Τρανσυλβανία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τρανσυλβανία | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Ρουμανία | |
Έκταση | 100.293 km² | |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 46°46′0″N 23°35′0″E | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
δεδομένα ( ) |
Η Τρανσυλβανία (Ρουμανικά: Transilvania ή Ardeal, Ουγγρικά: Erdély, Γερμανικά : Siebenbürgen) είναι μια ιστορική και πολιτιστική περιοχή στην Κεντρική-Ανατολική Ευρώπη, που περιλαμβάνει την κεντρική Ρουμανία. Στα ανατολικά και νότια το φυσικό της σύνορο είναι τα Καρπάθια Όρη και στα δυτικά τα Όρη Aπουσένι. Οι ευρύτεροι ορισμοί της Τρανσυλβανίας περιλαμβάνουν επίσης τις δυτικές και βορειοδυτικές περιοχές της Ρουμανίας Κρίσανα και Mαραμούρες και περιστασιακά το Βανάτο. Η ιστορική Τρανσυλβανία περιλαμβάνει επίσης μικρά τμήματα της γειτονικής Δυτικής Μολδαβίας και ακόμη και ένα μικρό τμήμα της νοτιοδυτικής γειτονικής Βουκοβίνας στα βορειοανατολικά της (που αποτελείται από την Περιφέρεια Σουτσεάβα).
Η Τρανσυλβανία είναι γνωστή για τα τοπία των Καρπαθίων και την πλούσια ιστορία της, σε συνδυασμό με τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Περιέχει επίσης τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας Κλουζ-Ναπόκα και άλλες πολύ καλά διατηρημένες μεσαιωνικές εμβληματικές πόλεις και κωμοπόλεις όπως το Μπρασόβ, το Σιμπίου, το Τίργκου Μούρες, την Άλμπα Ιούλια, το Mεντιάς και τη Σιγκισοάρα. Περιλαμβάνει επίσης αρκετά από τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO της Ρουμανίας, όπως τα Χωριά με οχυρωμένες εκκλησίες, το Ιστορικό Κέντρο της Σιγκισοάρα, τα Δακικά Φρούρια των Βουνών Oράστιε και το Πολιτιστικό Τοπίο Εξόρυξης Ρόσια Μοντάνα.
Ανήκε κατά σειρά στους Αγάθυρσους, στο Δακικό Βασίλειο (168 π.Χ.–106 μ.Χ.), στη Ρωμαϊκή Δακία (106–271), στους Γότθους, στην Αυτοκρατορία των Ούννων (4ος–5ος αι.), στο Βασίλειο των Γεπιδών (5ος –6ος αιώνας), στο Χαγανάτο των Αβάρων (6ος–9ος αι.), στους Σλάβους και την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία του 9ου αιώνα. Στα τέλη του 9ου αιώνα στην Τρανσυλβανία έφτασαν και την κατέκτησαν οι Ούγγροι και τον 10ο αιώνα την κυβέρνησε η οικογένεια του Γκιούλα από επτά οπλαρχηγούς των Ούγγρων. Ο Βασιλιάς Στέφανος Α' της Ουγγαρίας επεδίωξε να κυβερνά όλα τα εδάφη που κυριαρχούνταν από Ούγγρους άρχοντες. Οδήγησε προσωπικά τον στρατό του εναντίον του θείου του από τη μητέρα του Γκιούλα Γ΄ και η Τρανσυλβανία έγινε τμήμα του Βασιλείου της Ουγγαρίας το 1002 και ανήκε στις Χώρες του Ουγγρικού Στέμματος από τότε μέχρι το 1918.
Μετά τη Μάχη του Μόχατς το 1526 ανήκε στο Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο, από το οποίο προέκυψε το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας το 1570 με τη Συνθήκη του Σπάγερ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 16ου και 17ου αιώνα το πριγκιπάτο ήταν κράτος υποτελές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο είχε διπλή επικυριαρχία (Οθωμανική και Αψβουργική).[1][2]
Το 1690 η Μοναρχία των Αψβούργων απέκτησε την Τρανσυλβανία μέσω του Ουγγρικού Στέμματος.[3][4][5] Μετά την αποτυχία της Εξέγερσης του Ράκοζι το 1711[6] ο έλεγχος των Αψβούργων στην Τρανσυλβανία παγιώθηκε και οι Ούγγροι πρίγκιπες της Τρανσυλβανίας αντικαταστάθηκαν με αυτοκρατορικούς κυβερνήτες των Αψβούργων.[7][8] Κατά την Ουγγρική Επανάσταση του 1848 η Ουγγρική κυβέρνηση κήρυξε την ένωση με την Τρανσυλβανία με τους Απριλιωτικούς Νόμους του 1848.[9] Μετά την αποτυχία της επανάστασης, το Σύνταγμα του Μαρτίου της Αυστρίας όρισε το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας ως χωριστή χώρα του στέμματος πλήρως ανεξάρτητη από την Ουγγαρία.[10] Το χωριστό καθεστώς της Τρανσυλβανίας έληξε με τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867[11] και επανενσωματώθηκε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας (Τρανσλεϊθανία) ως τμήμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.[12] Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τρανσυλβανία προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Ρουμανίας με τη Συνθήκη του Τριανόν το 1920. Το 1940 η Βόρεια Τρανσυλβανία επεστράφη στην Ουγγαρία ως αποτέλεσμα του Πρώτου Διακανονισμού της Βιέννης, αλλά ανακτήθηκε από τη Ρουμανία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στη λαϊκή κουλτούρα, η Τρανσυλβανία συνδέεται συνήθως με τα βαμπίρ, λόγω της επιρροής του μυθιστορήματος υψηλής φαντασίας του Μπραμ Στόκερ του 1897 Δράκουλας και των πολλών επόμενων βιβλίων και ταινιών που αυτό έχει εμπνεύσει.[13][14]
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τρανσυλβανία αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο στη Μεσαιωνική Λατινική του 1075 ως ultra silvam, που σημαίνει «πέρα από το δάσος». «Τρανσυλβανία», με ένα εναλλακτικό Λατινικό εμπρόθετο πρόθεμα, σημαίνει «στην άλλη πλευρά των δασών». Ούγγροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Μεσαιωνικός Λατινικός τύπος Ultrasylvania, στη συνέχεια Transylvania, ήταν άμεση μετάφραση του Ουγγρικού τύπου Erdő-elve. Αυτό χρησιμοποιείτο επίσης ως εναλλακτικό όνομα στα Γερμανικά überwald (13ος-14ος αιώνας) και στα Ουκρανικά Залісся (Ζαλίσγια).
Το Γερμανικό όνομα Siebenbürgen σημαίνει «επτά φρούρια», λόγω των επτά (Γερμανικών) πόλεων των Τρανσυλβανών Σαξόνων της περιοχής. Αυτή είναι επίσης η προέλευση του ονόματος της περιοχής σε άλλες γλώσσες, όπως στα Βουλγαρικά Седмиградско, στα Πολωνικά Siedmiogród και στα Ουκρανικά Семигород (Σεμιχορόντ).
Ο Ουγγρικός τύπος Erdély αναφέρεται για πρώτη φορά στο Gesta Hungarorum (το πρώτο εκτενές ιστορικό χρονικό) του 12ου αιώνα ως Erdeuleu (στη σύγχρονη γραφή Erdőelü) ή «Erdő-elve». Η λέξη «Erdő» σημαίνει δάσος στα Ουγγρικά και η λέξη «Elve» υποδηλώνει μια περιοχή σχετική με αυτό, παρόμοια με την Ουγγρική ονομασία για τη Μουντένια («Havas-Elve», ή «χώρα μπροστά από τα χιονοσκεπή βουνά»). Τα Erdel, Erdil, Erdehstan, τα Τουρκικά ισοδύναμα, ή το Ρουμανικό «Ardeal» είναι επίσης δάνεια αυτού του τύπου, αν και το Ρουμανικό όνομα έχει μια ανταγωνιστική θεωρία, που περιγράφεται παρακάτω.
Η πρώτη γνωστή γραπτή εμφάνιση του Ρουμανικού ονόματος Ardeal εμφανίστηκε σε έγγραφο του 1432 ως Ardeliu. Το Ρουμανικό όνομα Ardeal προέρχεται από το Λατινικό ar, που σημαίνει «βραχώδες βουνό», ή arx, που σημαίνει «πέτρινο φρούριο» και το Ρουμανικό/Βλαχικό deal / dealuri / deli, που σημαίνει «λόφος/λόφοι».
Ιστορικά ονόματα της Τρανσυλβανίας είναι:
- Βουλγαρικά: Седмиградско, (Σεντμιγκράντσκο), Трансилвания (Τρανσιλβάνια)
- Κροατικά: Sedmogradska, Erdelj, Transilvanija
- Γερμανικά: Siebenbürgen, Transsilvanien
- Ουγγρικά: Erdély
- Λατινικά: Ultrasilvania, Transsilvania
- Πολωνικά: Siedmiogród, Transylwania
- Ρομανί: Transilvaniya
- Ρουμανικά: Ardeal, Transilvania
- Ρωσικά: Трансильвания (Τρανσιλβάνια), Седмиградье (Σεντμιγκράντιε)
- Σερβικά: Ердељ/Erdelj, Трансилванија/Transilvanija
- Σλοβακικά: Ardieľ, Sedmohradsko
- Τρανσυλβανικά Σαξονικά: Siweberjen
- Τουρκικά: Erdel
- Ουκρανικά: Семигород (Σεμιχορόντ), Залісся (Ζαλίσια), Трансильванія (Τρανσιλβάνια)
- Γίντις: זיבנבערגן (Ζίμπνμπεργκν), זימבערגן (Ζίμπεργκν), טראַנסילוואַניע (Τρανσιλβάνιε)
Αρχαία Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δακικά κράτη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ηρόδοτος δίνει μια περιγραφή των Αγάθυρσων, που ζούσαν στην Τρανσυλβανία κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Τους περιέγραψε ως έναν τρυφηλό λαό που του άρεσε να φοράει χρυσά στολίδια.[15] Ο Ηρόδοτος ισχυρίστηκε επίσης ότι οι Αγάθυρσοι είχαν τις γυναίκες τους από κοινού, έτσι όλοι οι άνδρες ήταν αδέρφια.[16]
Ένα βασίλειο της Δακίας υπήρχε τουλάχιστον στις αρχές του δεύτερου αιώνα π.Χ. υπό τον βασιλιά Oρόλη. Υπό τον Βυρεβίστα, το σημαντικότερο βασιλιά της Δακίας και σύγχρονο του Ιουλίου Καίσαρα, το βασίλειο έφτασε στη μέγιστη έκτασή του. Η περιοχή που αποτελεί σήμερα την Τρανσυλβανία ήταν το πολιτικό κέντρο της Δακίας.
Οι Δάκες αναφέρονται συχνά από τον Αύγουστο, σύμφωνα με τον οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ωστόσο δεν υποτάχθηκαν και σε μεταγενέστερους χρόνους διέσχιζαν τον χειμώνα τον παγωμένο Δούναβη και λεηλατούσαν ρωμαϊκές πόλεις στην πρόσφατα αποκτηθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Μοισίας.
Οι Δάκες έχτισαν αρκετές σημαντικές οχυρωμένες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Σαρμιζεγετούσα (κοντά στη σημερινή Χουνεντοάρα). Χωρίζονταν σε δύο τάξεις: την αριστοκρατία (ταραβόστες) και τον απλό λαό (κομάτι).
Ρωμαιοδακικοί Πόλεμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια έφερε τους Δάκες σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρώμη. Κατά τη βασιλεία του Δεκέβαλου οι Δάκες ενεπλάκησαν σε πολλούς πολέμους με τους Ρωμαίους από το 85 έως το 89 μ.Χ. Μετά από δύο ανατροπές οι Ρωμαίοι κέρδισαν πλεονέκτημα αλλά υποχρεώθηκαν να συνάψουν ειρήνη λόγω της ήττας του Δομιτιανού από τους Μαρκομάννους. Ο Δομιτιανός συμφώνησε να πληρώσει μεγάλα ποσά (οκτώ εκατομμύρια σηστέρτιους) ως ετήσιο φόρο υποτέλειας στους Δάκες για τη διατήρηση της ειρήνης.
Το 101 ο αυτοκράτορας Τραϊανός ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά των Δακών, που κατέληξε στην πολιορκία της Σαρμιζεγετούσα Ρέτζια και την κατάληψη μέρους της χώρας. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν αλλά ο Δεκέβαλος παρέμεινε βασιλιάς σε ένα ρωμαϊκό προτεκτοράτο. Τρία χρόνια αργότερα οι Δάκες επαναστάτησαν και εξολόθρευσαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα στη Δακία. Τότε ο Τραϊανός εξαπέλυσε γρήγορα μια νέα εκστρατεία εναντίον τους (105–106). Η Μάχη της Σαρμιζεγετούσα Ρέτζια έλαβε χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 106 με τη συμμετοχή των λεγεώνων II Adiutrix και IV Flavia Felix και ενός αποσπάσματος (vexillatio) της λεγεώνας VI Ferrata. Οι Δάκες απέκρουσαν την πρώτη επίθεση, αλλά οι σωλήνες ύδρευσης της Δακικής πρωτεύουσας καταστράφηκαν. Η πόλη πυρπολήθηκε, οι κίονες των ιερών αποκόπηκαν και το οχυρωματικό σύστημα καταστράφηκε, ωστόσο ο πόλεμος συνεχίστηκε. Με την προδοσία του Bάκιλη (έμπιστου του βασιλιά των Δακών), οι Ρωμαίοι βρήκαν τον θησαυρό του Δεκέβαλου στον ποταμό Στρέι (υπολογίζεται από τον Ζερόμ Καρκοπίνο ως 165.500 κιλά χρυσού και 331.000 κιλά αργύρου). Η τελευταία μάχη με τον στρατό του βασιλιά των Δακών έγινε στο Πορόλισουμ (Mόιγκραντ).
Ο πολιτισμός των Δακών ενθάρρυνε τους στρατιώτες τους να μη φοβούνται τον θάνατο και λέγεται ότι έφευγαν για τον πόλεμο πιο ευχάριστα από οποιοδήποτε άλλο ταξίδι. Στην υποχώρησή του στα βουνά τον Δεκέβαλο ακολούθησε το ρωμαϊκό ιππικό με επικεφαλής τον Τιβέριο Κλαύδιο Μάξιμο. Η Δακική θρησκεία του Zάλμοξι επέτρεπε την αυτοκτονία ως έσχατη λύση για όσους πονούσαν και δυστυχούσαν και οι Δάκες που άκουσαν την τελευταία ομιλία του Δεκέβαλου διαλύθηκαν και αυτοκτόνησαν. Μόνο ο βασιλιάς προσπάθησε να διαφύγει από τους Ρωμαίους, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να βρει στα βουνά και τα δάση τα μέσα για να συνεχίσει τον πόλεμο, αλλά το ρωμαϊκό ιππικό τον ακολούθησε από κοντά. Αφού μόλις διέφυγε τη σύλληψη ο Δεκέβαλος αυτοκτόνησε αυτοαποκεφαλιζόμενος με το σπαθί του (φαλξ).
Η ιστορία των Δακικών Πολέμων γράφτηκε από τον Δίωνα Κάσσιο και απεικονίζονται επίσης στη Στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη.
Μετά τον πόλεμο μεγάλο μέρος της Δακίας συμπεριλαμβανομένης της Τρανσυλβανίας οργανώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Τραϊανής Δακίας.
Ρωμαϊκή Δακία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ρωμαίοι έφεραν τα περισσότερα στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτισμού στην Τραϊανή Δακία.
Επιδίωξαν να αξιοποιήσουν τα ορυχεία χρυσού της επαρχίας και κατασκεύασαν δρόμους πρόσβασης και οχυρά (όπως το Aμπρουντ) για να τους προστατεύσουν. Η περιοχή ανέπτυξε ισχυρή υποδομή και οικονομία βασισμένη στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τις εξορύξεις. Εποικοι από τη Θράκη, τη Μοισία, τη Μακεδονία, τη Γαλατία, τη Συρία και άλλες ρωμαϊκές επαρχίες μετεγκαταστάθηκαν για να κατοικήσουν τη χώρα, αναπτύσσοντας πόλεις όπως το Aπουλουμ (σημερινή Άλμπα Ιούλια) και η Ναπόκα (σημερινή Κλουζ-Ναπόκα) σε municipia και colonias.
Κατά τον τρίτο αιώνα η αυξανόμενη πίεση από τους Ελεύθερους Δάκες και τους Βησιγότθους ανάγκασε τους Ρωμαίους να εγκαταλείψουν την Τραϊανή Δακία.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευτρόπιο στο Βιβλίο IX του Breviarum του το 271 Ρωμαίοι πολίτες από την Τραϊανή Δακία μετεγκαταστάθηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό πέρα από τον Δούναβη στη νεοσύστατη Αυρηλιανή Δακία, μέσα στην πρώην Ανω Μοισία.
Πρώιμος Μεσαίωνας : οι μεγάλες μεταναστεύσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γότθοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν την αποχώρησή τους οι Ρωμαίοι διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία με τους Γότθους, σύμφωνα με την οποία η Δακία παρέμενε ρωμαϊκή επικράτεια και μερικές ρωμαϊκές προφυλακές παρέμειναν βόρεια του Δούναβη. Οι Θερβίγγοι, φυλή των Βησιγότθων, εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα της Τρανσυλβανίας και οι Οστρογότθοι στη στέπα του Πόντου και της Κασπίας.[17]
Περί το 340 ο Ουλφίλας έφερε τον Αρειανισμό των Όμοιων στους Γότθους της σημερινής Τρανσυλβανίας και οι Βησιγότθοι (και άλλες γερμανικές φυλές) έγιναν Αρειανοί.
Η γοτθική παρουσία στην περιοχή της Τρανσυλβανίας ξεκινά από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα και διήρκεσε για μερικές δεκαετίες, τουλάχιστον μέχρι την εισβολή των Ούννων. [18]
Οι Γότθοι μπόρεσαν να υπερασπιστούν την επικράτειά τους για περίπου έναν αιώνα ενάντια στους Γέπιδες, τους Βανδάλους και τους Σαρμάτες.[17] Ωστόσο οι Βησιγότθοι δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τις ρωμαϊκές υποδομές της περιοχής και τα ορυχεία χρυσού της Τρανσυλβανίας περιέπεσαν σε αχρησία κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα.
Ούννοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 376 ένα νέο κύμα μεταναστών, οι Ούννοι, με επικεφαλής τον Ουλντίν νίκησαν και εκδίωξαν τους Βησιγότθους, εγκαθιστώντας το δικό τους αρχηγείο στην πρώην Τραϊανή Δακία. Ελπίζοντας να βρει καταφύγιο από τους Ούννους ο Φριτιγέρνης (ηγέτης των Βησιγότθων) έκανε έκκληση στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ουάλη το 376 να του επιτραπεί να εγκατασταθεί με τον λαό του στη νότια όχθη του Δούναβη. Ωστόσο ξέσπασε λιμός και η Ρώμη δεν μπόρεσε να τους προμηθεύσει με τρόφιμα ή γη. Ετσι οι Γότθοι επαναστάτησαν εναντίον των Ρωμαίων για αρκετά χρόνια. Οι Ούννοι πολέμησαν τους Αλανούς, τους Βάνδαλους και τους Κουάδους, αναγκάζοντάς τους να κατευθυνθούν προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Παννονία έγινε το κέντρο τους κατά την ακμή της βασιλείας του Αττίλα (435–453).[17][19]
Χρονολογούμενα από το 425 έως το 455 τα ίχνη των Ούννων στην Τρανσυλβανία βρίσκονται στα πεδινά της κοιλάδας του Μούρες. Οι πιο σημαντικές μαρτυρίες της κυριαρχίας των Ούννων είναι δύο ξεχωριστές σειρές νομισμάτων που ανακαλύφθηκαν στο Σέμπες. Μεταξύ του 420 και του 455 οι Ούνοι πρίγκιπες και άρχοντες ίδρυσαν θερινές κατοικίες στην Τρανσυλβανία.[20] Οι νεότερες ανακαλύψεις ενισχύουν τη θεωρία ότι υπήρχε πιο σοβαρή στρατιωτική παρουσία Ούννων στην Τρανσυλβανία.[21]
Διάδοση του Χριστιανισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα από τον 4ο αιώνα (Biertan Donarium, ένα πήλινο δοχείο με χριστιανικά σύμβολα από το Mόιγκραντ και ένα άλλο πήλινο δοχείο με μονόγραμμα Χι Ρο στον πυθμένα του από την Ουλπια Ταραϊάνα για παράδειγμα) δείχνουν μικρές χριστιανικές κοινότητες που απομονώθηκαν από την κύρια ομάδα.
Το Biertan Donarium βρέθηκε το 1775. Υπάρχουν δύο θεωρίες για την προέλευση αυτού του αντικειμένου. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας της δακορουμανικής συνέχειας αυτό κατασκευάσθηκε από τον επιζώντα λατινόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Δακίας μετά την Υποχώρηση του Αυρηλιανού.[22] Όσοι ιστορικοί είναι δύσπιστοι σχετικά με αυτό το αντικείμενο επισημαίνουν τις αμφίβολες συνθήκες αυτού του ευρήματος.[23] Τονίζουν ότι δεν υπήρχαν ρωμαϊκοί οικισμοί ή χριστιανικές εκκλησίες κοντά στο Μπίερταν.[24] Σύμφωνα με αυτούς αυτό το αντικείμενο κατασκευάστηκε στην Ακυληία της Βόρειας Ιταλίας κατά τον 4ο αιώνα[25] και μεταφέρθηκε στην Τρανσυλβανία ως λάφυρα από Γότθους πολεμιστές ή από εμπορικές συναλλαγές.[26]Το πιθανότερο είναι ότι το εύρημα από το Μπίερταν είναι προϊόν λεηλασίας στο Ιλλυρικό ή στην Παννονία ή στα Βαλκάνια οποτεδήποτε μεταξύ του τέταρτου και του έκτου αιώνα και αυτό το τεχνούργημα επαναχρησιμοποιήθηκε ως παγανιστικό αντικείμενο από τους νέους ιδιοκτήτες του.[27][28] Αρχικά προοριζόταν να κρεμαστεί από καντήλι, αλλά οι διατρήσεις που έγιναν αργότερα δείχνουν ότι επαναχρησιμοποιήθηκε και στερεώθηκε κάπου για την αποθήκευση αγγείων ή άλλων αγαθών. Σύμφωνα με αυτή τη γνώμη ακόμη και η χρήση του για χριστιανικούς σκοπούς θα πρέπει να αμφισβητηθεί στο έδαφος της Τρανσυλβανίας.
Μόλις τον 5ο αιώνα γίνονται πιο διαδεδομένα τα τεχνουργήματα, τα περισσότερα με τη μορφή λυχναριών, χρυσών δαχτυλιδιών με εγκάρσιες τομές (από τον τάφο του Oμαχαρ στην Απαχίδα) και ενός σεντουκιού με χριστιανικά σύμβολα. Από τον 6ο αιώνα, συνδεδεμένα με το ιεραποστολικό έργο που υποστήριξε ο Ιουστινιανός Α´ και επιβεβαιωμένα για τη βυζαντινή τους προέλευση, τα λυχνάρια έγιναν ακόμη πιο συνηθισμένα, συνοδευόμενα από δύο φιαλίδια με την παράσταση του Αγίου Μηνά και πολλά καλούπια για περιδέραια σε σχήμα σταυρού.[29]
Στο πλαίσιο του εκχριστιανισμού του Χαν Βόρι Α΄ και του βαπτίσματος των Βουλγάρων, εντοπίζεται στην περιοχή ο βυζαντινός τύπος εκκλησιαστικής οργάνωσης. Ο ιστορικός I. Μπάαν, συζητώντας την προέλευση της αρχιεπισκοπής Kάλοτσα, επεσήμανε ότι η ύπαρξη δύο αρχιεπισκοπών στις πρώτες ημέρες του Βασιλείου της Ουγγαρίας συνδέεται με παράλληλο έργο που ανέλαβαν ιεραπόστολοι τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική εκκλησία. Ταυτίζει την αρχιεπισκοπή Kάλοτσα με την «αρχιεπισκοπή της Τουρκίας» και απαριθμεί στις υπαγόμενες σε αυτή τις επισκοπές Τρανσυλβανίας, Βανάτου και Τσέναντ. Η βάπτιση του Γκιούλα Β' στην Κωνσταντινούπολη και η συνοδεία του από τον επίσκοπο Ιερόθεο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επισκοπή Τρανσυλβανίας ιδρύθηκε πριν από το 1018. Με αυτό το σκεπτικό μια επισκοπή Τρανσυλβανίας, υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, θα μπορούσε να χρονολογηθεί την εποχή του Γκέζα.[30]Το σκεπτικό του υποστηρίζεται από την ανακάλυψη το 2011 στην Άλμπα Ιούλια μιας εκκλησίας που χτίστηκε σύμφωνα με την ανατολική παράδοση και χρονολογείται μεταξύ του δεύτερου μισού του 10ου και του πρώτου μισού του 11ου αιώνα.[31]Ενώ ήταν ηγεμόνας στο Βανάτο ο Αχτουμ (βαφτίστηκε στο Βίντιν), προς τα τέλη του 10ου αιώνα, λειτούργησε μοναστήρι Ορθόδοξων μοναχών στο Τσέναντ.[32]
Γέπιδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του Αττίλα η αυτοκρατορία των Ούννων διαλύθηκε. Το 455 οι Γέπιδες (υπό τον βασιλιά Aρδάριχο) κατέκτησαν την Παννονία και εγκατάθηκαν για δύο αιώνες στην Τρανσυλβανία.[17] Οι Γέπιδες εξασφάλισαν την κυριαρχία τους επιτιθέμενοι και λεηλατώντας τα εδάφη των γειτόνων τους και δημιουργώντας στρατιωτικές συνοριακές ζώνες, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν στην ίδια την Τρανσυλβανία, περιβαλλόμενοι από δύσβατα εδάφη. Σε μια περίπτωση το 539 σε συνεργασία με τους Φράγκους διέσχισαν τον Δούναβη και κατέστρεψαν τη Μοισία, σκοτώνοντας τον magister millitum Κάλλουκο. Δεν ήταν τόσο τυχεροί με τους Οστρογότθους, που πρώτα κατατρόπωσαν τις ενωμένες δυνάμεις Γεπίδων, Σουαβών, Σκιρίων και Σαρματών στη Μάχη της Μπόλα και στη συνέχεια στη Μάχη του Σίρμιου. Ο βασιλιάς Θραυστίλας έχασε την πόλη και οι διάδοχοί του δεν κατάφεραν να την ανακαταλάβουν ακόμη και μετά τον θάνατο του Θεοδώριχου.[19][33] Μετά από μακρά παρακμή οι Γέπιδες τελικά κατέρρευσαν υπό την κοινή εισβολή Αβάρων και Λομβαρδών το 567.[17] Πολύ λίγα ίχνη τους (όπως νεκροταφεία στην περιοχή του Βανάτου) διασώθηκαν μετά το 600 και φαίνεται να αφομοιώθηκαν από την αυτοκρατορία των Αβάρων.
