικούς πολέμους (όπως εκείνος του 920 του Ίγκορ του Κιέβου, που αναφέρεται στο Πρώτο Χρονικό), αλλά υπήρχαν επίσης προσωρινές στρατιωτικές συμμαχίες (όπως το 943 στην εκστρατεία του Ίγκορ κατά του Βυζαντίου). Το 968 οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν και πολιόρκησαν την πόλη του Κιέβου. Υπάρχουν εικασίες ότι οι Πετσενέγοι απώθησαν τους Τίβερτσι και τους Ούλιτσι (ανατολικές πρωτοσλαβικές φυλές) σε περιοχές του άνω Δνείστερου ποταμού, στη Βουκοβίνα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν γνωστή για την υποστήριξη των Πετσενέγων στις εκστρατείες τους κατά των ανατολικών σλαβικών κρατών.

Ο Μπόνιακ ήταν Κουμάνος χαγάνος, που ηγήθηκε σειράς εισβολών κατά των Ρως του Κιέβου. Το 1096 επιτέθηκε στο Κίεβο, λεηλάτησε το Μοναστήρι των Σπηλαίων του Κιέβου και κατέκαψε τα ανάκτορα του πρίγκηπα στο Μπερέστοβο. Τελικά ηττήθηκε το 1107 από το Βλαδίμηρο Μονομάχο, τον Ολέγκ, τον Σβιατοπόλκ και άλλους Ρως πρίγκιπες.

Η Αυτοκρατορία των Μογγόλων εισέβαλε στο Κράτος των Ρως το 13ο αιώνα, καταστρέφοντας πολλές πόλεις, μεταξύ αυτών τις Ριαζάν, Κολόμνα, Μόσχα, Βλαντίμιρ και Κίεβο. Ο Τζιοβάνι ντε Πιάνο Καρπίνι, απεσταλμένος του Πάπα στον Μογγόλο Μεγάλο Χαν ταξίδεψε στο Κίεβο το Φεβρουάριο του 1246 και έγραψε:

"Αυτοί (οι Μογγόλοι) επιτέθηκαν στους Ρως, όπου προξένησαν μεγάλο κακό, σφάζοντας και καταστρέφοντας πόλεις και φρούρια και πολιόρκησαν το Κίεβο, την πρωτεύουσα των Ρως. Αφού πολιόρκησαν την πόλη επί μακρόν την κατέλαβαν και θανάτωσαν τους κατοίκους. Όταν ταξιδεύαμε μέσα από αυτή τη χώρα συναντήσαμε αμέτρητα κρανία και οστά νεκρών ανθρώπων σκορπισμένα στο έδαφος. Το Κίεβο ήταν μια πολύ μεγάλη και πυκνοκατοικημένη πόλη αλλά τώρα έχει καταντήσει σχεδόν ένα τίποτα, γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκεί μετά βίας διακόσια σπίτια και οι κάτοικοι τελούν σε πλήρη δουλεία."[9]

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πριγκηπική ακολουθία

Το Βυζάντιο γρήγορα έγινε ο κύριος εμπορικός και πολιτιστικός εταίρος των Ρως, αλλά οι σχέσεις τους δεν ήταν πάντα φιλικές. Η σοβαρότερη σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων ήταν ο πόλεμος του 968-971 στη Βουλγαρία, αλλά μνημονεύονται επίσης αρκετές επιδρομές των Ρως κατά των βυζαντινών πόλεων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Αν και οι περισσότερες απωθήθηκαν, έληξαν με εμπορικές συνθήκες, που ήταν γενικά ευνοϊκές για τους Ρως.

Οι σχέσεις Ρως-Βυζαντινών έγιναν στενότερες μετά το γάμο της πορφυρογέννητης Αννας με τον Βλαδίμηρο τον Μεγάλο και τον εν συνεχεία Εκχριστιανισμό των Ρως. Βυζαντινοί ιερείς, αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες προσκλήθηκαν να εργασθούν σε πολλούς καθεδρικούς και εκκλησίες σε όλη τη χώρα των Ρως, επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο τη βυζαντινή πολιτιστική επιρροή. Πολλοί Ρως υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι, κυρίως ως η περίφημη Βαραγγική Φρουρά.

Διοικητικές περιφέρειες των Ρως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πριγκηπάτα των Ρως του Κιέβου, 1054-1132
  • Χώρα του Νόβγκοροντ 862–1478, συμμαχική επικράτεια των Ρως του Κιέβου, από το 1136 Δημοκρατία του Νόβγκοροντ.
  • Πριγκιπάτο Ροστόφ-Σούζνταλ, Πριγκηπάτο του Ροστόφ μέχρι το 1125, έγινε Πριγκηπάτο Βλαντίμιρ-Σούζνταλ το 1155.
  • Πριγκηπάτο του Πόλοτσκ 9ος-14ος αιώνας (αυτονομημένο έδαφος υπό μερική επικυριαρχία των Ρως του Κιέβου)
  • Πριγκηπάτο του Σμολένσκ από το 1054
  • Πριγκηπάτο του Περεγιασλάβλ
  • Πριγκηπάτο της Βολινίας
  • Πριγκηπάτο του Κιέβου, 1132–1399
    • Πριγκιηπάτο της Γαλικίας
    • Πριγκηπάτο Τουρόβ και Πινσκ
  • Πριγκηπάτο του Τσερνίγκοφ
    • Πριγκηπάτο Μούρομ-Ριαζάν μέχρι το 1078
    • Πριγκηπάτο του Νόβχοροντ-Σεβέρσκ
  • Πόλη του Τμουταρακάν από το 988 μέχρι το 12ο αιώνα
  • Μπελάγια Βέζα από το 965 μέχρι το 12ο αιώνα
  • Νότιες κτήσεις Ολέσκι, Νέα Γαλικία, Περεσέτσεν
  • Εδάφη των Ντρεβλιάν, προσαρτηθέντα στους Ρως από τον Ολέγκ ?-884, 912–946 (υποτελές στους Ρως από το 914< Εξέγερση των Δρεβλιάνων το 945)