Aβαροι, Σλάβοι, Bούλγαροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 568 οι Άβαροι, υπό τον Χαγάνο Μπαγιάν, ίδρυσαν μια αυτοκρατορία στη Λεκάνη των Καρπαθίων που διήρκεσε 250 χρόνια. Συγγενείς λαοί από την ανατολή έφτασαν στο Χαγανάτο των Αβάρων αρκετές φορές: γύρω στο 595 οι Κουτρίγουροι και στη συνέχεια γύρω στο 670 οι Ονόγουροι.[34] Αυτή την περίοδο επετράπη στους Σλάβους να εγκατασταθούν εντός της Τρανσυλβανίας. Οι Άβαροι παρήκμασαν με την άνοδο της Φραγκικής Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Μετά από ένα πόλεμο μεταξύ του Χαγάνου και του Γιουγκούρρους από το 796 έως το 803 οι Άβαροι ηττήθηκαν. Οι Άβαροι της Τρανσυλβανίας υποτάχθηκαν στους Βούλγαρους υπό τον Χανο Κρουμο στις αρχές του ένατου αιώνα, μετά τον οποίο η περιοχή καταλήφθηκε εν μέρει από Σλάβους πρόσφυγες, που αναζητούσαν προστασία από τους Φράγκους. Αργότερα η Νότια Τρανσυλβανία καταλήφθηκε από την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.[35]
Η πτώση του Χαγανάτου των Αβάρων στις αρχές του 9ου αιώνα δεν σήμανε την εξαφάνιση του πληθυσμού τους, καθώς σύγχρονες γραπτές πηγές αναφέρουν επιζώσες ομάδες Αβάρων.[36]
Ούγγροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ούγγροι έφτασαν στη Λεκάνη των Καρπαθίων, σε μια γεωγραφικά ενιαία αλλά πολιτικά διαιρεμένη χώρα, αφού απέκτησαν ενδελεχή τοπική γνώση της περιοχής από τη δεκαετία του 860 και μετά.[37][34][36] Μετά το τέλος του Χαγανάτου των Αβάρων (περίπου 822) οι Ανατολικοί Φράγκοι άσκησαν την επιρροή τους στην Υπερδουναβία, οι Βούλγαροι σε μικρό βαθμό στη Νότια Τρανσυλβανία και οι εσωτερικές περιοχές στέγασαν το σωζόμενο πληθυσμό των χωρίς κράτος Αβάρων.[34][38] Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία ο πληθυσμός των Αβάρων επέζησε από την εποχή της Ουγγρικής κατάκτησης της λεκάνης των Καρπαθίων.[39][34] Σε αυτό το κενό εξουσίας η ελίτ των Ούγγρων κατακτητών υιοθέτησε το σύστημα του πρώην Χαγανάτου των Αβάρων και δεν υπάρχουν ίχνη σφαγών και ομαδικών τάφων, πιστεύεται ότι ήταν μια ειρηνική μετάβαση για τους ντόπιους στη λεκάνη των Καρπαθίων.[39]
Το 862 ο Πρίγκιπας Ραστισλάβος της Μοραβίας επαναστάτησε κατά των Φράγκων και αφού προσέλαβε στρατεύματα των Μαγυάρων, κέρδισε την ανεξαρτησία του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ουγγρικά εκστρατευτικά στρατεύματα εισήλθαν στη Λεκάνη των Καρπαθίων.[40] Το 862 ο Αρχιεπίσκοπος Χίνκμαρ της Ρενς καταγράφει την εκστρατεία των άγνωστων εχθρών που ονομάζονται «Ούνγκρι», δίνοντας την πρώτη αναφορά των Ούγγρων στη Δυτική Ευρώπη. Το 881 οι Ουγγρικές δυνάμεις πολέμησαν μαζί με τους Καμπάρ στη Λεκάνη της Βιέννης. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γκέργκι Σάμπαντος και τον αρχαιολόγο Μίκλος Μπέλα Σέκε μια ομάδα Ούγγρων ζούσε ήδη στη Λεκάνη των Καρπαθίων εκείνη την εποχή, έτσι μπορούσαν να επέμβουν γρήγορα στα γεγονότα της Καρολίγειας Αυτοκρατορίας.[34][38][36][37] Ο αριθμός των καταγεγραμμένων μαχών αυξήθηκε από τα τέλη του 9ου αιώνα.[38] Στην ύστερη περίοδο των Αβάρων, ένα μέρος των Ούγγρων ήταν ήδη παρόν στη Λεκάνη των Καρπαθίων τον 9ο αιώνα, αυτό έχει υποστηριχθεί από γενετική και αρχαιολογική έρευνα, επειδή υπάρχουν τάφοι στους οποίους οι απόγονοι των Αβάρων είναι θαμμένοι με ουγγρικά ρούχα[41] Ένα σημαντικό στοιχείο των Ούγγρων αυτής της εποχής των Αβάρων είναι ότι το ουγγρικό σύστημα των κομητειών του Βασιλιά Αγίου Στεφάνου Α' μπορεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα κέντρα εξουσίας που σχηματίστηκαν κατά την περίοδο των Αβάρων.[41] Με βάση στοιχεία DNA οι Πρωτο-Ούγγροι αναμείχθηκαν με Σαρμάτες και Ούννους, αυτά τα τρία γενετικά συστατικά εμφανίζονται στους τάφους της ελίτ των Ούγγρων κατακτητών του 9ου αιώνα.[42] Με βάση το DNA στους τάφους των Ούγγρων κατακτητών οι κατακτητές είχαν ανατολική καταγωγή, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των Ούγγρων κατακτητών είχε ευρωπαϊκό γονιδίωμα.[43][39] Τα νεκροταφεία των απλών Ούγγρων είχαν λιγότερα ασιατικά γονιδιώματα από τα νεκροταφεία της ουγγρικής ελίτ.[42][44][39] Σύμφωνα με τα γενετικά στοιχεί, υπάρχει μια γενετική συνέχεια από την Εποχή του Χαλκού, μια συνεχής μετανάστευση των λαών της Στέπας από τα ανατολικά προς τη Λεκάνη των Καρπαθίων.[39]
Οι Ούγγροι κατέλαβαν τη λεκάνη των Καρπαθίων με προσχεδιασμένο τρόπο, με συνεχείς μετακινήσεις μεταξύ 862-895.[34][38] Σύμφωνα με την παράδοση του ενδέκατου αιώνα ο δρόμος που ακολούθησαν οι Ούγγροι υπό τον Πρίγκιπα Άλμος τους οδήγησε πρώτα στην Τρανσυλβανία το 895. Αυτό υποστηρίζεται από μια ρωσική παράδοση του ενδέκατου αιώνα ότι οι Ούγγροι μετακινήθηκαν στη Λεκάνη των Καρπαθίων μέσω του Κιέβου.[45] Ο Πρίγκιπας Άλμος, ο ιερός ηγέτης του Μεγάλου Ουγγρικού Πριγκιπάτου πέθανε πριν φτάσει στην Παννονία, θυσιαζόμενος στην Τρανσυλβανία.[46][47] Σύμφωνα με τον Ρουμάνο ιστορικό Φλορίν Κούρτα δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι οι Μαγυάροι διέσχισαν τα Ανατολικά Καρπάθια Όρη προς την Τρανσυλβανία.[48]
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας της Δακορωμαϊκής συνέχειας η Τρανσυλβανία κατοικείτο από Ρουμάνους την εποχή της Ουγγρικής κατάκτησης.[49] Οι πολέμιοι αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν ότι η Τρανσυλβανία ήταν αραιά κατοικημένη από λαούς σλαβικής και τουρκικούς καταγωγής[50] και ότι η παρουσία Σλάβων επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογία, αλλά κανένα χαρακτηριστικό ίχνος Ρουμάνων δεν υπήρχε στην Τρανσυλβανία την εποχή της ουγγρικής κατάκτησης.[48]
Το έτος της κατάκτησης της Τρανσυλβανίας είναι άγνωστο, πάντως τα παλαιότερα μαγυαρικά τεχνουργήματα που βρέθηκαν στην περιοχή χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα.[51] Το πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα των Σιονγκ-νου και της Ευρώπης είναι οι μερικές ταφές αλόγων, σχεδόν σε όλους τους τάφους των Ούννων υπάρχουν μόνο υπολείμματα αλόγων. Εκτός των Ούννων μόνο οι Ούγγροι χρησιμοποιούσαν μερικές ταφές αλόγων. Αυτή η αρχαία παράδοση που κράτησε αιώνες, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στους τάφους των Ούννων και των Ούγγρων.[52] Οι αρχαιολόγοι βρήκαν επίσης αυτό το είδος ταφής αλόγων στην Τρανσυλβανία.[53] Κατά την κοινή έρευνα αρχαιολόγοι από τα Πανεπιστήμια του Σιμπίου (Ρουμανία) και Τύμπινγκεν (Γερμανία) ανέσκαψαν ένα από τα πιο σημαντικά ουγγρικά νεκροταφεία από την εποχή της ουγγρικής κατάκτησης κοντά στο Oρέστιε (Σάσβαρος στα ουγγρικά) το 2005. Σύμφωνα με τον Ρουμάνο αρχαιολόγο Μάριαν Τίπλιτς οι ανασκαμμένοι τάφοι αναφέρονται στη δεύτερη γενιά Ούγγρων κατακτητών και οι σκελετοί που βρέθηκαν εκεί είναι τα απομεινάρια της φυλής Γκιούλα. Ήταν ένας μόνιμος οικισμός, η θέση του οποίου, στην κορυφή ενός λόφου υποδηλώνει ότι ο στόχος των Ούγγρων ήταν να ελέγξει την κοιλάδα του Mούρες.[54][55] Ένα νόμισμα που κόπηκε επί του Μπέρτολντ, Δούκα της Βαυαρίας (βασιλεία 938–947) που βρέθηκε κοντά στην Τούρντα δείχνει ότι οι Μαγυάροι της Τρανσυλβανίας συμμετείχαν σε δυτικές εκστρατείες.[46] Αν και η ήττα τους στη Μάχη του Λέχφελντ το 955 τερμάτισε τις επιδρομές των Μαγυάρων κατά της δυτικής Ευρώπης, οι επιδρομές στη Βαλκανική Χερσόνησο συνεχίστηκαν μέχρι το 970. Γλωσσικά στοιχεία δείχνουν ότι μετά την κατάκτησή τους οι Μαγυάροι κληρονόμησαν τις τοπικές κοινωνικές δομές των κατακτημένων Σλάβων της Παννονίας;[56] και στην Τρανσυλβανία υπήρξε επιμειξία μεταξύ της άρχουσας τάξης των Μαγυάρων και της σλαβικής ελίτ.[57]
Η οικογένεια του Γκιούλα κυβέρνησε την Τρανσυλβανία από το 925 περίπου και μετά.[59] Ο Γκιούλα Β' ήταν Ούγγρος Φύλαρχος στα μέσα του 10ου αιώνα.[60] Πρωτεύουσά του ήταν το Γκιούλαφεχερβαρ (σημερινή Άλμπα Ιούλια στη Ρουμανία). Το ουγγρικό όνομα Γκιούλαφεχερβαρ σημαίνει «Λευκό Κάστρο της Γκιούλα»,[61] ενώ το ρουμανικό όνομα Άλμπα Ιούλια είναι η μετάφρασή του στη ρουμανική γλώσσα. Ο Γκιούλα Β' καταγόταν από μια οικογένεια της οποίας τα μέλη είχαν τον κληρονομικό τίτλο γκιούλα και ήταν ο δεύτερος στη σειρά μεταξύ των ηγετών του Ουγγρικού Μεγάλου Πριγκιπάτου.[62] Ο Ιωάννης Σκυλίτζης διηγείται ότι γύρω στο 952[62] ο Γκιούλα Β' επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου βαφτίστηκε και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ τον σήκωσε από την κολυμβήθρα.[63] Ένας επίσκοπος ονόματι Ιερόθεος συνόδευσε τον Γκιούλα Β' κατά την επιστροφή του στην Ουγγαρία.[64] Ο Ιερόθεος ήταν ο πρώτος επίσκοπος της Τρανσυλβανίας.[65][66][67] Ο Γκιούλα Β' έχτισε στο Γκιούλαφεχερβαρ (σημερινή Άλμπα Ιούλια στη Ρουμανία) γύρω στο 950 την πρώτη εκκλησία της Τρανσυλβανίας, τα ερείπια της οποίας ανακαλύφθηκαν το 2011. Η Σάρολτ, κόρη του Γκιούλα Β' παντρεύτηκε τον Γκέζα, Μέγα Πρίγκιπα των Ούγγρων, γύρω στο 970. Ο γιος τους Βάικ γεννήθηκε γύρω στο 975 και ο έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ουγγαρίας το 1000 ως Βασιλιάς Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας.
Μεσαιωνικό Gesta Hungarorum
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι εχθροί των Ούγγρων κατακτητών στο Gesta Hungarorum δεν αναφέρονται σε άλλες πρωτογενείς πηγές, κατά συνέπεια οι ιστορικοί αμφιβάλλουν αν ο Γκέλου, ο Γκλαντ και ο Μένουμορουτ ήταν ιστορικά πρόσωπα ή φανταστικές μορφές που δημιούργησε κάποιος Ανώνυμος.
Ο Γκέλου (ουγγρικά: Gyalu, ρουμανικά: Gelu) είναι πρόσωπο στο Gesta Hungarorum (Λατινικά για Τα Εργα των Ούγγρων), μεσαιωνικό έργο που γράφτηκε από έναν συγγραφέα γνωστό ως "Ανώνυμο" της Ουγγρικής βασιλικής αυλής πιθανώς στο τέλος του αι. 12ος αιώνα (περίπου 300 χρόνια μετά την Ουγγρική κατάκτηση, που έγινε γύρω στο 895). Στο Gesta Hungarorum ο Γκέλου φέρεται να κυβέρνησε τμήμα της Τρανσυλβανίας και περιγράφεται ως «κάποιος Βλάχος» (quidam blacus) και «πρίγκιπας των Βλάχων» (ducem blacorum), που η χώρα του κατοικείτο από «Βλάχους και Σλάβους» (blasij et sclaui). [68] Λέγεται ότι νικήθηκε από έναν από τους επτά Ούγγρους δούκες, τον Tέχετεμ(Tuhutum στα αρχικά λατινικά, γνωστό και ως Tέτενι). Οι Ούγγροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα Γκέλου δημιούργησε ο συγγραφέας από το όνομα του χωριού Γκιάλου (σημερινό Γκίλαου στη Ρουμανία), ενός χωριού της Τρανσυλβανίας στα ομώνυμα βουνά, όπου ο Γκέλου πέθανε σύμφωνα με το Gesta Hungarorum.[69]
Ο Γκλάντ (ουγγρικά: Galád) ήταν ο ηγεμόνας του Βανάτου την εποχή της κατάκτησης της Λεκάνης των Καρπαθίων από τους Ούγγρους σύμφωνα με το Gesta Hungarorum. Ο Γκλαντ ήρθε από το Βίντιν της Βουλγαρίας, κατέλαβε την περιοχή από τον ποταμό Mούρες μέχρι το κάστρο της Ορσοβα και την Παλάνκα με τη βοήθεια των Κουμάνων. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο ο Γκλάντ διοικούσε έναν μεγάλο στρατό από ιππείς και πεζούς, που υποστηρίχθηκε από Κουμάνους, Πρωτοβούλγαρους και Βλάχους (blacorum). Οι Ούγγροι έστειλαν στρατό εναντίον του και ο Γκλάντ ηττήθηκε, ο στρατός του εξολοθρεύτηκε και δύο δούκες των Κουμάνων και τρεις Βούλγαροι πρίγκιπες σκοτώθηκαν στη μάχη.[68] Η ουγγρική ιστοριογραφία τον θεωρεί πλασματικό, μαζί με πολλούς άλλους φανταστικούς εχθρικούς χαρακτήρες του Gesta Hungarorum και δεν αναφέρεται σε άλλες πρωτογενείς πηγές. Η αναφορά του Ανώνυμου στους Κουμάνους που υποστηρίζουν τον Γκλαντ είναι ένα από τα βασικά σημεία της επιστημονικής συζήτησης, επειδή οι Κουμάνοι δεν έφτασαν στην Ευρώπη πριν από τη δεκαετία του 1050. Στη ρουμανική ιστοριογραφία ο Γκλαντ περιγράφεται ως ένας από τους «τρεις Ρουμάνους δούκες» που κυβέρνησαν τις περιοχές της σημερινής Ρουμανίας στις αρχές του 10ου αιώνα.
Ο Mένουμορουτ (ουγγρικά: Ménmarót) ήταν ο ηγεμόνας της χώρας μεταξύ των ποταμών Mούρες, Σόμες και Τίσα την εποχή της κατάκτησης της λεκάνης των Καρπαθίων από τους Ούγγρους γύρω στο 900. Σύμφωνα με το Gesta Hungarorum το δουκάτο του Mένουμορουτ κατοικούνταν κυρίως από Χάζαρους και Σέκελι και αναγνώριζε την επικυριαρχία του τότε κυβερνώντος Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τον Aνώνυμο ο Mένουμορουτ συμπεριφερόταν «αλαζονικά με βουλγαρική καρδιά».[68]
Σύμφωνα με το Gesta Hungarorum οι Ούγγροι πολιόρκησαν και κατέλαβαν το φρούριο του Mένουμορουτ στην Μπιχάρια, κάτι που τον έκανε να ζητήσει συγγνώμη για τη συμπάθειά του προς τους Βούλγαρους και πρόσφερε την κόρη του σε γάμο στον Ζόλταν , γιο του Άρπαντ, του Μεγάλου Πρίγκιπα των Ούγγρων. Το χρονικό αναφέρει ότι ο Mένουμορουτ πέθανε χωρίς διάδοχο πριν από το 907 και άφησε ολόκληρο το βασίλειό του ειρηνικά στον γαμπρό του Ζόλταν.[68]
Ο Aϊτονι ήταν ένας ηγεμόνας των αρχών του 11ου αιώνα στην περιοχή που τώρα είναι γνωστή ως Βανάτο. Σύμφωνα με το Gesta Hungarorum ήταν απόγονος του Γκλαντ. Φορολόγησε το αλάτι που μεταφερόταν στον Βασιλιά Στέφανο Α΄ της Ουγγαρίας μέσω του ποταμού Μούρες. Ο Ούγγρος βασιλιάς έστειλε τον Τσάναντ, πρώην γενικό διοικητή του Aϊτονι, εναντίον του επικεφαλής ενός μεγάλου βασιλικού στρατού. Ο Τσάναντ νίκησε και σκότωσε τον Aϊτονι και η κομητεία Τσάναντ και η ομώνυμη πρωτεύουσά της (σημερινό Τσέναντ στη Ρουμανία) πήραν το όνομά του.
Θεωρία της Δακορωμαϊκής συνέχειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν αντικρουόμενες θεωρίες σχετικά με το εάν οι Ρουμάνοι είναι ή όχι εκρωμαϊσμένος Δακικός πληθυσμός που, επιβιώνοντας των Μεγάλων μεταναστεύσεων, παρέμεινε στην Τρανσυλβανία μετά την αποχώρηση των Ρωμαίων.
Τμήμα του μεσαιωνικού Βασιλείου της Ουγγαρίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσος Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1000 ο Στέφανος Α' της Ουγγαρίας, μεγάλος πρίγκιπας των Ουγγρικών φυλών, αναγνωρίστηκε από τον Πάπα και από τον κουνιάδο του Ερρίκο Β', Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Βασιλιάς της Ουγγαρίας. Αν και ο Στέφανος ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολικός και ο εκχριστιανισμός των Ούγγρων επιτεύχθηκε κυρίως από τη Ρώμη, αναγνώρισε και υποστήριξε επίσης την Ορθοδοξία. Οι προσπάθειες του Στέφανου να ελέγξει όλες τις ουγγρικές φυλετικές περιοχές οδήγησαν σε πολέμους, συμπεριλαμβανομένου ενός πολέμου με τον θείο του από τη μητέρα του Γκιούλα (φύλαρχος στην Τρανσυλβανία, ο Γκιούλα ήταν ο δεύτερος υψηλότερος τίτλος στην ουγγρική φυλετική συνομοσπονδία).[70] Το 1002 ο Στέφανος οδήγησε ένα στρατό στην Τρανσυλβανία και ο Γκιούλα παραδόθηκε χωρίς μάχη. Αυτό κατέστησε δυνατή την οργάνωση της Καθολικής Επισκοπής της Τρανσυλβανίας (με έδρα το Γκιούλαφεχερβαρ), που ολοκληρώθηκε το 1009 όταν ο επίσκοπος της Όστιας (ως παπικός λεγάτος) επισκέφθηκε τον Στέφανο και ενέκριναν τις επισκοπικές διαιρέσεις και τα όρια.[71]
Σύμφωνα με το Chronicon Pictum ο Βασιλιάς Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας νίκησε τον Kέαν, έναν ηγεμόνα Βουλγάρων και Σλάβων στη νότια Τρανσυλβανία.
Η μεσαιωνική Τρανσυλβανία ήταν αναπόσπαστο τμήμα του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Ωστόσο ήταν μια διοικητικά διακριτή ενότητα. Το μεσαιωνικό Βασίλειο της Ουγγαρίας δεν ήταν χωρισμένο σε επαρχίες, αν και στις αρχές του 14ου αιώνα οι βασιλιάδες του έφεραν έναν μακρύ τίτλο που περιλάμβανε τα ονόματα εννέα χωρών και επαρχιών – «Με τη χάρη του Θεού, Βασιλιάς Ουγγαρίας, Δαλματίας, Κροατίας, Ράμας, Σερβίας, Γαλικίας, Λοδομέριας, Κουμανίας και Βουλγαρίας». Ωστόσο η πλειονότητα των προσφωνήσεων ήταν μόνο κατ' όνομα. Πραγματική κυριαρχία υπήρχε μόνο επί της Κροατίας και της Δαλματίας, όπου η ουγγρική αρχή αντιπροσωπευόταν από τoyw μπαν που τέθηκαν επικεφαλής των επαρχιών. Εντός της χώρας - λόγω της μεγάλης απόστασής τους από το κέντρο - ιδρύθηκαν μόνο δύο χωριστές εδαφικές κυβερνήσεις, που μερικές φορές αναφέρονται στις πηγές ως χώρες (regnum), αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ στους τίτλους των Ούγγρων βασιλιάδων: η Τρανσυλβανία κατά μήκος των ανατολικών συνόρων και η Σλαβονία νότια του Δράβου.[72]
Η πρώτη καταγεγραμμένη εισβολή των Πετσενέγκων στην Τρανσυλβανία συνέβη επί της βασιλείας του Στεφάνου Α΄ της Ουγγαρίας. Η Μάχη του Κέρλες ήταν μια σύγκρουση μεταξύ ενός στρατού Πετσενέγκων και Ογούζων που διοικούνταν από τον Οσούλ και των στρατευμάτων του Βασιλιά Σολομώντα της Ουγγαρίας και των ξαδέλφων του, Δουκών Γκέζα και Λαδίσλαους στην Τρανσυλβανία το 1068.
Από τα γνωστά πριν από το 1200 ουγγρικά έγγραφα μόνο είκοσι επτά κάνουν κάποια αναφορά στην Τρανσυλβανία, δύο χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα και τα υπόλοιπα από τον 12ο. Από τα τελευταία τα δεκαέξι αναφέρουν μόνο το όνομα ορισμένων Τρανσυλβανών, θρησκευτικών ή κοσμικών αξιωματούχων, όπως ενός επισκόπου, ενός αρχιμανδρίτη, ενός βοεβόδα ή ενός κόμη. Τον 13ο αιώνα, και ιδιαίτερα μετά το 1250, ο αριθμός των εγγράφων που αφορούν την Τρανσυλβανία αυξάνεται ραγδαία και ξεπερνά τα τετρακόσια.[73]
Σέκελι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σέκελι έχουν ισχυριστεί ιστορικά καταγωγή από τους Ούννους του Αττίλα.[74] Τα ουγγρικά μεσαιωνικά χρονικά αφηγούνται ότι μια ομάδα Ούννων παρέμεινε στην Τρανσυλβανία, ενώ αργότερα συμμάχησαν με τους Ούγγρους που ήρθαν και κατέκτησαν μαζί τη Λεκάνη των Καρπαθίων τον 9ο αιώνα.[68][75][47][76] Αρκετά μεσαιωνικά ουγγρικά χρονικά ισχυρίζονται ότι ο λαός των Σέκελι κατάγονταν από τους Ούννους.
Κατά τον Μεσαίωνα οι Σέκελι έπαιξαν ρόλο στην άμυνα του Βασιλείου της Ουγγαρίας κατά των Οθωμανών ως φρουροί των ανατολικών συνόρων.[77] Ο Nικόλαους Ολάχους ανέφερε στο βιβλίο Hungaria et Athila το 1536 ότι «Οι Ούγγροι και οι Σέκελι μοιράζονται την ίδια γλώσσα, με τη διαφορά ότι οι δεύτεροι έχουν τις δικές τους λέξεις ειδικά για το έθνος τους».[78][79][80]
Σάξονες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 12ο και τον 13ο αιώνα οι περιοχές στα νότια και βορειοανατολικά εποικίστηκαν από Γερμανούς εποίκους γνωστούς ως Σάξονες. Η παράδοση υποστηρίζει ότι το Siebenbürgen, το γερμανικό όνομα για την Τρανσυλβανία, προέρχεται από τις επτά κύριες οχυρωμένες πόλεις που ιδρύθηκαν από αυτούς τους Σάξονες της Τρανσυλβανίας.
Οι πρώτοι Γερμανοί έποικοι που κάλεσε ο Γκέζα Β΄ γύρω στο 1160 ήρθαν από τη Ρηνανία και ίδρυσαν τα χωριά τους μεταξύ των ποταμών Ολτ και Kούκουλε. Την ίδια περίπου εποχή βόρεια από αυτούς Γερμανοί «φιλοξενούμενοι» (hospites) έφτασαν στα βασιλικά κτήματα στη Ράντνα και στο Μπέστερτσε. Ο εποικισμός οργανώθηκε από τους Gräves (γερμανικά) ή geréb (ουγγρικά). Μερικοί Geréb έλαβαν δικαστικά, διοικητικά και στρατιωτικά αξιώματα, που αργότερα έγιναν κληρονομικά.[81]
Ήδη τον 13ο αιώνα η Τρανσυλβανική Σαξονία ήταν χωρισμένη σε τμήματα που αντικατόπτριζαν τους Σέκελι. Οι βάσεις της Τρανσυλβανικής Γερμανικής διοίκησης τέθηκε από τον Ανδρέα Β' στο «Andreanum» του το 1224. Κατάργησε την εποπτεία του βοεβόδα και ανέθεσε αυτό το αξίωμα (που αποκαλείτο πλέον «βασιλικός δικαστής» (királybíró) από τότε) στον ispán του Szeben. Τα δημοτικά προνόμια που επέτρεπαν τις τοπικές εκλογές ιερέων και δικαστών, που έλαβαν οι σαξονικές πόλεις και τα χωριά, έγιναν γνωστά ως «ελευθερία του Szeben» (szebeni szabadság). Η περιοχή του ποταμού Μπέστερτσε απέκτησε επίσης την "ελευθερία του Szeben" από το 1366 και μετά. Οι Σάξονες έπρεπε μόνο να πληρώνουν φόρο στον βασιλιά. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο την Ημέρα του Αγίου Μαρτίνου, στις 11 Νοεμβρίου. Επιπλέον 500 Γερμανοί σιδερόφρακτοι στρατιώτες στρατολογήθηκαν στον Ουγγρικό στρατό. Τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση διαχειριζόταν ο κόμης των Σαξόνων, ο δεύτερος πιο ισχυρός άρχοντας των Σαξόνων στην αποικία.[82]
Καθώς η κοινωνία εξελισσόταν η μεσαία τάξη των Σαξόνων ξεχώρισε από τους geréb που αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ουγγρική αριστοκρατία. Οι πλέον χωρίς ηγέτες Σάξονες έγιναν είτε τεχνίτες είτε ανεξάρτητοι αγρότες. Οι αγορές όπου πουλούσαν τα προϊόντα τους έγιναν πόλεις. Προέκυψε επίσης μια νέα τάξη, οι έμποροι. Οι πόλεις τους απέκτησαν το δικαίωμα να φορολογούν τα φορτία, που περιείχαν ακριβά αγαθά από την Ανατολή. Καθώς οι Σάξονες προτιμούσαν τώρα να προσλαμβάνουν μισθοφόρους αντί να στρατολογούν από τους δικούς τους, τη θέση του κόμη, που τώρα λειτουργούσε περισσότερο για τα οικονομικά, ανέλαβε ο δήμαρχος του Szeben, που επιλεγόταν από ένα δημοτικό συμβούλιο 12 ατόμων που προέρχονταν από ένα συμβούλιο 100 ατόμων. Έτσι οι πιο ισχυροί αξιωματούχοι της σαξονικής κοινωνίας ήταν ο βασιλικός δικαστής και ο δήμαρχος, και οι δύο από το Szeben.[83]
Η εκκλησία της Τρανσυλβανικής Σαξονίας ήταν πολύ διχασμένη. Ορισμένες κομητείες στο νότιο τμήμα ήταν προσαρτημένες στην επισκοπή του Σέμπεν, άλλες σε εκείνη του Γκιούλαφεχερβαρ.[84]
Τεύτονες Ιππότες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γερμανική επιρροή έγινε πιο έντονη όταν το 1211 ο Βασιλιάς Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας κάλεσε τους Τεύτονες Ιππότες να προστατεύσουν την Τρανσυλβανία στην Μπούρτενλαντ από τους Κουμάνους. Οταν το τάγμα εδραίωσε τον έλεγχό του στην περιοχή και τον επέκτεινε πέρα από την Τρανσυλβανία χωρίς την άδειά του, ο Ανδρέας έδιωξε τους Ιππότες το 1225.
«Βοεβοδάτο» (τέλη 12ου-13ος αιώνας)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διοίκηση στην Τρανσυλβανία ήταν στα χέρια ενός βοεβόδα, διορισμένου από τον βασιλιά (η λέξη Βοεβόδας, ή βοϊεβόδας, πρωτοεμφανίστηκε το 1193). Πριν από αυτό για τον αρχηγό της Κομητείας Άλμπα χρησιμοποιείτο ο όρος ίσπαν. Η Τρανσυλβανία περιήλθε υπό την κυριαρχία των βοεβόδων μετά το 1263, όταν καταργήθηκαν τα καθήκοντα των κομήτων του Σόλνοκ (ΝτόμποκαDoboka) και της Άλμπα. Ο βοεβόδος έλεγχε επτά κομητάτους. Σύμφωνα με το Chronicon Pictum ο πρώτος βοεβόδας της Τρανσυλβανίας ήταν ο Ζόλταν της Τρανσυλβανίας, το ίδιο πρόσωπο με τον Ζόλτα, προπάππου του Αγίου Στεφάνου. Αυτό αμφισβητείται από τους σύγχρονους ιστορικούς, καθώς τον Μεσαίωνα ένα άτομο δεν μπορούσε να ζήσει τόσο πολύ και να είναι σε θέση να κατέχει μια τόσο σημαντική θέση. Ωστόσο δεν αμφισβητείται ότι ο Ζόλταν ήταν συγγενής του βασιλιά, ίσως αδελφός του.[85][86][87]
Mογγολικές εισβολές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1241 η Τρανσυλβανία υπέφερε κατά τη διάρκεια της εισβολής των Μογγόλων στην Ευρώπη. Ο Γκουγιούκ Χαν εισέβαλε στην Τρανσυλβανία από το Πέρασμα Οιτουζ, ενώ ο Σούμπουταϊ επιτέθηκε στον νότο από το Πέρασμα Μεχέντια προς την Oρσοβα.[88] Ενώ ο Σούμπουταϊ προχωρούσε προς τα βόρεια για να συναντήσει τον Μπατού Χαν, ο Γκουγιούκ επιτέθηκε στο Χέρμανστατ/Νάγκισεμπεν (Σιμπίου) για να εμποδίσει τους ευγενείς της Τρανσυλβανίας να βοηθήσουν τον Βασιλιά Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας. Το Μπέστερτσε, το Kόλοσβαρ και η περιοχή της Τρανσυλβανικής Πεδιάδας λεηλατήθηκαν από τους Μογγόλους, όπως και τα ορυχεία αργύρου του Ούγγρου βασιλιά στην Óραντνα. Μια ξεχωριστή μογγολική δύναμη συνέτριψε τους δυτικούς Κουμάνους κοντά στον ποταμό Σερέτη στα Καρπάθια και εξολόθρευσε την Κουμανική επισκοπή του Μίλκοβ. Οι εκτιμήσεις για τη μείωση του πληθυσμού στην Τρανσυλβανία λόγω της εισβολής των Μογγόλων κυμαίνονται από 15 έως 50 τοις εκατό.
Οι Κουμάνοι ασπάστηκαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό και μετά την ήττα τους από τους Μογγόλους αναζήτησαν καταφύγιο στην κεντρική Ουγγαρία. Η Ελισάβετ η Κουμάνα (1244–1290), γνωστή ως Eρσεμπετ στα ουγγρικά, Κουμάνα πριγκίπισσα, παντρεύτηκε τον Στέφανο Ε΄ της Ουγγαρίας το 1254.
Το 1285 ο Nογκάι Χαν με τον Tαλαμπούγκα ηγήθηκε της εισβολής στην Ουγγαρία. Ο Ταλαμούγκα οδήγησε στρατό στη βόρεια Ουγγαρία, αλλά τον σταμάτησε το βαρύ χιόνι στα Καρπάθια. ηττήθηκε κοντά στην Πέστη από τον βασιλικό στρατό του Λαδίσλαου Δ' και υποχωρώντας έπεσε σε ενέδρα των Σέκελι. Ο στρατός του Ταλαμούγκα λεηλάτησε την Τρανσυλβανία. πόλεις όπως το Ρέγκιν, το Μπρασόβ και η Μπίστριτσα. Ωστόσο οι εισβολείς υπέφεραν από έλλειψη τροφής, όντας επίσης αντιμέτωποι με την αντίσταση των ντόπιων Σέκελι, Ρουμάνων και Σαξόνων[89].
Ο Βενέδικτος, ηγούμενος της εκκλησίας του Αγίου Θωμά του Έστεργκομ, έγραψε σχετικά με την εισβολή των Μογγόλων του 1285: «26.000 Τάταροι σκοτώθηκαν στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, έτσι οι Τάταροι τράπηκαν σε φυγή, προσπαθώντας να σωθούν από τα χέρια των Ούγγρων, έφτασαν στην Τρανσυλβανία. αλλά οι Σέκελι, οι Βλάχοι και οι Σάξονες έκλεισαν τους δρόμους με τους ανιχνευτές τους και τους περικύκλωσαν...».[90][91][92]Ο Mαρίνο Σανούτο Toρτσέλο κατέγραψε ότι στη Μογγολική εισβολή τα περάσματα των Καρπαθίων υπερασπίστηκαν μαζί οι Ρουμάνοι και οι Σέκελι : [89] «Ωστόσο τα υπολείμματα των Τατάρων επέστρεψαν στην Κουμανία μετά την υποχώρησή τους και τα έθνη της Παννονίας, οι Βλάχοι και οι Σέκελι, που ζουν στα βουνά Zίφεος [Καρπάθια], που οι Ούγγροι ονομάζουν δάση [Τρανσυλβανία], έκλεισαν τα περάσματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι Τάταροι να μην μπορούν πλέον να τα διασχίσουν».[92]
Το 1288 ο αρχιεπίσκοπος του Στριγόνιου Λοδομέριος, η σημαντικότερη καθολική εκκλησιαστική προσωπικότητα της Ουγγαρίας, έγραψε μια επιστολή «προς Ούγγρους, Σάξονες, Σέκελι και Ρουμάνους ευγενείς από τις κομητείες Σίμπιου και Μπόρσα της Τρανσυλβανίας», με σοβαρές κατηγορίες κατά του Βασιλιά Λαδίσλαου Δ΄ και απαιτώντας από αυτούς να μην υπακούουν πλέον στον ηγεμόνα και να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια εναντίον του.[93]
Tεκμηριωμένη ρουμανική παρουσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα παλαιότερα σωζόμενα έγγραφα από την Τρανσυλβανία, που χρονολογούνται από τον 12ο και τον 13ο αιώνα, κάνουν παροδικές αναφορές τόσο σε Ούγγρους όσο και σε Βλάχους.
Η πρώτη εμφάνιση ενός ρουμανικού ονόματος (Ola) στην Ουγγαρία εμφανίζεται σε ένα χάρτη του 1258.[94] Οι πρώτες γραπτές πηγές ρουμανικών οικισμών χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα και ο πρώτος αναφερόμενος ρουμανικός δήμος ήταν το Oλάχτελουκ (1283) στην κομητεία Μπίχαρ.[95][94] Η «χώρα των Βλάχων» (Terram Blacorum)[96][97][94] εμφανίζεται στο Φάγκαραςαι η περιοχή της αναφέρεται με το όνομα «Ολάχη» το 1285.[94]
Την άνοιξη του 1291 στην Άλμπα Ιούλια, ο βασιλιάς Ανδρέας Γ', ο τελευταίος από τη δυναστεία του Άρπαντ, συγκάλεσε και προέδρευσε σε μια συνέλευσης των εκπροσώπων «όλων των ευγενών, Σαξόνων, Σέκελι και Ρουμάνων» (cum universis Nobilibus, Saxonibus, Syculis et Olachis). Αυτή ήταν η γενική συνέλευση όλων των προνομιούχων ομάδων της Τρανσυλβανίας (των Ούγγρων ευγενών, των Σαξόνων, των Σέκελι και των Ρουμάνων), που πραγματοποιήθηκε περίπου έξι μήνες μετά τη Γενική Συνέλευση του Βασιλείου της Ουγγαρίας στη Βούδα.[93]
Το 1293 ο Ανδρέας ζήτησε με ένα διάταγμα την καταμέτρηση των οικογενειών "Olacos" (Βλάχων) στην Ουγγαρία για να τις μετεγκαταστήσει στο "predium" (κτήμα) του, που ονομαζόταν Σέκες. Αριθμούσαν σύμφωνα με εκτιμήσεις 3600 οικογένειες (περίπου 17.000 άτομα).[98]
To δίκαιο των Βλάχων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]To δίκαιο των Βλάχων ήταν ένα σύνολο νόμων που ρύθμιζε τον τρόπο ζωής και της γεωργίας των λαών της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων που ασκούσαν τη μετακινούμενη κτηνοτροφία. Είχε επίσης εισαχθεί στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, επηρεάζοντας έτσι την Τρανσυλβανία. Χωριά με το βλάχικο δίκαιο εμφανίστηκαν στο Βασίλειο της Ουγγαρίας μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα.
Τα βασικά του στοιχεία ήταν οι μοναδικές μέθοδοι φορολόγησης. Καθώς ο νόμος είχε μεγαλύτερη ελευθερία ως προς τον βαθμό φορολογίας, ευνοούσε τη μετανάστευση αλλοδαπών, που εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Τρανσυλβανία και στη συνέχεια σε άλλα μέρη του Βασιλείου της Ουγγαρίας, κυρίως σε ορεινές περιοχές.
Σε αντίθεση με την ονομασία αυτού του δικαίου δεν το εφάρμοζαν μόνο οι Ρουμάνοι (Βλάχοι), αλλά και άλλοι λαοί, κυρίως οι Ρουθήνιοι. Το βλάχικο δίκαιο συνδέεται στενά με τον θεσμό του κνεζ. Ο κνεζ ήταν ο κληρονομικός ηγέτης των βλάχικών κοινοτήτων, κυρίως στο μεσαιωνικό Βασίλειο της Ουγγαρίας. Επίσημα έγγραφα, γραμμένα στα λατινικά, χρησιμοποιούσαν πολλαπλούς όρους όταν ανέφεραν τους Βλάχους ηγέτες (ή οπλαρχηγούς) στο Βασίλειο της Ουγγαρίας τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Υπήρχαν κνεζ με 300 οικογένειες, αλλά και με μόλις τέσσερις ή πέντε. Αρχικά εγκαταστάθηκαν κοντά σε υπάρχοντα χωριά, αλλά από τα μέσα του 14ου αιώνα ίδρυσαν και ανεξάρτητους οικισμούς. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν το δικό τους εθιμικό δίκαιο, βάση του οποίου ήταν η υποχρέωση να δίνουν στον ιδιοκτήτη ορισμένο αριθμό ζώων κάθε χρόνο. Αυτό τον τρόπο ζωής υιοθέτησε και ένα μέρος του πληθυσμού των Ρουθήνιων της σημερινής Υπερκαρπαθίας από τον 14ο αιώνα.
Σύστημα εξουσίας: οι «τάξεις» (12ος-14ος αιώνας)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι τρεις πιο σημαντικοί αξιωματούχοι του 14ου αιώνα ήταν ο βοεβόδος, ο Επίσκοπος της Τρανσυλβανίας και ο Ηγούμενος του Αββαείου (στα περίχωρα του σημερινού Κλουζ-Ναπόκα).
Η Τρανσυλβανία οργανώθηκε σύμφωνα με το σύστημα των τάξεων. Οι τάξεις της ήταν προνομιούχες ομάδες (η κεντρική εξουσία αναγνώριζε κάποιες συλλογικές ελευθερίες), με κοινωνικοοικονομική και πολιτική δύναμη, οργανωμένες επίσης με εθνοτικά κριτήρια.
Όπως και στο υπόλοιπο Ουγγρικό Βασίλειο η πρώτη τάξη ήταν η αριστοκρατία (λαϊκή και εκκλησιαστική) εθνοτικά ετερογενής, αλλά υφίσταται ομογενοποίηση γύρω από τον ουγγρικό πυρήνα της. Το έγγραφο που παραχωρούσε προνόμια στην αριστοκρατία ήταν το Χρυσόβουλο του 1222, που εκδόθηκε από τον Βασιλιά Ανδρέα Β'. Οι άλλες τάξεις ήταν οι Σάξονες, οι Σέκελι και οι Ρουμάνοι, όλες με εθνογλωσσική βάση. Στους Σάξονες, που είχαν εγκατασταθεί στη νότια Τρανσυλβανία τον 12ο και τον 13ο αιώνα, παραχωρήθηκαν προνόμια το 1224 με το Diploma Andreanum. Στους Σέκελι και στους Ρουμάνους παραχωρήθηκαν μερικά προνόμια. Ενώ οι Σέκελι εδραίωσαν τα προνόμιά τους, επεκτείνοντάς τα σε ολόκληρη την εθνοτική τους ομάδα, οι Ρουμάνοι δυσκολεύτηκαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους σε ορισμένες περιοχές (terrae Vlachorum ή areaus Valachicales) και έχασαν την περιουσία τους. Ωστόσο όταν ο βασιλιάς (ή ο βοεβόδος) συγκαλούσε τη γενική συνέλευση της Τρανσυλβανίας (\\congregatio\\) κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα συμμετείχαν οι τέσσερις τάξεις: ευγενείς, Σάξονες, Σέκελι και Ρουμάνοι (Universis nobilibus, Saxonibus, Syculis et Olachis in partibus Transiluanis).
Υστερος Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Α' έστειλε τον Aνδρέα Λάκφι, Κόμη των Σέκελι να εισβάλει στα εδάφη της Χρυσής Ορδής σε αντίποινα για τις προηγούμενε επιδρομές και λεηλασίες των Τατάρων στην Τρανσυλβανία και το Σέπεσεγκ.[99][100] Ο Λάκφι και ο στρατός του από κυρίως πολεμιστές Σέκελι νίκησαν έναν μεγάλο στρατό των Τατάρων στις 2 Φεβρουαρίου 1345.[99][101] Η Χρυσή Ορδή απωθήθηκε πίσω από τον ποταμό Δνείστερο και στη συνέχεια ο έλεγχος της Χρυσής Ορδής στην περιοχή μεταξύ των Ανατολικών Καρπαθίων και της Μαύρης Θάλασσας αποδυναμώθηκε.[99][101]
Απώλεια των προνομίων των Ρουμάνων (1366-19ος αιώνας)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Ρουμάνο ιστορικό Ποπ οι Ρουμάνοι δεν είχαν πλέον το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική εξουσία, περιοριζόμενοι σταδιακά στο καθεστώς των αγροτών. Οι πλούσιοι Ρουμάνοι, οι Ρουμάνοι ευγενείς, οι Ρουμάνοι ιππότες και γαιοκτήμονες, για να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους και να συνεχίσουν να έχουν εξουσία, προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό και υιοθέτησαν τα ουγγρικά έθιμα. Τον 16ο αιώνα η αριστοκρατία γίνεται συνώνυμη με την ουγγρικότητα. Οι Ρουμάνοι ευγενείς που διατηρήθηκαν και συμμετείχαν στην εξουσία αποσχίστηκαν από τη μάζα του λαού τους, τον οποίο και έπαψαν να εκπροσωπούν.[102]
Το 1437 Ούγγροι και Ρουμάνοι αγρότες, οι κατώτεροι ευγενείς και οι αστοί του ΚόλοζβαρK (Κλάουζενμπουργκ, σημερινό Κλουζ), υπό τον Ανταλ Νάγκι της Βούδας, ξεσηκώθηκαν ενάντια στους φεουδάρχες τους και ανακήρυξαν τη δική τους τάξη (universitas hungarorum et valachorum, «η τάξη των Ούγγρων και των Ρουμάνων "). Για να καταστείλουν την εξέγερση της υυγγρικής αριστοκρατίας στην Τρανσυλβανία, οι Σάξονες αστοί και οι Σέκελι σχημάτισαν την Unio Trium Nationum (Ένωση των Τριών Εθνών), μια συμμαχία αμοιβαίας βοήθειας ενάντια στους αγρότες, δεσμευόμενοι να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους ενάντια σε οποιαδήποτε εξουσία εκτός από αυτή του βασιλιά της Ουγγαρίας. Το 1438 η εξέγερση συνετρίβη. Από το 1438 και μετά το πολιτικό σύστημα βασίστηκε στην Unio Trium Nationum και η κοινωνία ελεγχόταν από αυτές τις τρεις τάξεις: τους ευγενείς (κυρίως Ούγγρους), τους Σέκελι και τους Σάξονες αστούς. Αυτές οι τάξεις ωστόσο εξέφραζαν περισσότερο κοινωνικό και θρησκευτικό παρά εθνοτικό διαχωρισμό. Στρεφόμενη κατά των αγροτών η Ένωση περιόρισε τον αριθμό των τάξεων (εξαιρουμένων των Ορθοδόξων από την πολιτική και κοινωνική ζωή στην Τρανσυλβανία): «Τα προνόμια ορίζουν το καθεστώς των τριών αναγνωρισμένων εθνών –των Ούγγρων, των Σέκελι και των Σαξόνων– και των τεσσάρων εκκλησιών – Λουθηρανικής, Καλβινιστικής, Ουνιταριανικής και Καθολικής. Ο αποκλεισμός αφορούσε τη ρουμανική κοινότητα και την Ορθόδοξη Εκκλησία της, μια κοινότητα που αποτελούσε τουλάχιστον το 50% του πληθυσμού στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα».[103]
Oθωμανική απειλή και Ιωάννης Ουνυάδης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από έναν παραπλανητικό ελιγμό του Σουλτάνο Μουράτ Β΄ ήταν σαφές ότι ο στόχος των Οθωμανών δεν ήταν να εδραιώσουν την επιρροή τους στα Βαλκάνια και να εκφοβίσουν τους Ούγγρους, αλλά να κατακτήσουν την Ουγγαρία.
Βασικό πρόσωπο στην Τρανσυλβανία αυτή την εποχή ήταν ο Ιωάννης Ουνυάδης (περ. 1387 ή 1400–1456). Στον Ουνυάδη δόθηκαν μια σειρά από κτήματα (που τον έκαναν ένας από τους κορυφαίους γαιοκτήμονες στην ιστορία της Ουγγαρίας) και μια θέση στο βασιλικό συμβούλιο για τις υπηρεσίες του στον Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου. Αφού υποστήριξε την υποψηφιότητα του Βλαδίσλαου Γ' της Πολωνίας για τον ουγγρικό θρόνο, ανταμείφθηκε το 1440 με τη διοίκηση του φρουρίου του Νάντονφεχερβαρ (Βελιγράδι) και το βοεβοδάτο της Τρανσυλβανίας (με τον συμβοεβόδα του Μίκλος Ούλιακι). Τα μετέπειτα στρατιωτικά του κατορθώματα (θεωρείται ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς του Μεσαίωνα) κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του απέφεραν περαιτέρω το καθεστώς του αντιβασιλέα της Ουγγαρίας το 1446 και την παπική αναγνώριση ως Πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας το 1448.
Ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ κήρυξε μια επιδρομή στην Τρανσυλβανία και ο Ιωάννης Ουνυάδης νίκησε τον Οθωμανικό στρατό στη Μάχη του Χέρμανσταντ το 1442.[104][105] Ο Ιωάννης Ουνυάδηςκαι οι 15.000 άνδρες του νίκησαν τον στρατό των 80.000 ανδρών του Μπεγκλέρ Μπέη Σεχαμπεντίν στο Zάικανι (σημερινό Ζέικανι), κοντά στις Σιδηρές Πύλες του ποταμού Δούναβη το 1442.[106]
Η Μάχη του Μπρόντφελντ ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση που διεξήχθη στην Τρανσυλβανία μέχρι εκείνη την εποχή στο πλαίσιο των Οθωμανοουγγρικών Πολέμων και που έλαβε χώρα το 1479 επί της βασιλείας του Ματθία Κορβίνου. Ο Ουγγρικός στρατός νίκησε έναν Οθωμανικό στρατό που υπερτερούσε σε αριθμό και οι απώλειες των Οθωμανών ήταν εξαιρετικά υψηλές. Η μάχη ήταν η πιο σημαντική νίκη για τους Ούγγρους ενάντια στους Οθωμανούς επιδρομείς, και ως αποτέλεσμα, οι Οθωμανοί δεν επιτέθηκαν στη νότια Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία για πολλά χρόνια μετά.
Πρώιμη Νεότερη Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο κύριος Ουγγρικός στρατός και ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ των Γιαγκελλόνων εξοντώθηκαν από τους Οθωμανούς στη Μάχη του Μόχατς το 1526, ο Ιωάννης Ζαπόλυα—βοεβόδος της Τρανσυλβανίας που αντιτάχθηκε στην άνοδο του Φερδινάνδου της Αυστρίας (αργότερα Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Α') στον ουγγρικό θρόνο— εκμεταλλεύτηκε τη στρατιωτικής του δύναμη. Όταν εξελέγη βασιλιάς της Ουγγαρίας ως ο Ιωάννης Α', ένα άλλο κόμμα αναγνώρισε τον Φερδινάνδο. Στη σύγκρουση που ακολούθησε ο Ζαπόλυα υποστηρίχθηκε από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν Α', που (μετά τον θάνατο του Ζαπόλυα το 1540) κατέλαβε την κεντρική Ουγγαρία για να προστατεύσει τον γιο του Ζαπόλυα Ιωάννη Β΄. Ο Ιωάννης Ζαπόλυα ίδρυσε το Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο (1538–1570), από το οποίο προέκυψε το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας. Το πριγκιπάτο δημιουργήθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Σπάγιερ το 1570 από τον Βασιλιά Ιωάννη Β' και τον Αυτοκράτορα Μαξιμιλίαμο Β', έτσι ο Ιωάννης Σιγισμούνδος Ζαπόλυα, Βασιλιάς της Ανατολικής Ουγγαρίας, έγινε ο πρώτος Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας. Σύμφωνα με τη συνθήκη το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας παρέμεινε ονομαστικά τμήμα του Βασιλείου της Ουγγαρίας κατά την έννοια του δημοσίου δικαίου.[107] Η Συνθήκη του Σπάγιερ τόνιζε με πολύ εμφατικό τρόπο ότι οι κτήσεις του Ιωάννη Σιγισμούνδου ανήκαν στο Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας και δεν του επιτρεπόταν να τις αποξενώσει από αυτό.[108]
Οι Αψβούργοι έλεγχαν τη Βασιλική Ουγγαρία, που περιλάμβανε κομητείες κατά μήκος των συνόρων με την Αυστρία, την Άνω Ουγγαρία και ορισμένες της βορειοδυτικής Κροατίας.[109] Οι Οθωμανοί προσάρτησαν την κεντρική και νότια Ουγγαρία.[109]
Η Τρανσυλβανία έγινε ημιανεξάρτητο κράτος υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία (το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας), όπου οι Ούγγροι πρίγκιπες[110][111][112] που πλήρωναν φόρο υποτέλειας στους Τούρκους απολάμβαναν σχετική αυτονομία[109] και η αυστριακή και η τουρκική επιρροή συναγωνίζονταν για την υπεροχή για σχεδόν δύο αιώνες. Ήταν πλέον πέρα από την εμβέλεια της Καθολικής θρησκευτικής εξουσίας, επιτρέποντας στο Λουθηρανικό και το Καλβινιστικό κήρυγμα να ανθίσουν. Το 1563 ο Τζόρτζιο Μπλαντράτα διορίστηκε γιατρός της αυλής. Οι ριζοσπαστικές θρησκευτικές του ιδέες επηρέασαν τον νεαρό Βασιλιά Ιωάννη Β' και τον Καλβινιστή επίσκοπο Φραγκίσκο Δαυίδ, προσηλυτίζοντας τελικά και τους δύο στον Ουνιταριανισμό. Ο Φραγκίσκος Δαυίδ υπερίσχυσε του καλβινιστή Πέτρου Μέλιους το 1568 σε μια δημόσια συζήτηση, με αποτέλεσμα την ατομική ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης σύμφωνα με το Διάταγμα της Tούρντα (η πρώτη τέτοια νομική εγγύηση θρησκευτικής ελευθερίας στη χριστιανική Ευρώπη). Λουθηρανοί, Καλβινιστές, Ουνίτες και Ρωμαιοκαθολικοί έτυχαν προστασία, ενώ η πλειοψηφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν ανεκτή.
Η Τρανσυλβανία διοικείτο από πρίγκιπες και τη Δίαιτά τους (κοινοβούλιο). Η Τρανσυλβανική Δίαιτα αποτελείτο από τρία κτήματα: την ουγγρική ελίτ (σε μεγάλο βαθμό εθνοτικά Ούγγροι ευγενείς και κληρικοί), Σάξονες ηγέτες (Γερμανούς αστούς) και τους ελεύθεροι Ούγγρους Σέκελι.