Κυριότερες πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Κράτος των Ρως. Ο χάρτης είναι ανιστορικός - απεικονίζει τους βασικούς πυρήνες του κράτους και όχι την εδαφική του επικράτεια μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Μακέτα του Καθεδρικού της Αγίας Σοφίας του Κιέβου σε ουκρανικό χαρτονόμισμα
Καθεδρικός της Αγίας Σοφίας του Νόβγκοροντ, μέσα 11ου αιώνα

Το 988 η χριστιανική Εκκλησία των Ρως περιήλθε εδαφικά υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, αφού είχε υιοθετηθεί ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Σύμφωνα με αρκετά χρονικά μετά από αυτό η επικρατούσα λατρεία του σλαβικού παγανισμού τέθηκε υπό διωγμό.

Η ακριβής χρονολογία της ίδρυσης της Μητρόπολης του Κιέβου είναι ασαφής, όπως και το ποιος ήταν ο πρώτος ηγέτης της εκκλησίας. Κατά κύριο λόγο θεωρείται ότι πρώτος επικεφαλής ήταν ο Μιχαήλ Α΄ του Κιέβου, αν και μερικές πηγές επίσης υποστηρίζουν ότι κάποιος Λεόντιος, που συχνά τοποθετείται μετά τον Μιχαήλ ή Αναστάσιο Χερσόνησο έγινε ο πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας των Δεκάτων (της πρώτης πέτρινης εκκλησίας του Κιέβου). Ο πρώτος μητροπολίτης που βεβαιώνεται από ιστορικές πηγές είναι ο Θεόπεμπος, που διορίσθηκε από τον Πατριάρχη Αλέξιο της Κωνσταντινούπολης το 1038. Πριν το 1015 υπήρχαν πέντε επισκοπές: Κιέβου, Τσερνίγκοφ, Μπίχοροντ, Βολοντίμιρ, Νόβγκοροντ και αμέσως μετά του Γιούριεφ. Ο Μητροπολίτης του Κιέβου έστειλε αντιπροσωπεία του στη Σύνοδο του Μπάρι του 1098.

Μετά τη λεηλασία του Κιέβου το 1169, τμήμα της μητρόπολης του Κιέβου άρχισε να μετακινείται στο Βλαντίμιρ, μετακίνηση που ολοκληρώθηκε λίγο μετά το 1240, οπότε το Κίεβο καταλήφθηκε από τον Μπατού χαν. Ο Μητροπολίτης Μάξιμος ήταν ο πρώτος που επέλεξε το Βλαντίμιρ ως επίσημη κατοικία του το 1299. Έτσι το 1303 ο Λέων Α΄ της Γαλικίας προσέφυγε στον Πατριάρχη Αθανάσιο Α΄ της Κωνσταντινούπολης για την ίδρυση μιας νέας μητρόπλης στο Χάλιτς, που ωστόσο διατηρήθηκε μόνο μέχρι το 1347.

Η Εκκλησία των Δεκάτων επελέγη ως ο πρώτος Καθεδρικός Ναός. Το 1037 ο καθεδρικός μεταφέρθηκε στη νεοανεγερθείσα Αγία Σοφία του Κιέβου. Με τη μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας το 1299 ως νέος καθεδρικός επελέγη ο Καθεδρικός της Κοίμησης στο Βλαντίμιρ.

Στα μέσα του 13ου αιώνα οι επισκοπές της Μητρόπολης του Κιέβου (988) ήταν οι εξής: Κιέβου (988), Περεγιασλάβλ, Τσερνίγκοφ (991), Βολοντίμιρ-Βολίνσκι (992), Τούροφ (1005), Πόλοτσκ (1104), Nόβγκοροντ (δεκαετία του 990), Σμολένσκ (1137), Μούρομ (1198), Περεμίσλ (1120), Χάλιτς (1134), Βλαντίμιρ (1215), Ροστόφ (991), Μπίλχοροντ, Γιούριεφ (1032), Τσελμ (1235), Τβερ (1271). Υπήρχαν επίσης επισκοπές στη Ρουθηνία των Καρπαθίων και στο Τμουταρακάν. Το 1261 ιδρύθηκε η επισκοπή Σαράι-Μπατού.

  1. Ανακτήθηκε στις 28  Ιανουαρίου 2020.
  2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ VI
  3. ΟΥΚΡΑΝΙΑ Οι πηγές της σύγχρονης διαίρεσης enet.gr
  4. Χάραλντ Χαρντράντα: Η συναρπαστική ζωή ενός από τους μεγαλύτερους τυχοδιώκτες του Μεσαίωνα, που υπηρέτησε τον «βασιλιά των Ελλήνων» huffingtonpost.gr
  5. Αγγελική Παπαγεωργίου ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΙ ΣΛΑΒΟΙ[νεκρός σύνδεσμος] σελ. 1
  6. 6,0 6,1 «Polianians». www.encyclopediaofukraine.com. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2024. 
  7. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος Larousse
  8. «Diasporiana Електронна бібліотека | Subtelny O. Ukraine. A History». diasporiana.org.ua. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2024. 
  9. «The Destruction of Kiev». Tspace.library.utoronto.ca. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2013.