Η οικογένεια Μπάτορυ, που ανέλαβε την εξουσία με τον θάνατο του Ιωάννη Β' το 1571, κυβέρνησε την Τρανσυλβανία ως πρίγκιπες υπό τους Οθωμανούς (και για λίγο υπό την επικυριαρχία των Αψβούργων) μέχρι το 1602. Ο νεότερος Στέφανος Μπάτορυ, Ούγγρος καθολικός που αργότερα έγινε βασιλιάς της Πολωνίας, προσπάθησε να διατηρήσει τη θρησκευτική ελευθερία που είχε παραχωρηθεί με το Διάταγμα της Tούρντα, αλλά ερμήνευσε αυτή την υποχρέωση με μια όλο και πιο περιορισμένη έννοια. Υπό τον Σιγισμούνδο Μπάτορυ η Τρανσυλβανία ενεπλάκη στον Μακρύ Τουρκικό Πόλεμο, που ξεκίνησε ως Χριστιανική συμμαχία ενάντια στους Τούρκους και έγινε μια τετράπλευρη σύγκρουση στην Τρανσυλβανία με τη συμμετοχή των Τρανσυλβανών, των Αψβούργων, των Οθωμανών και του Ρουμανικού βοεβοδάτου της Βλαχίας υπό τον Μιχαήλ τον Γενναίο.
Ο Μιχαήλ απέκτησε τον έλεγχο της Τρανσυλβανίας (υποστηριζόμενος από τους Σέκελι) τον Οκτώβριο του 1599 μετά τη Μάχη του Σέλιμπερ, στην οποία νίκησε τον στρατό του Aνδρέα Μπάτορυ. Ο τελευταίος σκοτώθηκε από τους Σέκελι που ήλπιζαν να ανακτήσουν τα παλιά τους προνόμια με τη βοήθεια του Μιχαήλ. Τον Μάιο του 1600 ο Μιχαήλ απέκτησε τον έλεγχο της Μολδαβίας και έτσι έγινε ηγέτης των τριών πριγκιπάτων της Βλαχίας, της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας (των τριών μεγάλων περιοχών της σημερινής Ρουμανίας). Ο Μιχαήλ εγκατέστησε Βλαχούς βογιάρους σε ορισμένα αξιώματα, αλλά δεν παρενέβη στις τάξεις και ζήτησε υποστήριξη από τους Ούγγρους ευγενείς. Το 1600 ηττήθηκε από τον Τζόρτζο Μπάστα (Κυβερνήτη της Άνω Ουγγαρίας) και έχασε τις Μολδαβικές του κτήσεις από τους Πολωνούς. Αφού παρουσίασε την υπόθεσή του στον Ροδόλφο Β' στην Πράγα (πρωτεύουσα τότε της Γερμανίας), ο Μιχαήλ ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες του.[113] Επέστρεψε βοηθώντας τον Τζόρτζο Μπάστα στη Μάχη του Γκουρουσλάου το 1601. Ωστόσο η κυριαρχία του Μιχαήλ δεν κράτησε πολύ, γιατί δολοφονήθηκε από Βαλλώνους μισθοφόρους υπό τη διοίκηση του στρατηγού των Αψβούργων Μπάστα τον Αύγουστο του 1601. Η διακυβέρνηση του Μιχαήλ αμαυρώθηκε από τις λεηλασίες Βλαχών και Σέρβων μισθοφόρων και την εκδίκση των Σέκελι για το αιματοβαμμένο καρναβάλι του Σάρχεγκι του 1596. Όταν εισήλθε στην Τρανσυλβανία δεν παραχώρησε δικαιώματα στους Ρουμάνους κάτοικους. Αντίθετα ο Μιχαήλ υποστήριξε τους Ούγγρους, τους Σέκελι και τους Σάξονες ευγενείς επιβεβαιώνοντας τα δικαιώματα και τα προνόμιά τους.
Μετά την ήττα του στο Μίρισλο οι τάξεις της Τρανσυλβανίας ορκίστηκαν πίστη στον Αυτοκράτορα των Αψβούργων Ροδόλφο. Ο Μπάστα υπέταξε την Τρανσυλβανία το 1604, ξεκινώντας μια βασιλεία τρόμου κατά την οποία εξουσιοδοτήθηκε να οικειοποιηθεί γη που ανήκε σε ευγενείς, να εκγερμανίσει τον πληθυσμό και να διεκδικήσει εκ νέου το πριγκιπάτο για τον καθολικισμό με την Αντιμεταρρύθμιση. Η περίοδος μεταξύ 1601 (δολοφονία του Μιχαήλ του Γενναίου) και 1604 (πτώση του Μπάστα) ήταν η πιο δύσκολη για την Τρανσυλβανία μετά την εισβολή των Μογγόλων. «Misericordia dei quod non-consumti sumus» («μόνο το έλεος του Θεού μας σώζει από τον αφανισμό») έγραψε χαρακτηριστικά για αυτή την περίοδο ανώνυμος Σάξονας συγγραφέας.
Από το 1604 έως το 1606 ο Καλβινιστής άρχοντας του Μπιχάρ Ίστβαν Μπότσκαϊ ηγήθηκε μιας επιτυχημένης εξέγερσης κατά της κυριαρχίας των Αψβούργων. Ο Μπότσκαϊ εξελέγη Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας στις 5 Απριλίου 1603 και Πρίγκιπας της Ουγγαρίας δύο μήνες αργότερα. Τα δύο σημαντικά επιτεύγματα της σύντομης βασιλείας του Μπότσκαϊ (πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1606) ήταν η Συνθήκη της Βιέννης (23 Ιουνίου 1606) και εκείνη του Ζίτβατοροκ (Νοέμβριος 1606). Με τη Συνθήκη της Βιέννης ο Μπότσκαϊ εξασφάλισε τη θρησκευτική ελευθερία, την αποκατάσταση όλων των κατασχεθέντων κτημάτων, την κατάργηση όλων των «άδικων» δικαστικών αποφάσεων, την πλήρη αναδρομική αμνηστία για όλους τους Ούγγρους της Βασιλικής Ουγγαρίας και την αναγνώρισή του ως ανεξάρτητου κυρίαρχου πρίγκιπα της διευρυμένης Τρανσυλβανίας. Σχεδόν εξίσου σημαντική ήταν η εικοσαετής Ειρήνη του Ζίτβατοροκ, που ο Μπότσκαϊ διαπραγματεύτηκε μεταξύ του Σουλτάνου Αχμέτ Α΄ και του Ροδόλφου Β΄.
Ο Γαβριήλ Μπέτλεν (που βασίλεψε από το 1613 έως το 1629) ματαίωσε όλες τις προσπάθειες του αυτοκράτορα να καταπιέσει (ή να αγνοήσει) τους υπηκόους του και απέκτησε φήμη στο εξωτερικό ως υπερασπιστής του προτεσταντισμού. Διεξήγαγε τρεις πολέμους εναντίον του αυτοκράτορα, ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ουγγαρίας δύο φορές και πέτυχε την επαναβεβαίωση της Συνθήκης της Βιέννης για τους Προτεστάντες (και επτά επιπλέον κομητείες της βόρειας Ουγγαρίας για τον εαυτό του) με την Ειρήνη του Νίκολσμπουργκ που υπογράφηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1621. Ο διάδοχός του, Γεώργιος Α΄ Ράκοτσι ήταν εξίσου επιτυχημένος. Το κύριο επίτευγμά του ήταν η Ειρήνη του Λιντς (16 Σεπτεμβρίου 1645), ο τελευταίος πολιτικός θρίαμβος του ουγγρικού προτεσταντισμού, με την οποία ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επαναβεβαιώσει εκ νέου τα άρθρα της Συνθήκης της Βιέννης. Ο Γαβριήλ Μπέτλεν και ο Γεώργιος Α΄ Ράκοτσι υποστήριξαν την εκπαίδευση και τον πολιτισμό και η βασιλεία τους έχει ονομαστεί η χρυσή εποχή της Τρανσυλβανίας. Ξόδεψαν αφειδώς χρήματα για την πρωτεύουσά τους Άλμπα Ιούλια (Γκιούλαφεχερ ή Βάισενμπουργκ), που έγινε το κύριο προπύργιο του προτεσταντισμού στην Κεντρική Ευρώπη. Επί της βασιλείας τους η Τρανσυλβανία ήταν μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου Ρωμαιοκαθολικοί, οι Καλβινιστές, Λουθηρανοί και Ουνιταριανιστές ζούσαν με αμοιβαία ανοχή — όλες οι επίσημα αποδεκτές θρησκείες (religiones recaepte). Οι Ορθόδοξοι ωστόσο εξακολουθούσαν να έχουν κατώτερη θέση.
Αυτή η χρυσή εποχή (και σχετική ανεξαρτησία) της Τρανσυλβανίας έληξε με τη βασιλεία του Γεωργίου Β' Ράκοτσι. Ο πρίγκιπας, επιθυμώντας το στέμμα της Πολωνίας, συμμάχησε με τη Σουηδία και εισέβαλε στην Πολωνία το 1657 παρά την απαγόρευση της Υψηλής Πύλης για στρατιωτική δράση. Ο Ράκοτσι ηττήθηκε στην Πολωνία και ο στρατός του αιχμαλωτίστηκε από τους Τατάρους. Ακολούθησαν χρόνια χάους, με συνεχείς διαδοχές πριγκίπων να πολεμούσαν ο ένας κατά του άλλου και τον Ράκοτσι να μην παραιτείται, παρά την τουρκική απειλή για στρατιωτική επίθεση. Για να επιλύσουν την πολιτική κατάσταση οι Τούρκοι κατέφυγαν στη στρατιωτική ισχύ. οι εισβολές τους στην Τρανσυλβανία με τους συμμάχους τους Τατάρους της Κριμαίας, η επακόλουθη απώλεια εδαφών (ιδιαίτερα του κύριου προπύργιού τους στην Τρανσυλβανία Βάραντ το 1660) και το μειωμένο ανθρώπινο δυναμικό είχαν ως αποτέλεσμα ο Πρίγκιπας Ιωάννης Κέμενι να κηρύξει την απόσχιση της Τρανσυλβανίας από τους Οθωμανούς τον Απρίλιο του 1661 και να κάνει έκκληση για βοήθεια στη Βιέννη. Ωστόσο μια μυστική συμφωνία Αψβούργων-Οθωμανών εμπόδισε τους Αψβούργους να επέμβουν. Η ήττα του Κέμενι από τους Τούρκους (και η τοποθέτηση από τους Τούρκους στον θρόνο του αδύναμου Μιχαήλ Απαφι) σηματοδότησε την υποταγή της Τρανσυλβανίας, πλέον ως υποτελές κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
-
Ιωάννης Σιγισμούνδος Ζαπόλυα, Βασιλιάς της Ουγγαρίας (1540–1551, 1556–1570) και πρώτος Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1570–1571)
-
Στέφανος Μπάτορυ, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας, που εξελέγη Βασιλιάς της Πολωνίας (1576-1586)
-
Σιγισμούνδος Μπάτορυ, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1586–1598, 1598–1599, 1601–1602) και της Βλαχίας και Μολδαβίας (1595)
-
Μιχαήλ ο Γενναίος, Άρχοντας της Βλαχίας, της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας (1599–1600)
-
Στέφανος (Ίστβαν) Μπότσκαϊ, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1605-1606)
-
Γαβριήλ Μπάτορυ, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1608–1613)
-
Γαβριήλ Μπέτλεν, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1613–1629)
-
Γεώργιος Α΄ Ράκοτσι, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1630–1648)
-
Γεώργιος Β΄ Ράκοτσι, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας (1648–1657)
Κυριαρχία των Αψβούργων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αψβούργοι κατέλαβαν τη χώρα λίγο μετά την Πολιορκία της Βιέννης το 1683. Το 1687 οι ηγεμόνες της Τρανσυλβανίας αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Αψβούργου Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ και η περιοχή προσαρτήθηκε επίσημα στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Οι Αψβούργοι αναγνώρισαν το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας ως μία από τις Χώρες του (Ουγγρικού) Στέμματος του Αγίου Στεφάνου, αλλά το έδαφος του πριγκιπάτου ήταν διοικητικά χωρισμένο από την Ουγγαρία των Αψβούργων και υπόκειτο στην άμεση εξουσία των αυτοκρατορικών διοικητών. Το 1699 οι Τούρκοι αποδέχθηκαν επίσημα την απώλεια της Τρανσυλβανίας με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, αλλά ορισμένα αντιαψβουργικά στοιχεία εντός του πριγκιπάτου υποτάχθηκαν στον αυτοκράτορα μόνο με τη Συνθήκη του Σάτμαρ και έτσι παγιώθηκε ο έλεγχος των Αψβούργων επί του Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας. Το 1765 ανακηρύχτηκε το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας.
Μετά την ήττα των Οθωμανών κατά τη Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης το 1683 οι Αψβούργοι άρχισαν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στην Τρανσυλβανία. Εκτός από την ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης και της διοίκησης, προώθησαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως ενωτική δύναμη και για να αποδυναμώσουν την επιρροή των προτεσταντών ευγενών. Δημιουργώντας σύγκρουση μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών,οι Αψβούργοι ήλπιζαν να αποδυναμώσουν τις τάξεις Προσπάθησαν επίσης να πείσουν τους Ορθόδοξους κληρικούς να ενταχθούν στην Ουνιτική (Ελληνοκαθολική) Εκκλησία, που αποδεχόταν τέσσερα βασικά σημεία του καθολικού δόγματος και αναγνώριζε την παπική εξουσία διατηρώντας παράλληλα τις Ορθόδοξες τελετουργίες και παραδόσεις. Ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' επέβαλε την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τρανσυλβανίας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εντάσσοντάς την στη νεοσύστατη Ρουμανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία. Μερικοί ιερείς προσηλυτίστηκαν, αν και η ομοιότητα μεταξύ των δύο δογμάτων ήταν ασαφής για πολλούς. Αντιδρώντας στην πολιτική των Αψβούργων για προσηλυτισμό όλων των Ρουμάνων Ορθοδόξων στην Ελληνοκαθολική Εκκλησία, αρκετά ειρηνικά κινήματα εντός του ρουμανικού ορθόδοξου πληθυσμού υποστήριξαν την ελευθερία της λατρείας για όλους τους Τρανσυλβανούς. Αξιόλογοι ηγέτες τους ήταν οι Βησσαρίων Σάραϊ, Νικολαος Οπρεα Μίκλαους και Σωφρώνιος της Τσιοάρα.
Από το 1711 και μετά ο έλεγχος των Αψβούργων στην Τρανσυλβανία παγιώθηκε και οι Τρανσυλβανοί πρίγκιπες αντικαταστάθηκαν από αυτοκρατορικούς κυβερνήτες των Αψβούργων.[114] Το 1765 ανακηρύχθηκε το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας, παγιώνοντας το χωριστό καθεστώς της Τρανσυλβανίας εντός της μοναρχίας των Αψβούργων, που είχε καθιερωθεί με το Diploma Leopoldinum του 1691.[115][116] [117]
Στις 2 Νοεμβρίου 1784 μια εξέγερση που πυροδοτήθηκε από τους ηγέτες των Ρουμάνων αγροτών Χόρεα, Κλόστσα και Κρίσαν ξέσπασε στην κομητεία της σημερινής Χουνεντοάρα και εξαπλώθηκε σε όλα τα βουνά Aπουσένι. Τα κύρια αιτήματα των εξεγερμένων σχετίζονταν με τη φεουδαρχική δουλοπαροικία και την έλλειψη πολιτικής ισότητας μεταξύ των Ρουμάνων και των άλλων εθνοτήτων της Τρανσυλβανίας. Πολέμησαν στο Τόπανφαλβα (Τόπεσντορφ/Τσάμπενι), στο Αμπρουντμπανια (Γκρόσλατεν/Αμπρουντ) και στο Βέρεσπατακ (Γκόλντμπαχ/Ρόσια), νικώντας τον Αυτοκρατορικό Στρατό των Αψβούργων στο Μπραντ (Τάνενχοφ) στις 27 Νοεμβρίου 1784. Η εξέγερση κατεστάλη τον Φεβρουάριο του 1785 στο Ντέαλουλ Φούρκιλορ της Αλμπα Ιούλια, όταν συνελήφθησαν οι ηγέτες της. Οι Χόρεα και Κλόστσα εκτελέστηκαν σπάζοντας στον τροχό, ενώ ο Κρίσαν απαγχονίστηκε το βράδυ πριν από την εκτέλεσή του.
Το 1791 οι Ρουμάνοι υπέβαλαν αίτηση στον Αυτοκράτορα Λεοπόλδο Β' για θρησκευτική ισότητα και αναγνώρισής τους ως τέταρτο «έθνος» της Τρανσυλβανίας (Supplex Libellus Valachorum). Η Τρανσυλβανική Δίαιτα απέρριψε τα αιτήματά τους, επαναφέροντας τους Ρουμάνους στην περιθωριοποιημένη θέση τους.
Υστερη Νεότερη Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επαναστάσεις του 1848
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις αρχές του 1848 η Ουγγρική Δίαιτα εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που δόθηκε από την επανάσταση για να θεσπίσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα νομοθετικής μεταρρύθμισης (τους Νόμους του Απριλίου), που περιλάμβανε μια διάταξη για την ένωση της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας. Οι Ρουμάνοι της Τρανσυλβανίας αρχικά καλωσόρισαν την επανάσταση, πιστεύοντας ότι θα επωφεληθούν από τις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο η θέση τους άλλαξε λόγω της αντίθεσης των ευγενών της Τρανσυλβανίας στις ουγγρικές μεταρρυθμίσεις (όπως η χειραφέτηση των δουλοπάροικων) και τη μη αναγνώριση από τους ηγέτες των Ούγγρων επαναστατών να αναγνωρίσουν τα ρουμανικά εθνικά συμφέροντα. Στα μέσα Μαΐου μια Ρουμανική δίαιτα στο Μπάλαζφαλβα δημιούργησε το δικό της επαναστατικό πρόγραμμα, ζητώντας την αναλογική εκπροσώπηση των Ρουμάνων στην Τρανσυλβανική Δίαιτα και τον τερματισμό της κοινωνικής και εθνικής τους καταπίεσης. Οι Σάξονες ανησυχούσαν για την ένωση με την Ουγγαρία, φοβούμενοι την απώλεια των παραδοσιακών προνομίων της μεσαιωνικής καταγωγής τους. Όταν η Τρανσυλβανική Δίαιτα συνεδρίασε στις 29 Μαΐου, η ψηφοφορία για την ένωση προωθήθηκε παρά τις αντιρρήσεις πολλών Σαξόνων βουλευτών. Στις 10 Ιουνίου ο Αυτοκράτορας ενέκρινε την υπέρ της ένωσης ψήφο της Δίαιτας. Οι εκτελέσεις και οι συλλήψεις των επαναστατών ηγετών μετά την ένωση σκλήρυνε τη θέση των Σαξόνων. Τον Σεπτέμβριο του 1848 μια άλλη Ρουμανική συνέλευση στο Μπάλαζφαλβα (Μπλάι) κατήγγειλε την ένωση με την Ουγγαρία και κάλεσε σε ένοπλη εξέγερση στην Τρανσυλβανία. Ο πόλεμος ξέσπασε τον Νοέμβριο, με ρουμανικά και σαξονικά στρατεύματα (υπό αυστριακή διοίκηση) να πολεμούν τους Ούγγρους με επικεφαλής τον Πολωνό στρατηγό Γιούζεφ Μπεμ. Μέσα σε τέσσερις μήνες ο Μπεμ είχε εκδιώξει τους Αυστριακούς από την Τρανσυλβανία. Ωστόσο τον Ιούνιο του 1849 ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Αυτοκράτορα Φραγκίσκος Ιωσήφ να στείλει ρωσικά στρατεύματα στην Τρανσυλβανία. Μετά τις αρχικές επιτυχίες εναντίον των Ρώσων ο στρατός του Μπεμ ηττήθηκε οριστικά στη Μάχη του Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα) στις 9 Αυγούστου και ακολούθησε η παράδοση της Ουγγαρίας.
Οι Αυστριακοί απέρριψαν ξεκάθαρα την απαίτηση του Οκτωβρίου να γίνουν τα εθνοτικά κριτήρια βάση για εσωτερικά σύνορα, με στόχο τη δημιουργία μιας επαρχίας για τους Ρουμάνους (της Τρανσυλβανία, μαζί με το Βανάτο και τη Βουκοβίνα). δεν ήθελαν να αντικαταστήσουν την απειλή του ουγγρικού εθνικισμού με μια πιθανή απειλή ρουμανικής αυτονόμισης. Ωστόσο δεν δήλωσαν εχθρικοί στη δημιουργία ρουμανικών διοικητικών υπηρεσιών στην Τρανσυλβανία (που εμπόδισε την Ουγγαρία να συμπεριλάβει την περιοχή σε όλα εκτός από το όνομα). Η επικράτεια οργανώθηκε σε prefecturi (νομαρχίες), με τους Αβραμ Ιάνκου και Μπουτεάνου δύο νομάρχες στα Βουνά Aποσένι. Σημαντικός έγινε ο νομός του Ιάνκου Auraria Gemina (όνομα φορτισμένο με λατινικό συμβολισμό), καθώς ανέλαβε παραμεθόριες περιοχές που δεν ήταν ποτέ πλήρως οργανωμένες.
Στη συνέχεια οι διοικητικές προσπάθειες σταμάτησαν καθώς οι Ούγγροι, υπό τον Γιούζεφ Μπεμ, διεξήγαγαν μια επίθεση μέσω της Τρανσυλβανίας. Με τη συγκαλυμμένη βοήθεια των στρατευμάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ο Αυστριακός στρατός (εκτός από τις φρουρές του Γκιούλαφεχερβαρ Άλμπα Ιούλια και του Ντέβα) και η Αυστρορουμανική διοίκηση υποχώρησαν στη Βλαχία και τη Βλαχική Ολτενία (και οι δύο υπό ρωσική κατοχή). Η τελευταία εναπομείνασα δύναμη αντίστασης ήταν αυτή του Αβραμ Ιάνκου: υποχώρησε στα ορεινά, διεξάγοντας ανταρτοπόλεμο κατά των δυνάμεων του Μπεμ προκαλώντας σοβαρές ζημιές και αποκλείοντας τη διαδρομή προς το Gyulafehérvár (Άλμπα Ιούλια). Ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις: οι Ρουμάνοι είχαν λίγα όπλα και πολύ λίγο μπαρούτι. Η σύγκρουση διήρκεσε αρκετούς μήνες, με απόκρουση όλων των προσπαθειών της Ουγγαρίας να καταλάβουν το ορεινό οχυρό.
Τον Απρίλιο του 1849 τον Ιάνκου προσέγγισε ο απεσταλμένος της Ουγγαρίας Ioαν Ντράγκος (Ρουμάνος βουλευτής στο Ουγγρικό κοινοβούλιο). Ο Ντράγκος προφανώς ενεργούσε από επιθυμία για ειρήνη και εργάστηκε για να τον συναντήσουν οι Ρουμάνοι ηγέτες στο Αμπρουντμπανια (σήμερα Aμπρουντ) και να ακούσουν τις ουγγρικές απαιτήσεις. Ο αντίπαλος του Ιάνκου, ο Ούγγρος διοικητής Ιμρε Χάτβανι, φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε την προσωρινή ανακωχή για να επιτεθεί στους Ρουμάνους στο Αμπρουντμπανια, αλλά ο Ιάνκου και οι άνδρες του υποχώρησαν και τον περικύκλωσαν.
Ο Χάτβανι εξόργισε τους Ρουμάνους με το να αιχμαλωτίσει και να δολοφονήσει τον Μπουτεάνου. Καθώς η θέση του έγινε πιο αδύναμη, δέχτηκε επίθεση από τους άνδρες του Ιάνκου μέχρι την ήττα του στις 22 Μαΐου. Ο Χάτβανι και το μεγαλύτερο μέρος της ένοπλης ομάδας του σφαγιάστηκαν από τους αντιπάλους τους. Ο Ιάνκου κατέλαβε τα κανόνια του, αλλάζοντας το τακτικό πλεονέκτημα για τους επόμενους μήνες. Ο Λάγιος Κόσουτ εξοργίστηκε από τη χειρονομία του Χάτβανι (σε μια επιθεώρηση απέλυσε όλους τους στενούς συνεργάτες του), καθώς κατέστησε τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις απίθανες.
Ωστόσο η σύγκρουση έγινε ηπιότερη: οι άνδρες του Ιάνκου επικεντρώθηκαν στην κατάληψη των τοπικών πόρων και προμηθειών, επιλέγοντας να προκαλέσουν απώλειες μόνο μέσω αψιμαχιών. Η ρωσική επέμβαση τον Ιούνιο επιτάχυνε μια κλιμάκωση, καθώς οι Πολωνοί που πολεμούσαν στα ουγγρικά επαναστατικά σώματα ήθελαν να αντισταθούν στον τσαρικό στρατό. Ο Χένρικ Ντέμπινσκι, Πολωνός στρατηγός, διαπραγματεύτηκε για μια εκεχειρία μεταξύ του Κόσουτ και των Βλαχών εμιγκρέδων επαναστατών. Οι τελευταίοι, που ήταν κοντά στον Ιάνκου (ειδικά οι Νικολάε Μπαλτσέσκου, Γκέοργκε Μαγκέρου, Αλεξάντρου Γκολέσκου και Ιόν Γκίκα) ήθελαν να νικήσουν τον ρωσικό στρατό που είχε συντρίψει το κίνημά τους τον Σεπτέμβριο του 1848.
Ο Μπαλτσέσκου και ο Κόσουτ συναντήθηκαν τον Μάιο του 1849 στο Ντέμπρετσεν. Η συνάντησή τους γιορτάζεται από τότε από Ρουμάνους μαρξιστές ιστορικούς και πολιτικούς. Η καταδίκη του Καρλ Μαρξ για οτιδήποτε αντίθετο στον Κόσουτ είχε ως αποτέλεσμα κάθε ρουμανική πρωτοβουλία να θεωρείται αυτόματα «αντιδραστική». Με τη συμφωνία ο Κόσουτ κολάκευε τους Βλάχους, ενθαρρύνοντάς τους να πείσουν τον στρατό του Ιάνκου να εγκαταλείψει την Τρανσυλβανία για να βοηθήσει τον Μπαλτσέσκου στο Βουκουρέστι. Ενώ συμφώνησε να μεσολαβήσει για την ειρήνη, ο Μπαλτσέσκου δεν παρουσίασε ποτέ αυτούς τους όρους στους μαχητές στα βουνά Aπουσένι. Το μόνο στο οποίο συμφώνησε ο Ιάνκου ήταν η ουδετερότητα των δυνάμεών του στη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουγγαρίας. Έτσι εξασφάλισε τη θέση του καθώς ο Ουγγρικός στρατός υπέστη ήττες τον Ιούλιο (με αποκορύφωμα τη μάχη του Σέγκεσβαρ) και συνθηκολόγησε στις 13 Αυγούστου.
Μετά την καταστολή της επανάστασης η Αυστρία επέβαλε ένα κατασταλτικό καθεστώς στην Ουγγαρία και κυβέρνησε την Τρανσυλβανία απευθείας μέσω ενός στρατιωτικού κυβερνήτη, με επίσημη γλώσσα τα γερμανικά. Η Αυστρία κατάργησε την Ένωση των Τριών Εθνών και αναγνώρισε τους Ρουμάνους. Αν και οι αυστριακές αρχές έδωσαν γαίες στους πρώην δουλοπάροικους, αυτές συχνά δεν επαρκούσαν για το βιοπορισμό τους. Αυτές οι κακές συνθήκες έκαναν πολλές ρουμανικές οικογένειες να περάσουν στη Βλαχία και τη Μολδαβία αναζητώντας καλύτερη ζωή.
Οι Ρουμάνοι εθνικιστές Στέρκα-Σουλούτιου, Μπάριτ, Μπαρνούτιου και Λαούριαν απαίτησαν «τα άλλα έθνη της Τρανσυλβανίας να αποκαλούν το ρουμανικό έθνος Ρουμάνους και όχι oláh ή Walach». Η εθνοσυνέλευση της Τρανσυλβανίας του 1849 αποδέχτηκε αυτό το αίτημα.[118][119]
Αυστροουγρική Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω εξωτερικών και εσωτερικών προβλημάτων οι μεταρρυθμίσεις φαινόταν αναπόφευκτες για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Σημαντικές στρατιωτικές ήττες της Αυστρίαςaw (όπως η Μάχη του Κένιγκρατς το 1866) ανάγκασαν τον Αυστριακό Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ να παραχωρήσει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Για να κατευνάσει τον ουγγρικό αυτονομισμό, ο αυτοκράτορας έκανε μια συμφωνία με την Ουγγαρία (τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867, που διαπραγματεύτηκε ο Φέρεντς Ντέακ) με την οποία δημιουργήθηκε η δυαδική μοναρχία Αυστροουγγαρίας. Τα δύο βασίλεια διοικούνταν χωριστά από δύο κοινοβούλια και δύο πρωτεύουσες, με κοινό μονάρχη και κοινή εξωτερική και στρατιωτική πολιτική. Οικονομικ, η αυτοκρατορία ήταν μια τελωνειακή ένωση. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας μετά τον συμβιβασμό ήταν ο Κόμης Γκιούλα Αντράσι. Το παλιό Ουγγρικό Σύνταγμα αποκαταστάθηκε και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στέφθηκε Βασιλιάς της Ουγγαρίας. Ρουμάνοι διανοούμενοι εξέδωσαν τη Διακήρυξη του Μπλάι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον Συμβιβασμό.[120]
Ακολούθησε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται περίπου 1,45 τοις εκατό ετησίως από το 1870 έως το 1913. Αυτό το επίπεδο ανάπτυξης ήταν μεγάλο συγκρινόμενο με αυτό άλλων ευρωπαϊκών εθνών, όπως η Βρετανία (1,00 τοις εκατό), η Γαλλία (1,06 τοις εκατό) και Γερμανία (1,51 τοις εκατό). Η τεχνολογική ανάπτυξη επιτάχυνε την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλοί κρατικοί θεσμοί και το σύγχρονο διοικητικό σύστημα της Ουγγαρίας. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα του συμβιβασμού, το ειδικό καθεστώς της Τρανσυλβανίας έληξε. Εγινε επαρχία υπό την Ουγγρική Δίαιτα. Ενώ ανήκαν στην Αυστροουγγαρία οι Ρουμάνοι της Τρανσυλβανίας καταπιέζονταν από την Ουγγρική διοίκηση (εξουγγρισμός). Την περίοδο αυτή η Τρανσυλβανία υπό τη διοίκηση της Ουγγαρίας αποτελούσε μια περιοχή με 15 κομητείες (ουγγρικά: megye), που κάλυπταν 54.400 km2 στα νοτιοανατολικά του πρώην Βασιλείου της Ουγγαρίας. Οι ουγγρικές κομητείες εκείνη την εποχή ήταν οι Αλσο-Φέχερ, Μπέστερτσε-Νάσοντ, Μπράσο, Τσικ, Φόγκαρας, Χάρομσεκ, Χούνιαντ, Κις-Κούκουλο, Kόλοζ, Μάρος-Τόρντα, Νάγκι-Κούκουλο, Σέμπεν-Ντόραντα, Σέμπεν-Ντόρανκαζ, Ούντβαρχελι.
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Βασίλειο της Ρουμανίας αρνήθηκε να ενταχθεί στις Κεντρικές Δυνάμεις και παρέμεινε ουδέτερο, αν και οι βασιλιάδες Κάρολος Α' και Φερδινάνδος Α' προέρχονταν από τη γερμανική δυναστεία των Χοεντσόλερν.
Στις 17 Αυγούστου 1916 η Ρουμανία υπέγραψε μυστική συνθήκη (τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1916) με τις Δυνάμεις της Αντάντ (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία), σύμφωνα με την οποία οι Σύμμαχοι συμφώνησαν η Τρανσυλβανία, το Βανάτο και το Πάρτιουμ θα δίνονταν μετά τον πόλεμο στη Ρουμανία αν η χώρα συμμετείχε σε αυτόν. Η Ρουμανία προσχώρησε στην Τριπλή Αντάντ μετά την υπογραφή της συνθήκης και κήρυξε τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων στις 27 Αυγούστου 1916. Διέσχισε τα Καρπάθια Όρη και μπήκε στην Τρανσυλβανία, αναγκάζοντας τις Κεντρικές Δυνάμεις να ανοίξουν καινούριο μέτωπο. Μια γερμανοβουλγαρική αντεπίθεση ξεκίνησε τον επόμενο μήνα στη Δοβρουτσά και στα Καρπάθια, απωθώντας τον Ρουμανικό στρατό πίσω στη Ρουμανία μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου με τελική κατάληξη την κατάληψη του Βουκουρεστίου. Η έξοδος της Ρωσίας από τον πόλεμο τον Μάρτιο του 1918 με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ άφησε μόνη της στην Ανατολική Ευρώπη τη Ρουμανία, που τον Μάιο διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία (Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1918)). Στα μέσα του 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις έχαναν τον πόλεμο στο Δυτικό Μέτωπο και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να διαλύεται. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου του Μαίου καταγγέλθηκε τον Οκτώβριο του 1918 από τη Ρουμανική κυβέρνηση, που στη συνέχεια εισήλθε ξανά στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και προχώρησε στον ποταμό Mούρες (Μάρος) στην Τρανσυλβανία. Η Αυστροουγγαρία υπέγραψε γενική ανακωχή στην Πάντοβα στις 3 Νοεμβρίου 1918 και τα έθνη εντός της Αυστροουγγαρίας διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την αυτοκρατορία τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.
Η σύζυγος του Βασιλιά Φερδινάνδου Μαρία (που είχε βρετανική και ρωσική καταγωγή) είχε μεγάλη επιρροή εκείνα τα χρόνια.[121]
Μεσοπόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1918 αποτέλεσμα της ήττας της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η κατάρρευση της Αυστροουγγρικής μοναρχίας. Στις 31 Οκτωβρίου η επιτυχημένη Επανάσταση των Χρυσανθέμων στη Βουδαπέστη έφερε στην εξουσία τον αριστερό φιλελεύθερο κόμη, φίλο της Αντάντ, Μιχαήλ Κάρολι, ως πρωθυπουργό της Ουγγαρίας. Επηρεασμένος από τον πασιφισμό του Γούντροου Ουίλσον ο Κάρολι διέταξε τον αφοπλισμό του Ουγγρικού Στρατού και η κυβέρνησή του έθεσε εκτός νόμου όλες τις ουγγρικές ένοπλες ενώσεις και προτάσεις που είχαν σκοπό να υπερασπιστούν τη χώρα.
Οι ηγέτες του Ρουμανικού Εθνικού Κόμματος της Τρανσυλβανίας συναντήθηκαν και συνέταξαν ένα ψήφισμα που επικαλείτο το δικαίωμα αυτοδιάθεσης (επηρεασμένο από τα 14 σημεία του Γούντροου Ουίλσον) για τον Ρουμανικό λαό της Τρανσυλβανίας και κήρυξε την ένωσή της με τη Ρουμανία. Τον Νοέμβριο το Εθνικό Κεντρικό Συμβούλιο της Ρουμανίας, που εκπροσωπούσε όλους τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανία, γνωστοποίησε την κυβέρνηση της Βουδαπέστης ότι θα αναλάμβανε τον έλεγχο είκοσι τριών κομητειών της Τρανσυλβανίας (και τμήματα άλλων τριών) και ζήτησε την ουγγρική απάντηση ως τις 2 Νοεμβρίου. Η Ουγγρική κυβέρνηση μετά από διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο απέρριψε την πρόταση, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του ουγγρικού και του γερμανικού πληθυσμού. Στο Γκιούλαφεχερβαρ (Άλμπα Ιούλια) την 1η Δεκεμβρίου η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άλμπα Ιούλια ενέκρινε ψήφισμα που ζητούσε την ένωση όλων των Ρουμάνων σε ένα ενιαίο κράτος. Το Εθνικό Συμβούλιο των Γερμανών της Τρανσυλβανίας και το Συμβούλιο των Σουηβών του Δούναβη από το Βανάτο ενέκριναν τη διακήρυξη στις 8 Ιανουαρίου 1919. Αντιδρώντας η Ουγγρική Γενική Συνέλευση του Κόλοζβαρ (Κλουζ) επιβεβαίωσε εκ νέου την πίστη των Ούγγρων της Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία στις 22 Δεκεμβρίου 1918.
Ο Ρουμανικός Στρατός, εκπροσωπώντας τις δυνάμεις της Αντάντ, εισήλθε στην Τρανσυλβανία από τα ανατολικά στις 12 Νοεμβρίου 1918. Τον Δεκέμβριο μπήκε στη νότια Τρανσυλβανία, διέσχισαν τη γραμμή οριοθέτησης στον ποταμό Mάρος (Mούρες) μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου και προχώρησε στο Κόλοζβαρ (Κλουζ) και στο Μάραμορσιγκετ (Σίγκετ) αφού έκανε αίτημα στις Δυνάμεις των Βερσαλλιών να προστατεύσει τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανία. Τον Φεβρουάριο του 1919, για να αποφευχθούν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των Ρουμανικών και των αποσυρόμενων Ουγγρικών στρατευμάτων, δημιουργήθηκε μια ουδέτερη ζώνη.
Ο πρωθυπουργός της νεοανακηρυχθείσας Δημοκρατίας της Ουγγαρίας παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1919, αρνούμενος τις εδαφικές παραχωρήσεις (συμπεριλαμβανομένης της Τρανσυλβανίας) που ζητούσε η Αντάντ. Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας (με επικεφαλής τον Μπέλα Κουν) ήρθε στην εξουσία τον Μάρτιο του 1919, ανακήρυξε την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία, υποσχόμενος ότι η Ουγγαρία θα ανακτούσε τα εδάφη που ήταν υπό τον έλεγχό της στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, και επιτέθηκε στην Τσεχοσλοβακία και τη Ρουμανία, οδηγώντας στον Ουγγρορουμανικό Πόλεμο του 1919. Ο Ουγγρικός στρατός ξεκίνησε μια επίθεση τον Απρίλιο του 1919 στην Τρανσυλβανία κατά μήκος των ποταμών Σόμες (Σάμος) και Μάρος. Μια ρουμανική αντεπίθεση έφτασε μέχρι τον ποταμό Τίσα τον Μάιο. Μια άλλη ουγγρική επίθεση τον Ιούλιο διείσδυσε 60 χιλιόμετρα στις ρουμανικές γραμμές πριν από μια νέα ρουμανική αντεπίθεση που οδήγησε στο τέλος της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας και κατόπιν την κατάληψη της Βουδαπέστης. Ο ρουμανικός στρατός αποχώρησε από την Ουγγαρία μεταξύ Οκτωβρίου 1919 και Μαρτίου 1920.
Η România Mare ("Μεγάλη Ρουμανία") αναφέρεται στο Ρουμανικό κράτος μεταξύ του Α΄ και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ρουμανία έφτασε στη μεγαλύτερη εδαφική της έκταση, ενώνοντας σχεδόν όλα τα ιστορικά ρουμανικά εδάφη (εκτός από το βόρειο Mαραμούρες, το Δυτικό Βανάτο και μικρές περιοχές του Πάρτιουμ και της Κρίσανα). Η Μεγάλη Ρουμανία ήταν ιδανικό του ρουμανικού εθνικισμού.
Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι βουλευτές των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας διακήρυξαν την ένωση της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία στην Άλμπα Ιούλια την 1η Δεκεμβρίου 1918. Η Βεσσαραβία, έχοντας κηρύξει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία το 1917 στη Διάσκεψη της Χώρας (Sfatul Țării), κήρυξε την ένωσή της με τη Ρουμανία και κάλεσε τα Ρουμανικά στρατεύματα να προστατεύσουν την επαρχία από τους Μπολσεβίκους. Η ένωση της Μπουκοβίνας και της Βεσσαραβίας με τη Ρουμανία επικυρώθηκε το 1920 με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η Ρουμανία είχε επίσης αποκτήσει τη Νότια Δοβρουτσά από τη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της νίκης της στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο το 1913. Η Συνθήκη του Τριανόν (4 Ιουνίου 1920) καθόρισε τα νέα σύνορα με την Ουγγαρία, αποδίδοντας την Τρανσυλβανία και τμήματα του Βανάτου, της Κρισάνα και του Μαραμούρες το Βασίλειο της Ρουμανίας. Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος και η Βασίλισσα Μαρία της Ρουμανίας στέφθηκαν στην Άλμπα Ιούλια το 1922.
Σύγχρονη ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Κομμουνιστική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Αύγουστο του 1940, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το βόρειο μισό της Τρανσυλβανίας (Βόρεια Τρανσυλβανία) προσαρτήθηκε στην Ουγγαρία με τη Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης, αφήνοντας τη Νότια Τρανσυλβανία στη Ρουμανία. Στις 19 Μαρτίου 1944, μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τον στρατό της Ναζιστικής Γερμανίας με την Επιχείρηση Mαργαρίτα, η Βόρεια Τρανσυλβανία τέθηκε υπό γερμανική στρατιωτική κατοχή. Μετά το Πραξικόπημα του Βασιλιά Μιχαήλ η Ρουμανία εγκατέλειψε τον Άξονα και εντάχθηκε στους Συμμάχους και, ως εκ τούτου, πολέμησε μαζί με τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία, ανακτώντας τη Βόρεια Τρανσυλβανία. Η Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης ακυρώθηκε από τη Συμμαχική Επιτροπή με τη Συμφωνίας Εκεχειρίας με τη Ρουμανία (12 Σεπτεμβρίου 1944) της οποίας το άρθρο 19 όριζε τα εξής:
Οι Συμμαχικές Κυβερνήσεις θεωρούν την επιδίκαση της Βιέννης σχετικά με την Τρανσυλβανία ως άκυρη και συμφωνούν ότι η Τρανσυλβανία (ή το μεγαλύτερο μέρος της) θα πρέπει να επιστραφεί στη Ρουμανία, υπό την επιφύλαξη επιβεβαίωσης κατά την ειρηνευτική διευθέτηση και η Σοβιετική Κυβέρνηση συμφωνεί ότι οι Σοβιετικές δυνάμεις θα λάβουν μέρος για τον σκοπό αυτό σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη Ρουμανία κατά της Γερμανίας και της Ουγγαρίας.
Η Συνθήκη του Παρισιού του 1947 επιβεβαίωσε τα σύνορα μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας, όπως είχαν οριστεί αρχικά στη Συνθήκη του Τριανόν, 27 χρόνια νωρίτερα, επιβεβαιώνοντας έτσι την επιστροφή της Βόρειας Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία. Από το 1947 έως το 1989 η Τρανσυλβανία, όπως και η υπόλοιπη Ρουμανία, ήταν υπό κομμουνιστικό καθεστώς.
Μετακομμουνιστική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]]
Από το 1947 έως το 1989, η Τρανσυλβανία, μαζί με την υπόλοιπη Ρουμανία, ήταν υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Οι εθνοτικές συγκρούσεις του Târgu Mureş μεταξύ εθνοτικών Ρουμάνων και Ούγγρων τον Μάρτιο του 1990 έλαβαν χώρα μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και έγιναν το πιο αξιοσημείωτο διαεθνοτικό περιστατικό στη μετακομμουνιστική εποχή. Σήμερα η "κυρίως Τρανσυλβανία" περιλαμβάνει τους ρουμανικούς νομούς (județe) Άλμπα, Μπίστριτσα-Νάσαουντ, Μπρασόβ, Κλουζ, Κόβασνα, Χάργκιτα, Χουνεντοάρα, Μούρες, Σάλαζ και Σιμπίου. Εκτός από την κυρίως Τρανσυλβανία η σύγχρονη Τρανσυλβανία περιλαμβάνει τμήματα του Βανάτου, της Κρίσανα και του Mαραμούρες. Αυτές οι περιοχές βρίσκονται στους νομούς Αράντ, Μπίχορ, Κάρας-Σεβερίν, Mαραμούρες, Σάλαζ, Σάτου Μάρε και Tίμις.
-
Γαβριήλ Μπάτορι, Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας
-
Εικόνα από αγορά της Τρανσυλβανίας, 1818
-
Εικόνα από αγορά της Τρανσυλβανίας
-
Χωρικοί του Χόντοντ, χωριού της Τρανσυλβανίας
-
Γερμανοί έποικοι, γνωστοί ως Τρανσυλβανοί Σάξονες
-
Ερείπια της Sarmizegetusa Regia
-
Ρωμαϊκή πόλη Apulum
Δημογραφική και ιστορική έρευνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχει μια διαρκής επιστημονική συζήτηση μεταξύ Ούγγρων και Ρουμάνων ιστορικών σχετικά με τον μεσαιωνικό πληθυσμό της Τρανσυλβανίας. Ενώ ορισμένοι Ρουμάνοι ιστορικοί υποστηρίζουν την ύπαρξη συνεχούς ρουμανικής πλειοψηφίας, οι Ούγγροι ιστορικοί υποστηρίζουν τη συνεχή εγκατάσταση Ρουμάνων στο Βασίλειο της Ουγγαρίας.
Ο ιστορικός Ιοάν-Αουρέλ Ποπ εκτιμά ότι 800.000 άνθρωποι ζούσαν στη Ρωμαϊκή Δακία τον 3ο αιώνα και αμφιβάλλει ότι η νεοσύστατη επαρχία νότια του Δούναβη θα μπορούσε να είχε απορροφήσει έναν τόσο μεγάλο πληθυσμό.[122]
Σύμφωνα με τον Τζην Σέντλαρ δεν μπορεί να εξακριβωθεί από καμία σωζόμενη τεκμηριωμένη μαρτυρία πόσοι Βλάχοι μπορεί να κατοικούσαν στην Τρανσυλβανία τον 11ο αιώνα. Ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που ανήκαν σε εθνικότητες είναι στην καλύτερη εικασία ότι οι Βλάχοι μπορεί να αποτελούσαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Τρανσυλβανίας το 1241 τις παραμονές της εισβολής των Μογγόλων. Ούγγροι και Ρουμάνοι ιστορικοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι οι πρόγονοί τους ήταν οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην Τρανσυλβανία. Οι Ρουμάνοι θεωρούν εαυτούς απόγονους των φυλών της Δακίας, που αναμείχθηκαν με Ρωμαίους εποίκους και διέμεναν συνεχώς στην Τρανσυλβανία. Οι Ούγγροι ισχυρίζονται ότι ο βλάχικος πληθυσμός εισήλθε στην Τρανσυλβανία από τα Βαλκάνια μόλις τον 12ο αιώνα, επιχείρημα που υποστηρίζεται από την προέλευση ορισμένων τοπωνυμίων της Τρανσυλβανίας από την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων των Σλάβων και από αρκετές βαλκανικές επιρροές στη ρουμανική γλώσσα.[123]
Σε μια επιστολή του 1356 ο Πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ΄ ενίσχυσε ένα προηγούμενο χρυσόβουλο που απευθυνόταν στον προϊστάμενο του Δομινικανού Τάγματος της Ουγγαρίας και του δινόταν εντολή να κηρύξει σταυροφορία «εναντίον όλων των κατοίκων της Τρανσυλβανίας, της Βοσνίας και της Σλαβονίας, που είναι αιρετικοί» (contra omnes Transilvanos, Bosnenses et Sclavonie, qui heretici fuerint). Ο Ιοάν-Αουρέλ Ποπ υποστηρίζει ότι κατά την άποψη του Πάπα αυτές οι περιοχές ήταν «αιρετικές», όρος που περιλάμβανε και Ορθόδοξους, και ως σημάδι της συντριπτικής μη Ουγγρικής πλειοψηφίας αυτών των περιοχών.[124]
Σύμφωνα με μια έρευνα που βασίζεται σε τοπωνύμια του Ιστβαν Κνίεζα 511 χωριά της Τρανσυλβανίας και του Βανάτου εμφανίζονται σε έγγραφα στα τέλη του 13ου αιώνα. Ωστόσο μόνο 3 από αυτά έφεραν ρουμανικά ονόματα.[125] Γύρω στο 1400 μ.Χ. 1757 χωριά αναφέρονται σε έγγραφα και μόνο 76 (4,3%) από αυτά είχαν ονόματα ρουμανικής προέλευσης.[125]
Οι ιστορικοί Ιοάν Μπολοβάν και Σορίνα-Πάουλα Μπολοβάν έκαναν πολλαπλές εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της Τρανσυλβανίας πριν από την πρώτη απογραφή του 1869. Υποστηρίζοντας ότι οι Ρουμάνοι ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού το 1288 στην πρώτη εθνική συνέλευση στην Τρανσυλβανία, το 1536 όταν ζούσαν Ο Νικόλαους Ολαχους και ο Αντον Βεράντιους με βάση τα έργα τους, το 1690 με απόλυτη ρουμανική πλειοψηφία, ότι καμία σημαντική δημογραφική αλλαγή δεν συνέβη μεταξύ του Μεσαίωνα και του 1750 με βάση την αυστριακή φορολογική καταγραφή και ότι οι Ρουμάνοι εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειοψηφία το 1773 με βάση τα λόγια του Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Επιπλέον διαφωνούν με την ουγγρική ιστοριογραφία για μαζική μετανάστευση Ρουμάνων από τη Βλαχία και τη Μολδαβία στην Τρανσυλβανία, επειδή μια τέτοια μαζική δημογραφική αλλαγή δεν μπορεί να βρεθεί στην αυστριακή φορολογική καταγραφή του 1750, που παρακολουθούσε νεοφερμένους τις προηγούμενες δεκαετίες και ότι η αυστριακή διοίκηση εξέφραζε ανησυχία για τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας που έφυγαν για τη Βλαχία και τη Μολδαβία, συμπεριλαμβανομένου του Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β'.[126]
Σύμφωνα με τον Βλαντ Τζεορτζέσκου οι Ρουμάνοι ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού το 1437 κατά την εξέγερση της Μπόμπαλνα.[127]
Ο Πάπας Πίος Β΄ (Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι) βεβαίωσε τον 15ο αιώνα στο βιβλίο του Ευρώπη ότι η Τρανσυλβανία «κατοικείτο στην εποχή μας από τρεις φυλές: Γερμανούς, Σέκελι και Βλάχους», ανέφερε επίσης «μπορείς να βρεις μόνο λίγους άντρες ειδικευμένους στις μάχες μεταξύ των Τρανσυλβανών που δεν ξέρουν ουγγρικά».[128][129]
Ο Νικόλαους Ολαχους, Αρχιεπίσκοπος της Ουγγαρίας ανέφερε στο βιβλίο του Ουγγαρία και Αττίλας το 1536 ότι στην Τρανσυλβανία "Ζουν τέσσερα έθνη διαφορετικής προέλευσης Ούγγροι, Σέκελι, Σάξονες και Βλάχοι". [130][79][80]
Βασισμένες στο έργο του Αντώνιου Βράντσιτς Vrančić (Expeditionis Solymani στο Moldaviam et Transsylvaniam libri duo. De situ Transsylvaniae, Moldaviae et Transalpinae liber tertius), υπάρχουν περισσότερες εκτιμήσεις καθώς το πρωτότυπο κείμενο μεταφράζεται/ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο και ιδιαίτερα από Ρουμάνους και Ούγγρους μελετητές. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Ιοάν-Αουρέλ Ποπ ο Αντώνιος Βράντσιτς έγραψε ότι η Τρανσυλβανία «κατοικείται από τρία έθνη – Σέκελι, Ούγγρους και Σάξονες· θα πρέπει επίσης να προσθέσω τους Ρουμάνους που –αν και ίσοι με τους άλλους σε αριθμό– δεν έχουν ελευθερίες, κανένα τίτλο ευγένειας και κανένα δικό τους δικαίωμα, εκτός από ένα μικρό αριθμό τους που ζει στην Περιφέρεια του Χάτσζεγκ, όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν η πρωτεύουσα του Δεκέβαλου και που έγιναν ευγενείς την εποχή του Ιωάννη Ουνυάδη, γέννημα θρέμμα αυτού του τόπου, επειδή έπαιρνε πάντα ακούραστα μέρος στις μάχες κατά των Τούρκων»,,[131] ενώ σύμφωνα με τον Κάρολι Νίαραντι Ρ. η σωστή μετάφραση του πρώτου μέρους της πρότασης θα ήταν: «...θα πρέπει να προσθέσω και τους Ρουμάνους που – αν και δεν είναι ίσοι με κανέναν από τους άλλους σε αριθμό...».[132] Μάλιστα ρουμανικές αυτονομίες υπήρχαν και στο Φαιγκαιράς, τον Τέμες και το Μάραμαρος.[133]
Σύμφωνα με τον Τζορτζ Χουάιτ το 1600 οι Ρουμάνοι κάτοικοι ήταν κυρίως αγρότες, αποτελώντας περισσότερο από το 60 τοις εκατό του πληθυσμού.[134]
Στο Letopisețul Țării Moldovei (1642–1647) ο Μολδαβός χρονικογράφος Γρηγόριος Ούρεκε παρατηρεί ότι «η Τρανσυλβανία κατοικείται περισσότερο από Ρουμάνους παρά από Ούγγρους».[135][136]
Γύρω στο 1650 ο Βασίλε Λούπου της Μολδαβίας σε μια επιστολή που έγραψε στον Σουλτάνο βεβαιώνει ότι ο αριθμός των Ρουμάνων είναι μεγαλύτερος από το ένα τρίτο του πληθυσμού.[137][138]
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (1611–1682) ήταν Οθωμανός εξερευνητής που ταξίδεψε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των γειτονικών χωρών για μια περίοδο σαράντα ετών, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του σε ένα οδοιπορικό που ονομάζεται Seyahatnâme "Βιβλίο Ταξιδιού". Το ταξίδι του στην Ουγγαρία ήταν μεταξύ 1660 και 1666. Το επίπεδο της ανάπτυξης της Τρανσυλβανίας τον 17ο αιώνα ήταν τόσο καλό, που αποτέλεσε πόλο έλξης για αγνώστους που την επιθυμούσαν. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει στο βιβλίο του ότι οι Ρουμάνοι δουλοπάροικοι μετακινούνται μαζικά στην Τρανσυλβανία εξαιτίας της μεγάλης σκληρότητας των ηγεμόνων των ρουμανικών χωρών. Οι Ρουμάνοι υποστηρίζουν ότι στην Τρανσυλβανία υπάρχει δικαιοσύνη, έννομη τάξη και χαμηλοί φόροι.[137]
Στη Βλαχία οι μπέηδες ήταν πολύ τυραννικοί απέναντί τους, γι' αυτό αυτοί οι ραγιάδες λέγοντας: «Ας είναι δικαιοσύνη η δικαιοσύνη» μετακόμισαν όλοι στην Τρανσυλβανία και πληρώνουν ένα φόρο σε χρυσό στον βασιλιά και δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις Seyahatnâme[139][140]
Το 1684 ο Mύρων Κοστίν έγραψε στο έργο του Istoria în versuri polone despre Ţara Moldovei şi Munteniei: «Σήμερα αυτοί (οι Ρουμάνοι) είναι περισσότεροι από τους Ούγγρους, ξεκινώντας από την Μπάτσκα των Σέρβων του Τέμες, σε όλο το Mούρες, στο Χάταγκ, γύρω από το Μπάλγκραντ, όπου ζουν οι πρίγκιπες, στην Κομητεία Ολτ και σε όλο το Mαραμούρες».[136][141]
Το 1702 ο Ανδρέας Φράιμπεργκερ έγραψε: "Οι Ρουμάνοι είναι απλωμένοι σε όλη την Τρανσυλβανία, ακόμη και στη χώρα των Σέκελι και των Σαξόνων. Δεν υπάρχει χωριό, πόλη και προάστιο, που να μην έχει τους Ρουμάνους του." [136]
Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις της αυστριακής διοικητικής αρχής (Verwaltungsgericht), που χρονολογούνται από το 1712–1713, η εθνοτική κατανομή του πληθυσμού στην Τρανσυλβανία ήταν η εξής: 47% Ούγγροι, 34% Ρουμάνοι και 19%, Σάξονες.[142]
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Μπένεντεκ Γιάνκσο υπήρχαν 150.000 Ούγγροι (~30%), 100.000 Σάξονες (~20%) και 250.000 Ρουμάνοι (~50%) από τους 500.000 κατοίκους της Τρανσυλβανίας στις αρχές του 18ου αιώνα.[143] Επίσημες απογραφές με πληροφορίες για την εθνοτική σύνθεση της Τρανσυλβανίας έχουν πραγματοποιηθεί από τον 18ο αιώνα. Την 1η Μαΐου 1784 ο Ιωσήφ Β' ζήτησε να γίνει απογραφή της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Τρανσυλβανίας. Τα δεδομένα δημοσιεύτηκαν το 1787. Ωστόσο αυτή η απογραφή έδειξε μόνο τον συνολικό πληθυσμό.[144]
Σύμφωνα με τον Σάξονα πάστορα Στέφαν Λούντβιχ Ροτ το 1842 "Δεν υπάρχει ανάγκη να δηλωθεί μια γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της χώρας. Διότι έχουμε ήδη μια γλώσσα της χώρας. Δεν είναι γερμανική, αλλά ούτε και ουγγρική, είναι ρουμανική Όσο κι αν πασχίζουμε εμείς, τα έθνη που εκπροσωπούνται στη Δίαιτα, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μόλις συναντηθούν δύο πολίτες διαφορετικών εθνικοτήτων και κανένας δεν ξέρει τη γλώσσα του άλλου, η ρουμανική γλώσσα τους χρησιμεύει αμέσως για να συνεννοηθούν. Όταν πηγαίνετε σε ένα ταξίδι, όταν πηγαίνετε στην αγορά, όλοι γνωρίζουν τη ρουμανική γλώσσα. Πριν ελέγξετε αν κάποιος μιλάει γερμανικά ή ουγγρικά, η συζήτηση ξεκινά στα ρουμανικά. Δεν μπορείτε να μιλήσετε αλλιώς στον Ρουμάνο γιατί συνήθως μιλάει μόνο στη δική του γλώσσα. Είναι εξηγήσιμο: για να μάθεις ουγγρικά ή γερμανικά, χρειάζεσαι σχολικά μαθήματα, ενώ μπορείς να μάθεις τη ρουμανική γλώσσα μόνος σου, στον δρόμο, στην καθημερινή επαφή με ανθρώπους. Η ευκολία εκμάθησής της δεν περιορίζεται στο μεγάλο αριθμό λατινικών λέξεων, που υιοθέτησε αυτός ο λαός με τη συγχώνευση ή με τους Ρωμαίους αποίκους και για τις οποίες είμαστε γνωστοί εμείς οι Τρανσυλβανοί, λόγω της εκπαίδευσής μας στο λατινικό πνεύμα μέχρι τώρα, αλλά και από το γεγονός ότι η ίδια η ζωή μας φέρνει σε καθημερινή επαφή με αυτό τον πολυάριθμο λαό. Σήμερα μαθαίνεις μια λέξη, αύριο μια άλλη και μετά από λίγο παρατηρείς ότι μπορείς να μιλάς ρουμάνικα, χωρίς ουσιαστικά να τα έχεις μάθει. Ακόμα κι αν δεν είναι τόσο εύκολο για κάποιον να το μάθει, συνιστάται να το κάνει για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Αν θέλετε να μιλήσετε με ένα Ρουμάνο, πρέπει να χρησιμοποιήσετε τη γλώσσα του, αν δεν θέλετε να ακούσετε ένα "δεν ξέρω!" με ανασήκωμα των ώμων».[145]
Η πρώτη επίσημη απογραφή στην Τρανσυλβανία στην οποία έγινε διάκριση μεταξύ εθνικοτήτων (διάκριση με βάση τη μητρική γλώσσα) έγινε από τις αυστροουγγρικές αρχές το 1869 με 59,0% Ρουμάνους, 24,9% Ούγγρους και 11,9% Γερμανούς σε συνολικό πληθυσμό 4.224.436 ατόμων.
Για την περίοδο πριν από αυτή υπάρχουν μόνο εκτιμήσεις για τις αναλογίες διαφόρων εθνοτικών ομάδων στην Τρανσυλβανία. Έτσι ο Φένιες Έλεκ, Ούγγρος στατιστικολόγος του 19ου αιώνα, υπολόγισε το 1842 ότι ο πληθυσμός της Τρανσυλβανίας κατά τα έτη 1830–1840 αποτελείτο από 62,3% Ρουμάνους και 23,3% Ούγγρους.[146]
Μεταξύ 1880 και 1910 το απογραφικό σύστημα της Αυστροουγγαρίας βασιζόταν στην πρώτη γλώσσα που χρησιμοποιείτο για την επικοινωνία.[147] Πριν από το 1880 οι Εβραίοι υπολογίζονταν ως εθνική ομάδα, αργότερα καταμετρούντο σύμφωνα με τη μητρική τους γλώσσα και η πλειοψηφία (75,7%) του εβραϊκού πληθυσμού ανέφερε τα ουγγρικά ως κύρια γλώσσα τους, επομένως μετρήθηκαν ως εθνικά Ούγγροι στις απογραφές.
Τα στοιχεία που καταγράφονται σε όλες τις εκτιμήσεις και τις απογραφές παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.
Ετος | Σύνολο | Ρουμάνοι | Ούγροι | Γερμανοί | Σέκελι[α] | Παρατηρήσεις |
---|---|---|---|---|---|---|
1241[β] | - | ~66% | - | - | - | Σύμφωνα με τον Τζιν Σέντλαρ ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που ανήκουν σε εθνικότητες είναι στην καλύτερη περίπτωση εικασίες[123] |
1301-1308[β] | 349,000 | 5.1% | 88.8% | 6.0% | - | Εκτίμηση του Λάγιος Τάμας με βάση τον Κατάλογο των Παπικών Δεκάτων από το 1332 έως το 1337[149] |
1437 | - | >50% | - | - | - | Εκτίμηση του Βλαντ Γκεοεργκέσκου[127] |
1495[β] | 454,000 | 22% | 55,2% | 22% | - | Εκτίμηση των Κάρολι Κότσις και Εστερ Κότσις-Χόντοσι[150] |
1500[β] | - | 24% | 47% | 16% | 13% | Εκτίμηση του Ελεμερ Μάλιους (1898–1989)[151] |
1549–1551 | - | >50% | - | - | - | Εκτίμηση των Ιοάν-Αουρέλ Ποπ, Ioάν Μπόλοβαν και Σορίνα-Πάουλα Μπόλοβαν, βασισμένη στα γραπτά του Αντώνιου Βράντσιτς[126][152] |
- | >25% | <=25% | <=25% | <=25% | Εκτίμηση του[132] Κάρολι Νίαραντι βασισμένη στα γραπτά του Αντώνιου Βράντσιτς[153] | |
1571[β] | 955,000 | 29.3% | 52.3% | 9.4% | - | Εκτίμηση του Ακαντεμιάϊ Κίαντο[154] |
1595[β] | 670,000 | ~28.4% | 52,2% | 18,8% | - | Εκτίμηση των Κάρολι Κότσις και Εστερ Κότσις-Χόντοσι[150] |
1600[β] | - | ~60% | - | - | Εκτίμηση του Τζορτζ Χουάιτ[134] | |
1650[β] | - | >33,33% | - | - | Εκτίμηση του Βασίλε Λούπου της Μολδαβίας[137][138] | |
1700[β] | ~500,000 | ~50% | ~30% | ~20% | - | Εκτίμηση του Μπένεντεκ Γιάντσο (1854–1930)[143] |
1700 | ~800,000–865,000 | - | Εκτίμηση του Ζολτ Τρότσανι[155] | |||
1702 | - | >50% | - | - | - | Εκτίμηση των Ioάν Μπόλοβαν και Σορίνα-Πάουλα Μπόλοβαν, βασισμένη στα γραπτά του Αντρεας Φραϊμπέργκερ[126] |
1712–1713 | ~34% | ~47% | ~19% | - | Επίσημη εκτίμηση της αυστριακής διοικητικής αρχής (Verwaltungsgericht) του 1712–1713[142] | |
1720[β] | 806,221 | 49,6% | 37,2% | 12,2% | - | Εκτίμηση των Κάρολι Κότσις και Εστερ Κότσις-Χόντοσι[156] |
1721 | - | 48,28% | 36.09% | 15.62% | - | Εκτίμηση του Ιγκνατς Ατσαντι[157] |
1730[β] | ~725,000 | 57.9% | 26.2% | 15.1% | - | Aυστριακές στατιστικές |
1765[β] | ~1,000,000 | 55.9% | 26% | 12% | - | Εκτίμηση των Μπάλιντ Χόμαν και Γκιούλα Σέκφου (1883–1955)[148] |
1773[β][158] | 1,066,017 | 63.5% | 24.2% | 12.3% | - | |
1784[β] | 1,440,986 | - | - | - | - | |
1784–1787 | 2,489,147 | 63.5% | 24.1% | 12.4% | - | Aυστριακές στατιστικές[127] |
1790[β][159] | 1,465,000 | 50.8% | 30.4% | - | - | |
1835[β] | - | 62.3% | 23.3% | - | - | |
1850[β] | 2,073,372 | 59.1% | 25.9% | 9.3% | - | |
1850[β] | 1,823,212 | 57.2% | 26.7% | 10.5% | - | Απογραφή1850/51[160] |
1869 | 4,224,436 | 59.0% | 24.9% | 11.9% | - | Αυστροουγγρική απογραφή πληθυσμού |
1880 | 4,032,851 | 57.0% | 25.9% | 12.5% | - | Αυστροουγγρική απογραφή πληθυσμού (με βάση την κύρια χρησιμοποιούμενη γλώσσα) |
1890 | 4,429,564 | 56.0% | 27.1% | 12.5% | - | Αυστροουγγρική απογραφή πληθυσμού (με βάση την κύρια χρησιμοποιούμενη γλώσσα) |
1900 | 4,840,722 | 55.2% | 29.4% | 11.9% | - | Αυστροουγγρική απογραφή πληθυσμού (με βάση την κύρια χρησιμοποιούμενη γλώσσα) |
1910 | 5,262,495 | 53.8% | 31.6% | 10.7% | - | Αυστροουγγρική απογραφή πληθυσμού (με βάση την κύρια χρησιμοποιούμενη γλώσσα) |
1919 | 5,208,345 | 57.3% | 25.5% | 10.6% | - | Ρουμανικές στατιστικές |
1920 | 5,114,214 | 58.3% | 26.7% | 9.7% | - | Ρουμανικές στατιστικές |
1930 | 5,548,363 | 57.8% | 24.4% | 9.8% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού[161] |
1948 | 5,761,127 | 65.1% | 25.7% | 5.8% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού (based on mother tongue)[162] |
1956 | 6,232,312 | 65.5% | 25.9% | 6.0% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού |
1966 | 6,736,046 | 68.0% | 24.2% | 5.6% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού |
1977 | 7,500,229 | 69.4% | 22.6% | 4.6% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού |
1992 | 7,723,313 | 75.3% | 21.0% | 1.2% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού |
2002 | 7,221,733 | 74.7% | 19.6% | 0.7% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού |
2011 | 6,789,250 | 70.6% | 17.9% | 0.4% | - | Ρουμανική απογραφή πληθυσμού Για 378.298 κατοίκους (5,57%) η εθνικότητα δεν ήταν διαθέσιμη[163] |
Sources:[164][165][166][167] | ||||||
Footnotes:
|
Γεωγραφία και εθνογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Τρανσυλβανικό οροπέδιο, με υψόμετρο από 300 ως 500 μέτρα, αρδεύεται από τους ποταμούς Μούρες, Σόμες, Κρις και Ολτ, καθώς και από άλλους παραπόταμους του Δούναβη. Ο πυρήνας αυτός της ιστορικής Τρανσυλβανίας αντιστοιχεί περίπου σε εννέα νομούς της σημερινής Ρουμανίας. Το οροπέδιο περιβάλλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους ανατολικούς, νότιους και ρουμανικούς δυτικούς κλάδους των Καρπαθίων. Η περιοχή περιλαμβάνει την Τρανσυλβανική Πεδιάδα. Άλλες περιοχές στα δυτικά και βόρεια θεωρούνται ευρέως μέρος της Τρανσυλβανίας. Σε κοινή αναφορά τα δυτικά σύνορα της Τρανσυλβανίας ταυτίζονται με τα σημερινά σύνορα Ρουμανίας-Ουγγαρίας, που καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920, αν και γεωγραφικά τα δύο δεν είναι ακριβώς τα ίδια.
- Κυρίως Τρανσυλβανία:
- Αμλας
- Τάρα Μπάρσεϊ (Μπούρτσενλαντ/Μπάρκασαγκ)
- Τσιοάρ
- Φεγκέρας (Φόγκαρας)
- Χάτεγκ
- Τάρα Τσιλατέι (Καλοτασζέγκ)
- Μιρτζινιμέα Σιμπιουλούι
- Τρανσυλβανική Πεδιάδα (Κάμπια Τρανσιλβανιέι/Μέζοσεγκ)
- Σέκελι
- Τάρα Μοτιλόρ
- Τάρα Νισιουντουλούι (Nέσνερλαντ/Νάσζοντ Βίντεκε)
- Τινουτούλ Πιντουρενιλόρ
- Βανάτο
- Κρίσανα
- Τάρα Ζαραντουλούι
- Μαραμούρες
- Τάρα Λιπουσουλούι
- Τάρα Οασουλούι
Υπό τη συνήθη έννοια τα δυτικά σύνορα της Τρανσυλβανίας έχουν καταλήξει να συμπίπτουν με τα σημερινά Ρουμανοουγγρικά σύνορα, που καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν, αν και γεωγραφικά αυτά δεν ταυτίζονται.
Διοικητική διαίρεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η έκταση του ιστορικού Βοεβοδάτου είναι 55.146 τετ. χλμ.
Οι περιοχές που παραχωρήθηκαν στη Ρουμανία το 1920 καταλάμβαναν 23 νομούς με έκταση σχεδόν 102.200 τ.χλμ. (102.787–103.093 τ.χλμ. σε ουγγρικές πηγές και 102.200 τ.χλμ. σε σύγχρονες ρουμανικές). Σήμερα, λόγω των αρκετών διοικητικών μεταβολών, η περιοχή καταλαμβάνει 16 νομούς, με έκταση 99.837 τ.χλμ. στην κεντρική και βορειοδυτική Ρουμανία.
Οι 16 νομοί είναι : Άλμπα, Αράντ, Μπιχόρ, Μπίστριτσα-Νισιούντ, Μπρασόβ, Κάρας-Σεβερίν, Κλουζ, Κοβάσνα, Χαργκίτα, Χουνεντοάρα, Μαραμούρες, Μούρες, Σιλάι, Σάτου Μάρε, Σιμπίου και Τίμις.
Η Τρανσυλβανία περιλαμβάνει νομούς τόσο κυρίως αστικούς, όπως οι νομοί Μπρασόβ και Χουνεντοάρα, όσο και κυρίως αγροτικούς, όπως οι νομοί Μπίστριτσα-Νισιούντ και Σιλάι.[168]
Από το 1998 η Ρουμανία έχει χωριστεί σε οκτώ αναπτυξιακές περιφέρειες, που λειτουργούν για τον συντονισμό και την υλοποίηση της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο. Έξι νομοί (Άλμπα, Μπρασόβ, Κόβασνα, Χαργκίτα, Μούρες και Σιμπίου) αποτελούν την Κεντρική αναπτυξιακή περιφέρεια, άλλες έξι (Μπιχόρ, Μπίστριτσα-Νισιούντ, Κλουζ, Μαραμούρες, Σάτου Μάρε], Σιλάι) αποτελούν τη Βορειοδυτική αναπτυξιακή περιφέρεια ενώ τέσσερις (Αράντ, Κάρας-Σεβερίν, Χουνεντοάρα και Τίμις) αποτελούν τη Δυτική αναπτυξιακή περιφέρεια.
Πόλεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατάταξη | Όνομα | Νομός | Πληθ. |
---|---|---|---|
1 | Τιμισοάρα | Tίμις | 331,927 |
2 | Κλουζ-Ναπόκα | Κλουζ | 321,754 |
3 | Μπρασόβ | Brașov | 290,283 |
4 | Οράντεα | Μπιχόρ | 222,229 |
5 | Αράντ | Αράντ | 178,462 |
6 | Σιμπίου | Σιμπίου | 169,480 |
7 | Τίργκου Μούρες | Μούρες | 149,718 |
8 | Μπάια Μάρε | Mαραμούρες | 147,203 |
9 | Σάτου Μάρε | Σάτου Μάρε | 121,972 |
10 | Μπίστριτσα | Μπίστριτσα-Νέσεουντ | 93,388 |
11 | Ρέσιτσα | Κάρας-Σεβέριν | 87,864 |
12 | Άλμπα Ιούλια | Άλμπα | 74,212 |
13 | Χουνεντοάρα | Χουνεντοάρα | 73,799 |
14 | Ντέβα | Χουνεντοάρα | 70,090 |
15 | Ζαλάου | Σελάι | 69,497 |
16 | Σφίντου Γκεόργκε | Κοβάνσα | 64,826 |
17 | Mέντιας | Σιμπίου | 58,290 |
18 | Tούρντα | Κλουζ | 56,985 |
19 | Λούγκοϊ | Tίμις | 47,445 |
20 | Σίγκετου Μαρμάτσιεϊ | Mαραμούρες | 43,959 |
Το Κλουζ-Ναπόκα, κοινώς γνωστό ως Κλουζ, είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ρουμανία (με την απογραφή του 2011), μετά την πρωτεύουσα της χώρας Βουκουρέστι, και έδρα του νομού Κλουζ. Από το 1790 έως το 1848 και από το 1861 έως το 1867, ήταν η επίσημη πρωτεύουσα του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας. Το Μπρασόβ είναι σημαντικός τουριστικός προορισμός, καθώς είναι η μεγαλύτερη πόλη σε μια περιοχή ορεινών θέρετρων και μια κεντρική τοποθεσία, κατάλληλη για την εξερεύνηση της Ρουμανίας, με παρόμοιες αποστάσεις από πολλούς τουριστικούς προορισμούς (συμπεριλαμβανομένων των θέρετρων της Μαύρης Θάλασσας, των μοναστηριών της βόρειας Μολδαβίας και των ξύλινων εκκλησιών του Mαραμούρες).
Το Σιμπίου είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα της Ρουμανίας και ορίστηκε Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το έτος 2007, μαζί με την πόλη του Λουξεμβούργου.[169] Παλαιότερα ήταν το πολιτιστικό κέντροτων Σαξόνων της Τρανσυλβανίας και μεταξύ 1692-1791 και 1849–65 ήταν η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας.
Η Άλμπα Ιούλια, μια πόλη που βρίσκεται στον ποταμό Mούρες στον νομό Άλμπα, ήταν από τον Ώριμο Μεσαίωνα η έδρα της Ρωμαιοκαθολικής επισκοπής της Τρανσυλβανίας. Μεταξύ 1541 και 1690 ήταν η πρωτεύουσα του Ανατολικού Ουγγρικού Βασιλείου και του μετέπειτα Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας. Η Άλμπα Ιούλια έχει επίσης ιστορική σημασία: μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αντιπρόσωποι του ρουμανικού πληθυσμού της Τρανσυλβανίας συγκεντρώθηκαν εκεί την 1η Δεκεμβρίου 1918 για να διακηρύξουν την ένωση της Τρανσυλβανίας με το Βασίλειο της Ρουμανίας. Στην Τρανσυλβανία υπάρχουν πολλές μεσαιωνικές μικρότερες πόλεις όπως η Σιγκισοάρα, η Mέντιας, η Σέμπες και η Μπίστριτσα.
-
Άλμπα Ιούλια (ουγγρικά: Gyulafehérvár, γερμανικά: Karlsburg), αμυντικό τείχος της ακρόπολης της Άλμπα Καρολίνα
-
Ντέβα
-
Σίγκετου Μαρμάτσιεϊ
-
Tούρντα
-
Φρούριο του Σφίντου Γκεόργκε
-
Ακρόπολη του Αγιουντ
Πληθυσμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιστορικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επίσημες απογραφές για τον πληθυσμό της Τρανσυλβανίας έχουν διεξαχθεί από τον 18ο αιώνα. Την 1η Μαΐου 1784 ο Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ εξήγγειλε την πρώτη επίσημη απογραφή Αυτοκρατορία των Αψβούργων, περιλαμβανομένης της Τρανσυλβανίας. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν το 1787 και αυτή η απογραφή εμφάνισε μόνο τον συνολικό πληθυσμό (1.440.986 κάτοικοι). Ο Φένιες Ελεκ, Ούγγρος στατιστικολόγος του 19ου αιώνα, υπολόγισε το 1842 ότι στον πληθυσμό της Τρανσυλβανίας το διάστημα 1830-1840 οι πλειοψηφούντες Ρουμάνοι ήταν 62,3% και οι Ούγγροι 23,3%.
Η πρώτη επίσημη απογραφή στην Τρανσυλβανία που έκανε διάκριση μεταξύ εθνικοτήτων (διάκριση επί τη βάσει της μητρικής γλώσσας) διεξήχθη από τις Αυστροουγγρικές αρχές το 1869 με το εξής αποτέλεσμα : Ρουμάνοι 59,0%, Ούγγροι 24,9%, Γερμανοί 11,9%. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο Ουγγρικός πληθυσμός της Τρανσυλβανίας αυξήθηκε από 24,9% το 1869 σε 31.6%, όπως έδειξε η Ουγγρική απογραφή του 1910. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό του Ρουμανικού πληθυσμού μειώθηκε από 59,0% σε 53,8% και το ποσοστό του Γερμανικού πληθυσμού μειώθηκε από 11,9% σε 10,7% σε συνολικό πληθυσμό 5.262.495. Σε αυτή τη μεταβολή συνέβαλαν πολύ οι πολιτικές εξουγγρισμού.
Το ποσοστό της Ρουμανικής πλειοψηφίας αυξήθηκε σημαντικά μετά την ανακήρυξη της ένωσης της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918. Το ποσοστό των Ούγγρων στην Τρανσυλβανία υπέστη ραγδαία μείωση καθώς οι περισσότεροι κάτοικοί της μετακινούντο σε αστικές περιοχές, όπου η πίεση να αφομοιωθούν και να εκρουμανισθούν ήταν μεγαλύτερη. Η απαλλοτρίωση των περιουσιών των Ούγγρων μεγιστάνων, η διανομή των γαιών στους Ρουμάνους αγρότες και η πολιτική πολιτιστικού εκρουμανισμού, που ακολούθησε τη Συνθήκη του Τριανόν, αποτέλεσαν σημαντικές αιτίες τριβής μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας. Αλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν τη μετανάστευση μη Ρουμανικού πληθυσμού, την αφομοίωση και την εσωτερική μετανάστευση εντός της Ρουμανίας (εκτιμάται ότι μεταξύ 1945 και 1977 περίπου 630.000 άτομα μετακινήθηκαν από το Παλιό Βασίλειο στην Τρανσυλβανία και 280.000 αντιστρόφως, κυρίως στο Βουκουρέστι.
Σήμερα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η απογραφή του 2002 ταξινόμησε την Τρανσυλβανία ως ολόκληρη την περιοχή της Ρουμανίας δυτικά των Καρπαθίων. Η περιοχή έχει πληθυσμό 7.221.733, με μεγάλη πλειοψηφία Ρουμάνων (75,9%). Υπάρχουν επίσης σημαντικές κοινότητες Ούγγρων (19,6%), Ρομά (3,3%), Γερμανών (0,7%) και άλλων (Βουλγάρων, Ελλήνων κ.α.) (0,1%). Ο Ουγγρικός πληθυσμός της Τρανσυλβανίας αποτελεί πλειοψηφία στους νομούς Κοβάσνα (84,8%)και Χαργκίτα (73,6%). Πολλοί Ούγγροι υπάρχουν επίσης στους νομούς Μούρες (37,8%), Σάτου Μάρε (34,5%), Μπίχορ (25,2%) και Σιλάι (23,2%).
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τρανσυλβανία είναι πλούσια σε κοιτάσματα ορυκτών, κυρίως λιγνίτη, σίδηρο, μόλυβδο, μαγγάνιο, χρυσό, χαλκό, φυσικό αέριο, αλάτι και θείο.
Το ΑΕΠ της Τρανσυλβανίας (ονομαστικό) είναι 194 δισεκατομμύρια δολάρια και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περίπου 24.500 δολάρια. Ο Δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης της Τρανσυλβανίας είναι 0,890, γεγονός που την καθιστά τη 2η πιο ανεπτυγμένη περιφέρεια της Ρουμανίας μετά την Περιφέρεια Βουκουρεστίου-Ίλφοβ και συγκρίσιμη με χώρες όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Εσθονία.
Υπάρχουν μεγάλες βιομηχανίες σιδήρου και χάλυβα, χημικών και υφασμάτων. Η κτηνοτροφία, η γεωργία, η παραγωγή κρασιού και φρούτων αποτελούν σημαντικές δραστηριότητες. Η ξυλεία είναι άλλος ένας πολύτιμος φυσικός πόρος.
Οι κλάδοι τεχνολογιών πληροφορικής, ηλεκτρονικών και αυτοκινητοβιομηχανίας είναι σημαντικοί σε αστικά και πανεπιστημιακά κέντρα όπως Κλουζ-Ναπόκα (Bosch, Emerson Electric), Τιμισοάρα (Alcatel-Lucent, Flextronics και Continental AG), Μπρασόβ, Σιμπίου, Οράντεα και Αράντ. Οι πόλεις Κλουζ-Ναπόκα και Τίργκου Μούρες έχουν μεγάλη ιατρική παράδοση και σύμφωνα με ταξινομήσεις υπάρχουν εκεί νοσοκομεία κορυφαίας απόδοσης.[170]
Εγχώριες εταιρείς είναι: Roman του Μπρασόβ (φορτηγά και λεωφορεία), Azomureș του Τίργκου Μούρες (λιπάσματα), Terapia του Κλουζ-Ναπόκα (φαρμακευτικά), Banca Transilvania του Κλουζ-Ναπόκα (οικονομικά), Romgaz και Transgaz του Μέντιας (φυσικό αέριο), Jidvei του νομού Αλμπα (αλκοολούχα ποτά), Timişoreana της Τιμισοάρα (αλκοολούχα ποτά) και άλλες. Η Τρανσυλβανία συμμετέχει με περίπου 35% στο ΑΕΠ της Ρουμανίας και έχει ένα κατά κεφαλή ΑΕΠ περίπου $11.500, περίπου 10% υψηλότερο από το μέσο Ρουμανικό.
Η κοιλάδα του Ζίου, που βρίσκεται στα νότια του νομού Χουνεντοάρα, ήταν μια σημαντική περιοχή εξόρυξης καθ' όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου και του 20ου αιώνα, αλλά πολλά ορυχεία έκλεισαν τα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αναγκάζοντας την περιφέρεια να διαφοροποιήσει την οικονομία της.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τρανσυλβανία (το νότιο/ρουμανικό μισό της, καθώς η περιοχή διαιρέθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου) ήταν ζωτικής σημασίας για τη ρουμανική αμυντική βιομηχανία. Τα εργοστάσια της Τρανσυλβανίας κατασκεύασαν μέχρι το 1945 μεταξύ άλλων πάνω από 1.000 πολεμικά αεροπλάνα και πάνω από 1.000 πυροβόλα όλων των τύπων.[171]
Πολιτισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πολιτισμός της Τρανσυλβανίας είναι σύνθετος, λόγω της ποικίλης ιστορίας και της μακροχρόνιας πολυπολιτισμικότητας της, καθώς έχει ενσωματώσει σημαντικές ουγγρικές και γερμανικές επιρροές.[172]
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, ο τρανσυλβανικός γοτθικός ρυθμός διατηρείται μέχρι σήμερα σε μνημεία όπως η Μαύρη Εκκλησία στο Μπρασόβ (14ος και 15ος αιώνας) και σε πολλούς άλλους καθεδρικούς ναούς, καθώς και στο Κάστρο Μπραν στον νομό του Μπρασόβ (14ος αιώνας) και το Κάστρο του Ουνιάδη στη Χουνεντοάρα (15ος αιώνας).
Αξιοσημείωτοι συγγραφείς όπως ο Εμιλ Τσόραν, ο Λούτσιαν Μπλάγκα, ο Τζέορτζε Κόσμπουκ, ο Ιοάν Σλάβιτς, ο Οκταβιάν Γκόγκα, ο Λίβιου Ρεμπρέανου, ο Έντρε Όντυ, ο Έλι Βίζελ, ο Έλεκ Μπένεντεκ και ο Κάρολι Κος γεννήθηκαν στην Τρανσυλβανία. Ο Λίβιου Ρεμπρέανου έγραψε το μυθιστόρημα Ion, που εισάγει τον αναγνώστη σε μια απεικόνιση της ζωής των Ρουμάνων αγροτών και διανοουμένων της Τρανσυλβανίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Κάρολι Κος ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που υποστήριξαν το κίνημα του Τρανσυλβανισμού.
Θρησκεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τρανσυλβανία έχει πολύ πλούσια και μοναδική θρησκευτική ιστορία. Από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες συνυπήρξαν σε αυτό το θρησκευτικό χωνευτήρι, όπως οι Ρουμάνοι Ορθόδοξοι άλλοι Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Ρουμάνοι Ανατολικοί Καθολικοί, Λουθηρανοί, Καλβινιστές και Ουνιταριανοί. Ο Χριστιανισμός είναι η μεγαλύτερη θρησκεία, αλλά υπάρχουν και άλλες, όπως οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι. Υπό τους Αψβούργους η Τρανσυλβανία χρησίμευε ως τόπος για «θρησκευτικά ανεπιθύμητους». Οσοι έφτασαν στην Τρανσυλβανία περιλάμβαναν εκείνους που δεν συμμορφώνονταν με την Καθολική Εκκλησία και στάλθηκαν εδώ με τη βία, καθώς και πολλοί θρησκευόμενοι πρόσφυγες. Η Τρανσυλβανία έχει μακρά ιστορία θρησκευτικής ανεκτικότητας, που εξασφαλίζεται από το θρησκευτικό της πλουραλισμό.
Η Τρανσυλβανία ήταν επίσης (και εξακολουθεί να είναι) κέντρο για χριστιανικά δόγματα διαφορετικά από την Ορθοδοξία, τη μορφή του Χριστιανισμού που ακολουθούν σήμερα οι περισσότεροι Ρουμάνοι. Ως εκ τούτου υπάρχει σημαντικός αριθμός κατοίκων της Τρανσυλβανίας που ακολουθούν τον Καθολικισμό,, τον Ανατολικό Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Παρόλο που πριν το 1948 ο πληθυσμός της Τρανσυλβανίας ήταν μοιρασμένος μεταξύ της Ορθόδοξης, της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας και άλλων μορφών Χριστιανισμού, κατά την Κομμουνιστική Περίοδο η Ορθόδοξη Εκκλησία ευνοήθηκε πολύ περισσότερο από το κράτος, γεγονός που οδήγησε στο να γίνει θρησκεία της πλειοψηφίας των Τρανσυλβανών.[173][174] Ωστόσο μόνο ένα μικρό μέρος της ουγγρικής και της γερμανικής μειονότητας είναι Ορθόδοξοι. Οι δύο κύριες θρησκείες της ουγγρικής μειονότητας είναι ο Καλβινισμός και ο Καθολικισμός[175], ενώ μεταξύ των Γερμανών οι κύριες θρησκείες είναι ο Καθολικισμός (λίγο περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς της Ρουμανίας), ακολουθούμενος από τον Λουθηρανισμό και την Ορθοδοξία.[176] Υπάρχουν επίσης Πεντηκοστιανοί και Βαπτιστές, ιδιαίτερα στο Βανάτο και την Κρισάνα. Το UBB στην Κλουζ-Ναπόκα είναι το μόνο πανεπιστήμιο στην Ευρώπη που διαθέτει τέσσερις θεολογικές σχολές (Ορθόδοξη, Καλβινιστική, Ρωμαιοκαθολική και Ελληνοκαθολική).[177]
1930 | 2011 | |||
---|---|---|---|---|
Δόγμα | Αριθμός | Ποσοστό | Αριθμός | Ποσοστό |
Ορθόδοξοι | 1,933,589 | 34.85 | 4,478,532 | 65.96 |
Ανατολικοί Καθολικοί | 1,385,017 | 24.96 | 142,862 | 2.10 |
Καθολική Εκκλησία | 946,100 | 17.05 | 632,948 | 9.32 |
Προτεσταντισμός | 1,038,464 | 18.72 | 675,107 | 9.34 |
Ευαγγελικός Χριστιανισμός | 37,061 | 0.66 | 339,472 | 4.70 |
Υπάρχουν επίσης ολιγάριθμα δόγματα όπως ο Αντβεντισμός], οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και άλλοι.
'Αλλα'
- Σήμερα υπάρχει πολύ μικρός αριθμός Μουσουλμάνων (Ισλάμ) και Εβραίων (Ιουδαϊσμός) αλλά το 1930, με 191.877 κατοίκους, οι Εβραίοι αντιπροσώπευαν το 3,46% του πληθυσμού της Τρανσυλβανίας.[70]
- Οι άθεοι, οι αγνωστικιστές και οι μη δηλώσαντες αποτελούν το 0,27% του πληθυσμού της Τρανσυλβανίας.
Τουριστικά αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα].
- Κάστρο Μπραν, γνωστό επίσης ως Κάστρο του Δράκουλα
- Οι μεσαιωνικές πόλεις των Άλμπα Ιούλια, Κλουζ-Ναπόκα (Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας 2015), Σιμπίου (Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2007), Τίργκου Μούρες και Σιγκισοάρα (υποτιθέμενη γενέτειρα του Βλάντ του Δράκουλα.
- Η πόλη του Μπρασόβ και το γειτονικό χιονοδρομικό κέντρο Πογιάνα Μπρασόβ.
- Η πόλη της Χουνεντοάρα με του 14ου αιώνα Κάστρο του Ουνυάδη.
- Η ακρόπολη και το Αρ Νουβό κέντρο της πόλης Οράντεα
- Η Εκκλησία Ντένσους, η παλαιότερη εκκλησία της Ρουμανίας, στην οποία τελούνται ακόμη λειτουργίες.
- Το Δακικό Φρούριο στα Ορη Ορίστιγιε, που περιλαμβάνει τη Ζαρμιζεγεθούσα (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ).
- Τα Ρωμαϊκά φρούρια Ζαρμιζεγεθούσα Ούλπια Τραϊάνα, Πορόλισουμ, Απουλουμ, Ποτάισα και Ντρομπέτα.
- Η Κόκκινη Λίμνη (γνωστή επίσης ως Λίμνη)
- Το φυσικό καταφύγιο Φαράγγι Τούρντα
- Η Ακρόπολη του Ρίσνοβ
- Η περιοχή Μαραμούρες.
- Το Κοιμητήριο Μέρι στο χωριό Σαπάντα (το μοναδικό του είδους του στον κόσμο - με πολύχρωμες επιτύμβιες στήλες)
- Οι Ξύλινες Εκκλησίες (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ).
- Οι πόλεις Μπάια Μάρε και Σίγκετου Μαρμάτσιεϊ
- Τα χωριά στις κοιλάδες Ιζα, Μάρα και Βισέου
- Οι Σαξονικές οχυρωμένες εκκλησίες (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ)
- Ρουμανικές παραδόσεις και λαϊκός πολιτισμός, Εθνικό Συγκρότημα Μουσείων ASTRA, Σιμπίου
- Ουγγρικές παραδόσεις και λαϊκός πολιτισμός
- Τα καφέ, το θέατρο του δρόμου και η κοσμοπολιτική κοινωνία σε Σιμπίου, Κλουζ-Ναπόκα και Τιμισοάρα
- Τα Ορη Απουσένι :
- Τάρα Μότιλορ
- Το Σπήλαιο των Αρκούδων
- Το Παγοσπήλαιο Σκαρισοάρα, στον Νομό Αλμπα, το τρίτο μεγαλύτερο σπήλαιο παγετώνων στον κόσμο.
- Τα Ορη Ρόντνα
- Τα Αλατωρυχεία Τούρντα: σύμφωνα με το Business Insider—ένα από τα δέκα «πιο δροσερά υπόγεια μέρη στον κόσμο».
Φεστιβάλ και εκδηλώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φεστιβάλ κινηματογράφου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τρανσυλβανία, Κλουζ-Ναπόκα – Το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Ρουμανίας
- Γκέι Νύχτες Κινηματογράφου, Κλουζ-Ναπόκα
- Comedy Cluj, Κλουζ-Ναπόκα
- Φεστιβάλ Χιουμοριστικού Κινηματογράφου, Τιμισοάρα[178][179]
Mουσικά φεστιβάλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Φεστιβάλ Χρυσό Ελάφι, Μπρασόβ
- Τζαζ Φεστιβάλ Τζίρανα, Τζίρανα
- Φεστιβάλ Πενίνσουλα/Φέλσιγκετ, Tίργκου Μούρες
- Ανείπωτο Φεστιβάλ, Κλουζ-Ναπόκα – Το μεγαλύτερο μουσικό φεστιβάλ της Ρουμανίας
- Μουσικό Φθινόπωρο του Κλουζ, Κλουζ-Ναπόκα
- Αρτμάνια Φέστιβαλ, Σιμπίου
- Ρόκσταντ Εξτρίμ Φεστ, Ρίσνοβ
- Ηλεκτρικό Φεστιβάλ του Κάστρου, Μποντίντα, Κλουζ-Ναπόκα
Άλλα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μουσικό Φεστιβάλ Σιγκισοάρα
- Διεθνές Θατρικό Φεστιβάλ Σιμπίου
- Μεσαιωνικό Φεστιβάλ Τσετάτι Σιμπίου
Ιστορικά οικόσημα της Τρανσυλβανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες εραλδικές παραστάσεις της Τρανσυλβανίας χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα. Ενα από τα αρχικά επικρατούντα σύμβολα της Τρανσυλβανίας ήταν το οικόσημο της πόλης Σιμπίου. To 1596 ο Λέβινους Χούλσιους (από τη Φλάνδρα) δημιούργησε ένα οικόσημο για την «αυτοκρατορική επαρχία της Τρανσυλβανίας», αποτελούμενο από μια ασπίδα χωρισμένη σε άνω και κάτω μέρος, με έναν αετό στο άνω και επτά λόφους με πύργους στην κορυφή τους στο κάτω. Το δημοσίευσε στο έργο του «Χρονολογία», που εκδόθηκε την ίδια χρονιά στη Νυρεμβέργη. Η σφραγίδα του 1597 του Σιγισμούνδου Μπάτορι, πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας, αναπαρήγαγε το νέο οικόσημο με μερικές μικρές αλλαγές : στο άνω μέρος ο αετός πλαισιωνόταν από ήλιο και σελήνη και στο κάτω οι λόφοι αντικαταστάθηκαν από απλούς πύργους. Το οικόσημο του Σιγισμούνδου Μπάτορι εκτός από το οικόσημο της οικογένειας Μπάτορι, περιλάμβανε τα οικόσημα της Τρανσυλβανίας, της Βλαχίας και της Μολδαβίας, καθώς χρησιμοποιούσε τον τίτλο Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας, της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Μια βραχύβια εραλδική παράσταση της Τρανσυλβανίας βρίσκεται στη σφραγίδα του 1600 του Μιχαήλ του Γενναίου, που απεικονίζει το μαύρο αετό (Βλαχία), την κεφαλή βούβαλου (Μολδαβία) και δυο λιοντάρια που στήριζαν ένα κορμό δένδρου, ως σύμβολο του επανενωμένου Δακικού Βασιλείου, πάνω σε επτά λόφους (Τρανσυλβανία). Οι Ούγγροι Τρανσυλβανοί πρίγκιπες χρησιμοποιούσαν τα σύμβολα του θυρεού της Τρανσυλβανίας συνήθως με το ουγγρικό εθνόσημο από τον 16ο αιώνα, επειδή οι Πρίγκιπες της Τρανσυλβανίας διατηρούσαν τις αξιώσεις τους στον θρόνο του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Η σημαία και το οικόσημο της Τρανσυλβανίας παραχωρήθηκαν από τη Βασίλισσα Μαρία Θηρεσία το 1765, όταν ίδρυσε ένα Μεγάλο Πριγκιπάτο εντός της Μοναρχίας των Αψβούργων.
Η Δίαιτα του 1659 κωδικοποίησε την αντιπροσώπευση των προνομιούχων εθνών (Unio Trium Nationum, Ενωση των Τριών Εθνών) στο εθνόσημο της Τρανσυλβανίας. Απεικόνιζε ένα μαύρο γεράκι (Turul) σε μπλε φόντο, που αντιπροσωπεύει τους Ούγγρους, τον Ηλιο και τη Σελήνη, που αντιπροσωπεύουν τους Σέκελι] και επτά κόκκινους πύργους σε κίτρινο φόντο, που αντιπροσωπεύουν τις επτά οχυρωμένες πόλεις των Τρανσυλβανών Σαξόνων. Η κόκκινη λωρίδα στη μέση δεν ήταν αρχικά μέρος του εθνοσήμου.
Σήμερα, σε αντίθεση με τους νομούς που την απαρτίζουν, η Τρανσυλβανία δεν έχει το δικό της επίσημο εθνόσημο. Παρόλα αυτά το ιστορικό εθνόσημο υπάρχει σήμερα στο Εθνόσημο της Ρουμανίας, μαζί με τα παραδοσιακά εθνόσημα των υπόλοιπων ιστορικών περιοχών της χώρας.
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας του 1550, ταυτόσημο με εκείνο της πόλης Σιμπίου
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας του Λέβινους Χούλσιους του (1596)
-
Εθνόσημο του Σιγισμούνδου Μπάτορι, Πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας (1586–1598, 1598–1599, 1601–1602)
-
Σφραγίδα του Μιχαήλ του Γενναίου κατά την προσωπική του ένωση] της Βλαχίας, της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας (1599–1600)
-
Εθνόσημο της Σοφίας Μπάτορι, Πριγκίπισσας της Τρανσυλβανίας (1642–1657, 1657–1658, 1659–1660)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας του Χρίστοφρ Ζεφάροβιτς (1741)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας του Ούγκο Γκέραρντ Στρελ
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας (1765)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο εθνόσημο Αυστριακής Αυτοκρατορίας (1850)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο εθνόσημο του Βασιλείου της Ουγγαρίας (1867–1915)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο εθνόσημο του Βασιλείου της Ουγγαρίας (1867–1915)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο εθνόσημο του Βασιλείου της Ουγγαρίας (1915–1918)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο οικόσημο του Βασιλείου της Ρουμανίας (1921–1947)
-
Εθνόσημο της Τρανσυλβανίας στο εθνόσημο της Ρουμανία]ς (2016)
Στη λαϊκή κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη δημοσίευση του Η Χώρα Πέρα από τα Δάση (1888) της Εμιλι Τζέραρντ, ο Μπραμ Στόκερ έγραψε το γοτθικού τρόμου μυθιστόρημά του Δράκουλας το 1897, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό του την Τρανσυλβανία. Με την επιτυχία του η Τρανσυλβανία συσχετίστηκε στον Αγγλόφωνο κόσμο (και αργότερα ευρύτερα) με τους βρυκόλακες. Από τότε έχει παρουσιαστεί στη μυθοπλασία και στη λογοτεχνία ως χώρα μυστηρίου και μαγείας. Για παράδειγμα στο μυθιστόρημα του Πάουλο Κοέλιο Η Μάγισσα του Πορτομπέλο ο κύριος χαρακτήρας, η Σερίν Καλίλ, περιγράφεται ως ορφανή από την Τρανσυλβανία με μητέρα Ρομά, σε μια προσπάθεια να αυξήσει το εξωτικό μυστήριο του χαρακτήρα. Η λεγόμενη «Τρανσυλβανική τριλογία» των ιστορικών μυθιστορημάτων του Μίκλος Μπάνφι (1873-1950) Η Γραφή στον Τοίχο είναι μια εκτεταμένη αναφορά στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της χώρας τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Από τους πρώτους ηθοποιούς που έπαιξαν τον Κόμη Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ στον κινηματογράφο ήταν ο Μπέλα Λουγκόζι, που γεννήθηκε στο Βανάτο, στη σημερινή Ρουμανία.
Φωτογραφίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Ζαρμιζεγεθούσα, πρωτεύουσα της αρχαίας Δακίας
-
Ρωμαϊκή πόλη Απουλουμ
-
Εκκλησία Ντένσους
-
Εκκλησία Αγίου Μιχαήλ Κλουζ-Ναπόκα
-
Κεντρική Πλατεία, Σιμπίου
-
Σιγκισοάρα, πύργος ρολογιού
-
Πλατεία Ενότητας, Τιμισοάρα
-
Διοκητικό Μέγαρο Αράντ
-
Ο Πύργος του Στεφάνου στην Μπάια Μάρε
-
Ο Καθεδρικός της Στέψης στην Άλμπα Ιούλια
-
Το Κάστρο του Ουνυάδη στη Χουνεντοάρα
-
Βασιλικό Κάστρο Σιβαρσίν
-
Εθνικό ΜΟυσείου Μπρούκενταλ στο Σιμπίου
-
Οχυρωμένη εκκλησία στο Μπίρταν
-
Ξύλινη εκκλησία του Μαραμούρες
-
Κάστρο Μίκο στο Μιερκουρέα Τσιούκ
-
Διοικητήριο του Νομού Μούρες στο Τίργκου Μούρες
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Dennis P. Hupchick, Conflict and chaos in Eastern Europe, Palgrave Macmillan, 1995, p. 62
- ↑ Peter F. Sugar, Southeastern Europe under Ottoman rule, 1354–1804, University of Washington Press, 1993, pp. 150–154
- ↑ Béla Köpeczi (9 Ιουλίου 2008). History of Transylvania: From 1606 to 1830. ISBN 978-0-88033-491-4. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Peter F. Sugar. "Southeastern Europe Under Ottoman Rule, 1354–1804" (History of East Central Europe), University of Washington Press, July 1983, page 163
- ↑ Paul Lendvai, Ann Major. The Hungarians: A Thousand Years of Victory in Defeat C. Hurst & Co. Publishers, 2003, page 146;
- ↑ " In 1711, after the Peace Treaty of Szatmar, Austrian control was firmly established over all of Hungary and Erdely, and the princes of Transylvania were replaced by Austrian governors. " (Google Search)Glockner, Peter G.· Bagossy, Nora Varga (2007). Encyclopaedia Hungarica: English (στα Αγγλικά). Hungarian Ethnic Lexicon Foundation. ISBN 978-1-55383-178-5.
- ↑ "Transylvania" (2009). Encyclopædia Britannica. Retrieved July 7, 2009
- ↑ "Diploma Leopoldinum" (2009). Encyclopædia Britannica. Retrieved July 7, 2009
- ↑ Laszlo Péter, Hungary's Long Nineteenth Century: Constitutional and Democratic Traditions in a European Perspective, BRILL, 2012, p. 56
- ↑ Austrian Constitution of 4 March 1849. (Section I, Art. I and Section IX., Art. LXXIV)
- ↑ John F. Cadzow, Andrew Ludanyi, Louis J. Elteto, Transylvania: The Roots of Ethnic Conflict, Kent State University Press, 1983, page 79
- ↑ James Minahan: One Europe, many nations: an historical dictionary of European national groups, Greenwood Press, Westport, CT 06991
- ↑ «Travel Advisory; Lure of Dracula In Transylvania». The New York Times. 1993-08-22. https://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9F0CE6DE143BF931A1575BC0A965958260.
- ↑ «Romania Transylvania». Icromania.com. 15 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2012.
- ↑ Gündisch, Konrad (1998). Siebenbürgen und die Siebenbürger Sachsen. Langen Müller. ISBN 3-7844-2685-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2004. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2006.
- ↑ Lendering, Jona. «Herodotus of Halicarnassus». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2006.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 «The History of Transylvania and the Transylvanian Saxons». Sibiweb.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2004. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Pop, Ioan-Aurel (1997). Istoria Transilvaniei Medievale - de la etnogeneza românilor până la Mihai Viteazul] [History of Medieval Transylvania - from Romanian ethnogenesis to Michael the Brave]. Editura Presa Universitară Clujeană. σελ. 7. ISBN 973-926-124-8.
- ↑ 19,0 19,1 Köpeczi, Béla· Bóna, István· Makkai, László· Mócsy, András· Szász, Zoltán. «The Kingdom of the Gepids». History of Transylvania. II. Μτφρ. Kovrig, Bennett.
- ↑ Bóna, István (2001). «The Huns». History of Transylvania Volume I. From the Beginnings to 1606 - II. From Dacia to Erdőelve: Transylvania in the Period of the Great Migrations (271-896). New York: Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ László, Nagy (August 2019). «Hun katonai jelenlét Erdélyben? A marosszentgyörgyi lelet szerint igenis elképzelhető». Székelyhon. https://szekelyhon.ro/aktualis/erdelyben-talalt-lovas-hun-sirleletet-mutattak-be-az-osok-napjan#.
- ↑ Constantin C. Giurescu, Dinu C. Giurescu, Istoria românilor din cele mai vechi timpuri și pînă azi, Editura Albatros, București, 1971, p. 155.
- ↑ Gandila, Andrei (2018). «Christianity North of the Danube». Cultural Encounters on Byzantium's Northern Frontier, c. AD 500–700 Coins, Artifacts and History. Cambridge University Press. σελίδες 108–109.
- ↑ Horedt, Kurt (1979). «Kleine Beiträge». Dacia - Revue d'archéologie et d'histoire ancienne, 23 (στα Γερμανικά). Bucharest: Institutul de Arheologie "Vasile Pârvan". σελ. 343.
- ↑ Madgearu, Alexandru (2021). «Post-Imperial Dacia and the Roman–Byzantine provinces of the Lower Danube (fourth–seventh century)». Archeological Treasures of Romania - Dacian and Roman Roots (PDF). Spain: Ministerio de Cultura y Deporte. σελ. 346. ISBN 978-84-8181-771-3.
- ↑ Fiedler, Uwe (1996–1998). «Biertan. Ein Zeugnis heidnischer Opfersitten im nachrömischen Siebenbürgen». Dacia - Revue d'archéologie et d'histoire ancienne, 40-42 (στα Γερμανικά). Bucharest: Editura Academiei Române. σελίδες 389–397.
- ↑ Lăzărescu, Vlad-Andrei (2015). Locuirea în Transilvania din ultimele decenii ale provinciei Dacia şi până la prăbuşirea "imperiului" hunic (250–450). Cluj-Napoca: Academia Română, Centrul de Studii Transilvane. ISBN 9786068694221.
- ↑ Gáll, Erwin (March 2017). «Áttörés a romániai régészetben (Vlad Andrei Lăzărescu könyvéről)». Kommentár 2017/03. http://www.kommentar.info.hu/uploads/2017/3/1580380717.pdf.
- ↑ Opreanu, Coriolan Horațiu (2003). Transilvania la sfârșitul antichității și în perioada migrațiilor [Transylvania at the End of Antiquity and the during the Migration Period]. Nereamia Napocae. σελ. 27-29. ISBN 973-7951-12-3.
- ↑ Opreanu, Coriolan Horațiu (2003). Transilvania la sfârșitul antichității și în perioada migrațiilor [Transylvania at the End of Antiquity and the during the Migration Period]. Nereamia Napocae. σελ. 49. ISBN 973-7951-12-3.
- ↑ Daniela Marcu Istrate (12 Οκτωβρίου 2022). «Biserica din secolele X-XI, de influență bizantină, de la Alba Iulia. Restituiri preliminare (The 10th-11th-century Byzantine style church in Alba Iulia. Preliminary considerations)». Academia.edu (στα Ρουμανικά).
- ↑ Opreanu, Coriolan Horațiu (2003). Transilvania la sfârșitul antichității și în perioada migrațiilor [Transylvania at the End of Antiquity and the during the Migration Period]. Nereamia Napocae. σελ. 50. ISBN 973-7951-12-3.
- ↑ Curta, Florin (2010). Neglected Barbarians (στα Αγγλικά). Isd. ISBN 978-2-503-53125-0.
- ↑ 34,0 34,1 34,2 34,3 34,4 34,5 Szabados, György (2016). «Vázlat a magyar honfoglalás Kárpát-medencei hátteréről» [Outline of the background of the Hungarian conquest of the Carpathian Basin] (PDF). Népek és kultúrák a Kárpát-medencében [Peoples and cultures in the Carpathian Basin] (στα Ουγγρικά). ISBN 978-615-5209-56-7.
- ↑ Bóna, István (2001). «Southern Transylvania under Bulgar rule». History of Transylvania Volume I. From the Beginnings to 1606 - II. From Dacia to Erdőelve: Transylvania in the Period of the Great Migrations (271-896). New York: Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ 36,0 36,1 36,2 Szabados, György (2018). Folytonosság és/vagy találkozás? "Avar" és "magyar" a 9. századi Kárpát-medencében [Continuity and/or encounter? "Avar" and "Hungarian" in the 9th century Carpathian Basin] (στα Ουγγρικά).
- ↑ 37,0 37,1 Szőke, Béla Miklós (2014). The Carolingian Age in the Carpathian Basin (PDF). Budapest: Hungarian National Museum. ISBN 978-615-5209-17-8.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 38,3 Szabados, György (May 2022). «Álmostól Szent Istvánig» (στα Ουγγρικά). Rubicon (Hungarian Historical Information Dissemination). https://rubicon.hu/cikkek/almostol-szent-istvanig.
- ↑ 39,0 39,1 39,2 39,3 39,4 Endre, Neparáczki (28 Ιουλίου 2022). «A Magyarságkutató Intézet azon dolgozik, hogy fényt derítsen valódi származásunkra». Magyarságkutató Intézet (Institute of Hungarian Research) (στα Ουγγρικά).
- ↑ Kosáry Domokos, Bevezetés a magyar történelem forrásaiba és irodalmába 1, p. 29
- ↑ 41,0 41,1 Makoldi, Miklós (Δεκεμβρίου 2021). «A magyarság származása» [The Origin of Hungarians] (PDF). Oktatási Hivatal (Office of Education) (στα Ουγγρικά).
- ↑ 42,0 42,1 «The genetic origin of Huns, Avars, and conquering Hungarians». Current Biology. 25 May 2022. https://www.cell.com/current-biology/fulltext/S0960-9822(22)00732-1.
- ↑ Neparáczki, Endre; Maróti, Zoltán; Kalmár, Tibor; Maár, Kitti; Nagy, István; Latinovics, Dóra; Kustár, Ágnes; Pálfi, György και άλλοι. (12 November 2019). «Y-chromosome haplogroups from Hun, Avar and conquering Hungarian period nomadic people of the Carpathian Basin». Scientific Reports 9 (1): 16569. doi: . PMID 31719606. Bibcode: 2019NatSR...916569N.
- ↑ Maár, K.; Varga, G. I.; Kovács, B.; Schütz, O.; Maróti, Z.; Kalmár, T.; Nyerki, E.; Nagy, I. και άλλοι. (2021). «Maternal Lineages from 10–11th Century Commoner Cemeteries of the Carpathian Basin». Genes 12 (3): 460. doi: . PMID 33807111.
- ↑ Peter F. Sugar (1994). A History of Hungary. σελ. 11. ISBN 978-0-253-20867-5. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ 46,0 46,1 Bóna, István (2001). «Conquest, Settlement, and Raids». History of Transylvania Volume I. From the Beginnings to 1606 - II. From Dacia to Erdőelve: Transylvania in the Period of the Great Migrations (271-896) - 7. Transylvania in the Period of the Hungarian Conquest and Foundation of a State (στα Αγγλικά). New York: Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ 47,0 47,1 Kalti, Mark. Chronicon Pictum (στα Ουγγρικά).
- ↑ 48,0 48,1 Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 188. ISBN 978-0-521-81539-0.
- ↑ C. W. Previté-Orton (24 Ιουλίου 1975). Cambridge Medieval History, Shorter: Volume 2, The Twelfth Century to the ... ISBN 978-0-521-09977-6. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Makkai, László (2001). «Toponymy and Chronology». History of Transylvania Volume I. From the Beginnings to 1606 - III. Transylvania in the Medieval Hungarian Kingdom (896–1526) - 1. Transylvania'a Indigenous Population at the Time of the Hungarian Conquest (στα Αγγλικά). New York: Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ Madgearu, Alexandru (2001). Românii în opera Notarului Anonim. Cluj-Napoca: Centrul de Studii Transilvane, Fundația Culturală Română. ISBN 973-577-249-3.
- ↑ Makoldi, Miklós (28 Ιουλίου 2022). «A Magyarságkutató Intézet azon dolgozik, hogy fényt derítsen valódi származásunkra». Magyarságkutató Intézet (Institute of Hungarian Research) (στα Ουγγρικά).
- ↑ Dobos, Alpár. Az erdélyi soros temetők lovastemetkezései [The horse burials of the Transylvanian cemeteries] (στα Ουγγρικά).
- ↑ Ioan Marian Tiplic, Zeno Karl Pinter (2007). Early Medieval Necropolis From Orăştie "Dealul Pemilor X2", Aspects of Funeral Rituals.
- ↑ «Szenzációs honfoglaláskori magyar leletek Erdélyben» (στα Ουγγρικά). National Geographic Magyarország (National Geographic Hungary). 3 August 2005. https://ng.24.hu/kultura/2005/08/03/szenzacios_honfoglalaskori_magyar_leletek_erdelyben/.
- ↑ Madgearu, Alexandru (1999–2002). «Were the Zupans Really Rulers of Some Romanian Early Medieval Polities?». Revista de Istorie Socială 4–7: 15–25. http://www.geocities.com/amadgearu/jupani.PDF.
- ↑ Bóna, István (2001). «II. From Dacia to Erdoelve: Transylvania in the Period of the Great Migrations (271–896)». Στο: Köpeczi, Béla. History of Transylvania. Volume I. From the Beginnings to 1606 (στα Αγγλικά). New York: Columbia University Press (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ Bóna, István· Translation by Péter Szaffkó (2001). The Settlement of Transylvania in the 10th and 11th Centuries. Columbia University Press, New York. ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ Szabó, Péter (1997). Az erdélyi fejedelemség [The Transylvanian principality]. Budapest: Kulturtrade. σελ. 11. ISBN 963-9069-18-3. ISSN 1417-6114. Part of the Tudomány – Egyetem [Science – University] series edited by Ferenc Glatz
- ↑ Kristó, Gyula. Early Transylvania (895-1324).
- ↑ Iván Boldizsár, NHQ; the New Hungarian Quarterly, Volume 29; Volumes 109-110, Lapkiadó Publishing House, 1988, p. 73
- ↑ 62,0 62,1 Kristó, Gyula (επιμ.). Korai magyar történeti lexikon (9-14. század).
- ↑ Berend, Nóra· Laszlovszky, József· Szakács, Béla Zsolt (1974). The Kingdom of Hungary.
- ↑ Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500-1250.
- ↑ Ioan Aurel Pop, Jan Nicolae, Ovidiu Panaite, Sfântul Ierotei, episcop de Alba Iulia (sec. X). Edit. Reîntregirea, 2010, 335 p
- ↑ I. Strajan, Adevărul istoric a învins la Alba Iulia, Despre prima organizare creştină din Transylvania – sec. X, "DACOROMANIA" nr.55/2011
- ↑ Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500-1250. Cambridge University Press. σελίδες 189-189. ISBN 978-0-521-89452-4.
- ↑ 68,0 68,1 68,2 68,3 68,4 Notary of King Béla, Anonymus. Gesta Hungarorum (PDF) (στα Αγγλικά).
- ↑ Engel, Pál (1990). Beilleszkedés Európába a kezdetektől 1440-ig (στα Ουγγρικά). ISBN 9638128011.
- ↑ «Gyula and the Gyulas». History Institute, Hungarian Academy of Sciences History of Transylvania, vol. 1. σελ. 382. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (book) στις Οκτωβρίου 4, 2012. Ανακτήθηκε στις Ιανουαρίου 4, 2013.
- ↑ «Restromania.com». Restromania.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις Ιουλίου 9, 2010. Ανακτήθηκε στις Ιουλίου 10, 2017.
- ↑ Csukovits, Enikő (May 2022). «Nagy Lajos és a "magyar nagyhatalom"». Rubikon. https://rubicon.hu/cikkek/nagy-lajos-es-a-magyar-nagyhatalom.
- ↑ Makkai, László (2001). «Place-names and Ethnicity». History of Transylvania Volume I. From the Beginnings to 1606 - III. Transylvania in the Medieval Hungarian Kingdom (896–1526) - 1. Transylvania's Indigenous Population at the Time of the Hungarian Conquest (στα Αγγλικά). Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-479-7.
- ↑ «Szekler people». Encyclopædia Britannica. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/579333/Szekler.
- ↑ Kézai, Simon. Gesta Hunnorum et Hungarorum (στα Ουγγρικά).
- ↑ Thuróczy, John. Chronica Hungarorum (PDF) (στα Λατινικά).
- ↑ Piotr Eberhardt (Ιανουαρίου 2003). Ethnic Groups and Population Changes in Twentieth-century Central-Eastern Europe. M. E. Sharpe, Armonk, NY and London, England, 2003. ISBN 978-0-7656-0665-5.
- ↑ Csukovits, Enikő (2005). Késő középkori leírások Erdély-képe [Image of Transylvania in late medieval descriptions] (PDF) (στα Ουγγρικά).
Hungari et Siculi eadem lingua utuntur, nisi quod Siculi quaendam peculiaria gentis suae habeant vocabula
- ↑ 79,0 79,1 Olahus, Nicolaus. Hungaria et Athila (PDF) (στα Λατινικά).
- ↑ 80,0 80,1 Szigethy, Gábor (2003). Oláh Miklós: Hungária (στα Ουγγρικά).
- ↑ Szabó, Péter (1997). Az erdélyi fejedelemség [The Transylvanian principality]. Budapest: Kulturtrade. σελ. 15. ISBN 963-9069-18-3. ISSN 1417-6114. Part of the Tudomány – Egyetem [Science – University] series edited by Ferenc Glatz
- ↑ Szabó, Péter (1997). Az erdélyi fejedelemség [The Transylvanian principality]. Budapest: Kulturtrade. σελ. 16. ISBN 963-9069-18-3. ISSN 1417-6114. Part of the Tudomány – Egyetem [Science – University] series edited by Ferenc Glatz
- ↑ Szabó, Péter (1997). Az erdélyi fejedelemség [The Transylvanian principality]. Budapest: Kulturtrade. σελίδες 16–17. ISBN 963-9069-18-3. ISSN 1417-6114. Part of the Tudomány – Egyetem [Science – University] series edited by Ferenc Glatz
- ↑ Szabó, Péter (1997). Az erdélyi fejedelemség [The Transylvanian principality]. Budapest: Kulturtrade. σελ. 17. ISBN 963-9069-18-3. ISSN 1417-6114. Part of the Tudomány – Egyetem [Science – University] series edited by Ferenc Glatz
- ↑ Györffy, György (1983). István király és műve. Gondolat Könyvkiadó. ISBN 9632812212.
- ↑ Köpeczi, Béla· Makkai, László· Mócsy, András· Szász, Zoltán (1986). Erdély története. Budapest: Akadémiai Kiadó.
- ↑ Geréb, László (1993). Képes krónika. Magyar Hírlap and Maecenas kiadó. ISBN 963-8164-07-7.
- ↑ James Chambers, The Devil's Horsemen: The Mongol Invasion of Europe. Atheneum. New York. 1979. (ISBN 0-689-10942-3)
- ↑ 89,0 89,1 Madgearu, Alexandru (2018). «The Mongol domination and the detachment of the Romanians of Wallachia from the domination of the Hungarian Kingdom». De Medio Aevo: 219–220. https://revistas.ucm.es/index.php/DMAE/article/download/76013/4564456556992.
- ↑ Sófalvi, András (2012). A székelység szerepe a középkori és fejedelemség kori határvédelemben [The role of Székelys in border defense during the Middle Ages and the age of Principality] (στα Hungarian). Kolozsvár: Erdélyi Múzeum-Egyesület (Transylvanian Museum Association).
sed siculi, olachi et Saxones omnes vias ipsorum cum indaginibus stipaverunt sive giraverunt et sic (de vita ipsorum omnino sunt de) necessitate cogente ibidem castra eorum sunt metati
- ↑ Knauz, Nándor (1882). «434». Monumenta ecclesiae strigoniensis: Ab a. 1273 ad a. 1321 (στα Latin). σελ. 419.
- ↑ 92,0 92,1 Binder, Paul (1996). Antecedente şi consecinţe sudtransilvănene ale formării voievodatului Munteniei (sec. XIll-XIV.) II. = Havaselve vajdaság megalakulásának dél-erdélyi előzményei·és következményei (13-14. század) II [Antecedents and consequences of the establishment of the Wallachian Voivodeship in Southern Transylvania (13th-14th centuries) II] (PDF) (στα Romanian). σελ. 36.
- ↑ 93,0 93,1 Ioan Aurel Pop, Din mainile vlahilor schismatici, Editura Litera, Bucuresti, 2011, p.426
- ↑ 94,0 94,1 94,2 94,3 Magyar nyelvjárások – Debreceni Egyetem Magyar Nyelvtudományi Tanszék. σελ. 82. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ György Fejér (1831). Codex diplomaticus Hungariae ecclesiasticus ac civilis. typis typogr. Regiae Vniversitatis Vngaricae. σελ. 100. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
olahteluk.
- ↑ Dennis P. Hupchick (15 Μαρτίου 1995). Conflict and Chaos in Eastern Europe. St. Martin's Press. σελ. 58. ISBN 978-0-312-12116-7. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
First appearance of Romanians in Transylvania.
- ↑ Stoob, Heinz (9 Δεκεμβρίου 2006). Die Mittelalterliche Städtebildung im südöstlichen. ISBN 978-3-412-01777-4. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Kosztin, Árpád (2003). Magyar térvesztés - román térnyerés Erdélyben [Hungarian loss of space - Romanian win of space in Transylvania]. BIRÓ family Nyomdaipari és Kereskedelmi Kf. ISBN 963-9289-60-4.
- ↑ 99,0 99,1 99,2 Kristó 1988, σελίδες 96–97.
- ↑ Bertényi 1989, σελ. 58.
- ↑ 101,0 101,1 Sălăgean 2005, σελ. 199.
- ↑ Ioan Aurel Pop, Din mainile vlahilor schismatici, Editura Litera, Bucuresti, 2011, p.19
- ↑ "Les privilèges définissent le statut des trois nations reconnues – les Hongrois, les Sicules et les Saxons – et des quatres Eglises – luthérienne, calvinistes, unitarienne et catholique. L'exclusion porte sur la communauté roumaine et son église orthodoxe, une communauté qui représente au moins 50% de la population vers le milieu du XVIIIe siècle." In Catherine Durandin, Histoire des Roumains, Librairie Artheme Fayard, Paris, 1995
- ↑ Jefferson 2012, σελ. 282.
- ↑ Bánlaky, József. «A szebeni csata 1442. március 25-én» [The Battle of Szeben on 25 March 1442]. A magyar nemzet hadtörténelme [The Military History of the Hungarian Nation] (στα Hungarian). Budapest.
- ↑ Bánlaky, József. «A vaskapui diadal 1442 július havában» [The Triumph of the Iron Gate in July 1442]. A magyar nemzet hadtörténelme [The Military History of the Hungarian Nation] (στα Hungarian). Budapest.
- ↑ Anthony Endrey, The Holy Crown of Hungary, Hungarian Institute, 1978, p. 70
- ↑ Anthony Endrey, The Holy Crown of Hungary, Hungarian Institute, 1978, p. 70
- ↑ 109,0 109,1 109,2 A Country Study: Hungary. Federal Research Division, Library of Congress. 1990. ISBN 0-16-029202-6. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ Helmut David Baer (2006). The struggle of Hungarian Lutherans under communism. Texas A&M University Press. σελίδες 36–. ISBN 978-1-58544-480-9. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2011.
- ↑ Eric Roman (2003). Austria-Hungary & the successor states: a reference guide from the Renaissance to the present. Infobase Publishing. σελίδες 574–. ISBN 978-0-8160-4537-2. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2011.
- ↑ J. Atticus Ryan· Christopher A. Mullen (1998). Unrepresented Nations and Peoples Organization: yearbook. Martinus Nijhoff Publishers. σελίδες 85–. ISBN 978-90-411-1022-0. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2011.
- ↑ Miron Costin. «Grausame Zeiten in der Moldau. Die Moldauische Chronik des Miron Costin 1593–1661». Amazon.de. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ «Grand Principality of Transylvania | Article about Grand Principality of Transylvania by The Free Dictionary». Encyclopedia2.thefreedictionary.com. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομαbooks.google.com
. - ↑ Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομαLeopoldinum
. - ↑ «JOHN HUNYADI: Hungary in American History Textbooks». Andrew L. Simon. Corvinus Library Hungarian History. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις Αυγούστου 20, 2009. Ανακτήθηκε στις Ιουλίου 7, 2009.
The proclamation (1705) of Transylvania as a grand principality was a mere formality.
- ↑ Jancsó, Benedek (1899). A román nemzetiségi törekvések története és jelenlegi állapota [The history and current state of Romanian national interests]. II. Budapest: Lampel Róbert (Wodianer Ferenc és Fiai) Császári és Királyi. σελ. 464.
- ↑ Asztalos, Miklós (1928). Kossuth Lajos kora és az erdélyi kérdés [The age of Lajos Kossuth and the Transylvanian question]. Budapest: Collegium Transilvanicum. σελ. 113.
- ↑ The Austro-Hungarian Dual Monarchy and Romanian Political Autonomy Αρχειοθετήθηκε April 24, 2007, στο Wayback Machine. in Pașcu, Ștefan. A History of Transylvania. Dorset Press, New York, 1990.
- ↑ Easterman, Alexander (1942). King Carol, Hitler, and Lupescu. Victor Gollancz Ltd., London.
- ↑ Aurel Ioan Pop, History of Transylvania, p7
- ↑ 123,0 123,1 Jean W Sedlar (1994). East Central Europe in the Middle Ages, 1000–1500. University of Washington Press. σελίδες 9–. ISBN 978-0-295-97291-6.
- ↑ Pop, Ioan-Aurel (2010). Testimonies on the ethno-confessional structure of medieval Transylvania and Hungary (9th–14th centuries) (PDF). Transylvanian review, vol. 19, nr. supplement 1. σελ. 28. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ 125,0 125,1 Louis L. Lote (editor), ONE LAND — TWO NATIONS TRANSYLVANIA AND THE THEORY OF DACO-ROMAN-RUMANIAN CONTINUITY, COMMITTEE OF TRANSYLVANIA INC. (This is a special issue of the CARPATHIAN OBSERVER Volume 8, Number 1. Library of Congress Catalog Card Number; 80-81573), 1980, p. 10
- ↑ 126,0 126,1 126,2 Transilvania pana la Primul Razboi Mondial
- ↑ 127,0 127,1 127,2 Vlad Georgescu (1991). The Romanians: a history. Ohio State University Press. σελίδες 41, 89. ISBN 978-0-8142-0511-2.
- ↑ Csukovits, Enikő (2005). Késő középkori leírások Erdély-képe [Image of Transylvania in late medieval descriptions] (PDF) (στα Hungarian).
nostra aetate tres incolunt gentes: Teutones, Siculi et Valachi" "paucos tamen apud Transsylvanos invenias viros exercitatos Hungaricae linguae nescios
- ↑ Aeneas Silvius Piccolomini: Europe (ch. 2.14.), p. 64.
- ↑ Csukovits, Enikő (2005). Késő középkori leírások Erdély-képe [Image of Transylvania in late medieval descriptions] (PDF) (στα Hungarian).
In hac sunt quatuor diverso genere nationes: Hungari, Siculi, Saxones, Walachi
- ↑ Pop, Ioan-Aurel (2006). Romanians in the 14th–16th Centuries: From the "Christian Republic" to the "Restoration of Dacia", In: Pop, Ioan-Aurel; Bolovan, Ioan (2005); History of Romania: Compendium; Romanian Cultural Institute (Center for Transylvanian Studies), p.304, (ISBN 978-973-7784-12-4)
- ↑ 132,0 132,1 Nyárády R. Károly – Erdély népesedéstörténete c. kéziratos munkájábol. Megjelent: A Központi Statisztikai Hivatal Népességtudományi Kutató Intézetenek történeti demográfiai füzetei. 3. sz. Budapest, 1987. 7-55. p., Erdélyi Múzeum. LIX, 1997. 1–2. füz. 1-39. p.
- ↑ Miskolczy, Ambrus (2021). A román középkor időszerű kérdései (PDF). Budapest. σελ. 543. ISBN 978-615-6117-41-0. ISSN 2677-0261.
- ↑ 134,0 134,1 George W. White (2000). Nationalism and Territory: Constructing Group Identity in Southeastern Europe. σελ. 129. ISBN 978-0-8476-9809-7. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ "În ţara Ardealului nu lăcuiescu numai unguri, ce şi saşi peste samă de mulţi şi români peste tot locul, de mai multu-i ţara lăţită de români decât de unguri." cited from Grigore Ureche, Letopisețul Țării Moldovei, pp. 133–134
- ↑ 136,0 136,1 136,2 Louis Roman (1999). «Românii transilvăneni în secolele XVI -XVII: o abordare demoistorică» (στα ro). Revista Istorică, tomul IX, nr. 3-4 (Editura Academiei Române): 188, 192.
- ↑ 137,0 137,1 137,2 Kosztin, Árpád (2003). Magyar térvesztés, román térnyerés Erdélyben (Hungarian loss of space, Romanian win of space in Transylvania) (στα Hungarian). σελ. 77. ISBN 963-9289-60-4.
- ↑ 138,0 138,1 Sándor, Szilágyi (1890). Erdély és az északkeleti háború – Levelek és okiratok (Transylvania and the Northeastern War – Letters and Diplomas) (PDF) (στα Latin). Budapest. σελίδες 255–256.
- ↑ Çelebi, Evliya. Evlia Celebi Turkish world traveler's trips to Hungary (στα Turkish).
- ↑ Karácson, Imre. Seyahatnâme (PDF) (στα Hungarian).
- ↑ Petre P. Panaitescu (1929) (στα ro). Miron Costin - Istorie în versuri polone despre Moldova şi Ţara Românească, Memoriile Secțiunii Istorice, Seria III, Tomul X. Romanian Academy, σελ. 375, 466–467.
- ↑ 142,0 142,1 Trócsányi, Zsolt (2001). «Demographic Changes». History of Transylvania Volume II. From 1606 to 1830 - VII. A New Regime and an Altered Ethnic Pattern (1711–1770) - 2. Society and the Economy After the Peace of Szatmár (στα English). New York: Columbia University Press, (The Hungarian original by Institute of History Of The Hungarian Academy of Sciences). ISBN 0-88033-491-6.
- ↑ 143,0 143,1 «Demographic Changes». Mek.niif.hu. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ «Hungarian History». Hungarian-history.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις Φεβρουαρίου 2, 2017. Ανακτήθηκε στις Ιουλίου 10, 2017.
- ↑ Stephan Ludwig Roth; Der Sprachkampf in Siebenbürgen. Eine Beleuchtung de Woher und Wohin? p. 47-48
- ↑ Elek Fényes, Magyarország statistikája, Vol. 1, Trattner-Károlyi, Pest. VII, 1842
- ↑ «History of Population census in 1868–1940 | CZSO». www.czso.cz. Czech Statistical Office. 2 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ 148,0 148,1 «Hungarian History». Hungarian-history.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις Αυγούστου 23, 2017. Ανακτήθηκε στις Ιουλίου 10, 2017.
- ↑ Tamás Lajos: Rómaiak, románok és Vlachok Dacia Trajánában Bp. 1935. 42. o. - Lajos Tamás: Romans, Romanians and Vlachs in Dacia Traiana 1935 Bp. p. 42.
- ↑ 150,0 150,1 Kocsis, Károly· Kocsis-Hodosi, Eszter (1998). Ethnic geography of the Hungarian minorities in the Carpathian Basin (PDF). Μτφρ. Bassa, László· Merrick, Marrion. Layout by Zoltán Keresztesi, Cartography by Livia Kaiser and Zsuzsanna Keresztesi. Budapest: Geographical Research Institute. ISBN 963-7395-84-9.
- ↑ Mályusz Elemér: A magyarság és a nemzetiségek Mohács előtt. Magyar Művelődéstörténet. Bp. é.n. II. 123-124.
- ↑ Pop, Ioan-Aurel (2010). Testimonies on the ethno-confessional structure of medieval Transylvania and Hungary : (9th-14th centuries) (PDF). Transylvanian review, an 2010, vol. 19, nr. supplement 1, p. 9-41. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2017.
- ↑ Antonius Wrancius: Expeditionis Solymani in Moldaviam et Transsylvaniam libri duo. De situ Transsylvaniae, Moldaviae et Transalpinae liber tertius.
- ↑ Erdély rövid története, Akadémiai Kiadó, Budapest 1989, 238. o. - The short history of Transylvania, Akadémiai Kiadó, 1989 Budapest p. 238
- ↑ Trócsányi, Zsolt (2002). A NEW REGIME AND AN ALTERED ETHNIC PATTERN (1711–1770) (Demographics), In: Béla Köpeczi, HISTORY OF TRANSYLVANIA Volume II. From 1606 to 1830, Columbia University Press, New York, 2002, p. 2 – 522/531, (ISBN 0-88033-491-6)
- ↑ Kocsis, Károly· Kocsis-Hodosi, Eszter (1998). Ethnic geography of the Hungarian minorities in the Carpathian Basin (PDF). Μτφρ. Bassa, László· Merrick, Marrion. Layout by Zoltán Keresztesi, Cartography by Livia Kaiser and Zsuzsanna Keresztesi. Budapest: Geographical Research Institute. ISBN 963-7395-84-9.
- ↑ Acsády Ignác: Magyarország népessége a Pragamtica Sanctio korában, Magyar statisztikai közlemények 12. kötet – Ignác Acsády: The population of Hungary in the ages of the Pragmatica Sanction, Magyar statisztikai közlemények vol. 12.
- ↑ «A Growing Population in the Grip of Underdeveloped Agriculture». Mek.niif.hu. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Peter Rokai – Zoltan Đere – Tibor Pal – Aleksandar Kasaš, Istorija Mađara, Beograd, 2002, pages 376–377.
- ↑ Erdély rövid története, Akadémiai Kiadó, Budapest 1989, 371. o. - The short history of Transylvania, Akadémiai Kiadó, 1989 Budapest p. 371.
- ↑ Anuarul statistic al României 1937 și 1938 pp. 58-63
- ↑ Populatia RPR la 25 ianuarie 1948, pp. 37-41
- ↑ «Rezultate definitive RPL 2011 – Populația stabilă după etnie – județe, municipii, orașe, comune». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2019.
- ↑ Árpád Varga E., Hungarians in Transylvania between 1870 and 1995, Original title: Erdély magyar népessége 1870–1995 között, Magyar Kisebbség 3–4, 1998 (New series IV), pp. 331–407. Translation by Tamás Sályi, Teleki László Foundation, Budapest, 1999
- ↑ Rudolf Poledna, François Ruegg, Cǎlin Rus, Interculturalitate, Presa Universitarǎ Clujeanǎ, Cluj-Napoca, 2002. p. 160.
- ↑ «Erdély etnikai és felekezeti statisztikája». Varga.adatbank.transindex.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ Nyárády R. Károly. «Erdély népességének etnikai és vallási tagolódása a magyar államalapítástól a dualizmus koráig». Kia.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2017.
- ↑ «Microsoft Word – REZULTATE DEFINITIVE RPL2011.doc» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2018.
- ↑ «Sibiu Cultural Capital Website». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2006.
- ↑ «Archived copy» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2016.
- ↑ Mark Axworthy, London: Arms and Armour, 1995, Third Axis, Fourth Ally: Romanian Armed Forces in the European War, 1941–1945, pp. 29-30, 75, 149, 222-227 and 239-272
- ↑ «Cultura». 31 Δεκεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2016.
- ↑ Earl A. Pope, "Protestantism in Romania", in Sabrina Petra Ramet (ed.), Protestantism and Politics in Eastern Europe and Russia: The Communist and Postcommunist Eras, Duke University Press, Durham, 1992, p.158-160. (ISBN 0-8223-1241-7)
- ↑ The Eastern Catholic Churches 2017. cnewa.org
- ↑ https://www.nyugatijelen.com/allaspont/reszleges_kozossegi_radiografia_1.php Αρχειοθετήθηκε 2023-03-26 στο Wayback Machine. Πρότυπο:Bare URL inline
- ↑ https://www.recensamantromania.ro/wp-content/uploads/2022/12/Date-provizorii-RPL_cu-anexe_30122022.pdf Πρότυπο:Bare URL PDF
- ↑ Ghidul studentului din Universitatea Babeș-Bolyai. Admitere.ubbcluj.ro. σελ. 5. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2016.
- ↑ «Zilele Filmului de Umor 2014». timisoreni.ro. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2015.
- ↑ «O nouă ediție a Zilelor Filmului de Umor la Timișoara». HotNewsRo. 26 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2015.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Edouard Sayous, Histoire, σελ. 25: https://archive.org/details/histoiregnra00sayouoft
- «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» τομ. 58ος, σελ. 34